Τρίτη 14 Ιουλίου 2020

Ευάγγελος Αυδίκος, Ο κλέψας τον ρότσον θα φάει κλώτσον, ΕΦΣΥΝ, 14 Ιουλίου 2020


                       
Δυο χρόνια το μυαλό πηγαινοερχόταν στη Λευκωσία, σ’ έναν παράδρομο της οδού Λήδρας, εκεί που αναπνέει η μνήμη της Λευκωσίας. Στο τσαγκαράδικο του Αχιλλέα, που, κατά τον ίδιο, είναι ένα από τα δέκα αξιοθέατα της παλιάς πόλης. Αχιλλέας θεραπευτής υποδημάτων, έτσι καταγράφει την αναφορά στο δικό του μαγαζί ο πανέξυπνος τσαγκάρης, που συνεχίζει να ασκεί το επάγγελμά του από το 1947.
Στενό το μαγαζί, οι παροιμιακού τύπου εκφράσεις όμως που στεφανώνουν την είσοδο αποτυπώνουν τη λαϊκή σοφία που χάνεται κάτω από τη σκόνη του δρομαίου ορθολογισμού. Ωρες ώρες δημιουργείται η εντύπωση πως η εκπαίδευση χρειάστηκε να ιππεύσει το άλογο της επιστήμης, για να αντιληφθεί πως, τελικά, κάτω από την κρούστα πολιτισμικών και ηθικών αξιών υπάρχουν αλήθειες με τις οποίες οι λαϊκοί άνθρωποι, οι κοινοί πολίτες συνελόντι ειπείν, πορεύτηκαν στη ζωή τους. Ενας από αυτούς και ο Αχιλλέας, ο συμπαθής θεραπευτής υποδημάτων της Λευκωσίας.
Στην πρόσοψη του τσαγκαράδικου, στον στενό δρόμο, εντυπωσιάζει η επιγραφή «Ο κλέψας τον ρότσον θα φάει κλώτσον». Δεν γνώριζα την έκφραση, θεώρησα πως θα είναι παροιμιακού τύπου έκφραση της Κύπρου. Είχε ρυθμό, ποιητικότητα και αναδυόταν ένα ηθικό αξίωμα που διέτρεχε την καθημερινότητα των μελών μιας κοινοτικής ομάδας. Ρότσος ή ρότσα είναι η πέτρα στην κυπριακή διάλεκτο, που στόλιζε την πρόσοψη του μαγαζιού.
Μια πέτρα ξεχωριστή που αποτελούσε συστατικό στοιχείο του μαγαζιού. Για αρκετό διάστημα ο ρότσος παρέμεινε στη θέση του. Ωστόσο, οι εποχές άλλαξαν, αμφισβητείται ακόμη και ο ρότσος όταν εκτίθεται στον δημόσιο χώρο. Κάποιοι τον απαλλοτρίωσαν, τον έκλεψαν, προς μεγάλη απογοήτευση του λαϊκού τεχνίτη, του Αχιλλέα. Ευθύς ανάρτησε πινακίδα με την ειρημμένη φράση.
Οποιος τον έκλεψε, θα φάει κλώτσον, θα τιμωρηθεί. Αυτή ήταν η πρόθεσή του. Αποτύπωσε την πολιτισμική και κοινωνική εμπειρία του στην ποιητική αυτή φράση, ως μια έμμεση προειδοποίηση όσων έκλεψαν. Ο Αχιλλέας γνωρίζει πως οι εποχές δεν είναι ίδιες. Πέρασαν ανεπιστρεπτί. Οι κλέφτες δεν έχουν ηθικές αναστολές ούτε αποτρέπονται από παροιμιακές φράσεις ή και από νόμους.
Ο κλέψας αδιαφορεί για τον κλώτσον, τη δημόσια διαπόμπευση. Η κλεψιά έχει νομιμοποιηθεί με νόμους, καθώς επιβάλλονται μονομερείς δραστικές μειώσεις μισθών στους αδύναμους. Οσοι δημιουργούν τους νόμους επιφυλάσσουν την ατιμωρησία για τους εαυτούς τους. Εχουν οργανώσει σύγχρονους λαβύρινθους, όπου οι κλέψαντες Μινώταυροι έχουν αποκτήσει οικειότητα με την αποφυγή του κλώτσου.
Ο Αχιλλέας κρατάει το τσαγκαράδικο κόντρα στους καιρούς. Θυμάται και νοσταλγεί την εποχή που δεν υπήρχε η πράσινη γραμμή στην πόλη του. Ισως κρατάει το κατάστημα προσδοκώντας στον κλώτσον που θα ενώσει ξανά τη γειτονιά του. Τον κλώτσον σ’ αυτούς που έκλεψαν τον ρότσον της μνήμης του.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου