Δευτέρα 6 Ιουλίου 2020

Παύλος Μεθενίτης, Σκλαβιά, δουλεία και δουλειά, ΕΦΣΥΝ, 4-5 ιΟΥΛΊΟΥ 2020


Η λέξη «σκλάβος» παράγεται από το εθνωνύμιο «Σλάβος», επειδή τον 8ο αιώνα μεγάλος αριθμός Σλάβων αιχμαλωτίστηκε από τους Βυζαντινούς (Slovenin > Σλάβος > Σθλάβος > Στλάβος > Σκλάβος, με επίδραση του Σλαβηνός > Σκλαβηνός, μια άλλη ονομασία των Σλάβων). Από αυτό το μεσαιωνικό «σκλάβος» προήλθε το λατινικό «sclavus», που έδωσε το γαλλικό «esclave» και το αγγλικό «slave».
Σκλάβος και δούλος είναι συνώνυμα. Περιγράφουν το άτομο που έχει στερηθεί την προσωπική του ελευθερία, και αποτελεί ιδιοκτησία άλλου ανθρώπου, ένα περιουσιακό στοιχείο του. Είναι αυτός και αυτή που θα εργαστεί σκληρά στο χωράφι, το σπίτι, τον στάβλο, τη στάνη, το μαγαζί, το άρμα ή το καράβι του αφέντη του, είναι αυτός που θα κουβαλήσει τις πέτρες για τις Πυραμίδες και τον Παρθενώνα του, το νερό για τους Κρεμαστούς του Κήπους και την άμμο για το Κολοσσαίο του, είναι αυτός που θα αφήσει τα κόκαλά του στα ορυχεία για να δημιουργηθεί ο πλούτος του αφεντικού του, είναι αυτός που θα φροντίσει τους γέρους, τα παιδιά και τα ζώα του, είναι αυτός ή αυτή που θα ζεστάνει το κρεβάτι του, θα μαγειρέψει το φαΐ του, θα σερβίρει το κρασί του και θα κουβαλήσει τα όπλα του στη μάχη, είναι αυτός ή αυτή που θα αφήσει την τελευταία του πνοή δουλεύοντας, εκτός κι αν χειραφετηθεί, κάτι σπάνιο, από τον αφέντη του, ή εξεγερθεί εναντίον του και τον σφάξει, που είναι δυστυχώς ακόμα σπανιότερο στην Ιστορία.
Ο δούλος είναι ο δεσμώτης, αλλά και ο πλήρως υποταγμένος σε μια ανώτερη από αυτόν δύναμη, ορατή ή αόρατη – κάποιος μπορεί να είναι δούλος των παθών του, όπως το αλκοόλ ή η χαρτοπαιξία, όμως και οι πιστοί αποκαλούνται «δούλοι του Θεού»... Ο δούλος, στην αρχαία εποχή, ήταν αυτός που είχε γεννηθεί τέτοιος, από σκλάβους γονείς, ως μέλος της τάξης των δούλων. Ομως αυτοί που υποδουλώνονταν σε μάχη, οι αιχμάλωτοι πολέμου, ήταν, για τους αρχαίους Ελληνες, τα «ανδράποδα». Αυτός ήταν ένας εντελώς απαξιωτικός χαρακτηρισμός, καθώς η λέξη είχε δοθεί κατ’ αναλογία προς τα «τετράποδα», εννοείται ζώα! Ο δούλος θα μπορούσε να είναι υπηρέτης, δηλαδή ακόλουθος ή προσωπικός βοηθός κάποιου ελεύθερου πολίτη. Είναι ενδιαφέρουσα η προέλευση της λέξης «υπηρέτης»: από το «υπο+ερέτης», δηλαδή «κωπηλάτης» – η λέξη φυσικά αναφερόταν στους δούλους που έλιωναν στο κουπί για να κινούνται τα αρχαία πλοία... Η δουλεία, λοιπόν, η σκλαβιά, ήταν η ιδιότητα του δούλου.
Φαίνεται πως δύσκολα η κοινωνία θα απαλλαγεί και από αυτή τη λέξη και από το σημαινόμενό της, και δεν μιλάω τώρα για το τρομακτικό γεγονός της ύπαρξης, σήμερα, τώρα, των 27 περίπου εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο που είναι δούλοι, σκλάβοι κανονικοί, σύμφωνα με τον ΟΗΕ! Τουλάχιστον παλιότερα, όταν η δουλεία ήταν ένας θεσμός της κοινωνίας, τηρούνταν κάποια αρχεία: ήταν γνωστό, σε γενικές γραμμές, πόσοι ήταν οι δούλοι και ποιοι, εν αντιθέσει με τη σήμερον ημέρα, που κάποια από αυτά τα εκατομμύρια των σύγχρονων σκλάβων, κυρίως γυναίκες και παιδιά, ενδέχεται να κρατούνται στο διπλανό μας διαμέρισμα, διαλανθάνοντας της προηγμένης κοινωνίας μας, που έχει καταργήσει, υποτίθεται, τη δουλεία. Στην ουσία, από την αυγή της ανθρώπινης ιστορίας, ποτέ δεν σταμάτησε η υποδούλωση του ανθρώπου από έναν άλλο άνθρωπο.
Ακόμα λοιπόν και η ίδια η ιστορική και ετυμολογική εξέλιξη του όρου δουλεία είναι ενδεικτική. Η λέξη «δουλειά», δηλαδή το βιοποριστικό επάγγελμα που ασκεί κανείς, η εργασία που όλοι αγωνιζόμαστε να βρούμε και να διατηρήσουμε, αυτό που μας γλιτώνει από το να στεκόμαστε στην ουρά για το επίδομα ανεργίας, αυτή που δεν είναι ντροπή, η βάση όπου πολλοί στηρίζουν την ατομική τους αξιοπρέπεια και την ανεξαρτησία τους, οικονομική και κοινωνική, η δουλειά λοιπόν, η χειρωνακτική, η καλλιτεχνική, ή η επιστημονική, που μπορεί να μας γεμίζει, να αξιοποιεί τη δημιουργικότητα και τις δεξιότητές μας, και να είναι ακόμα και λειτούργημα και όχι απλώς μια έμμισθη απασχόληση, η δουλειά που ενίοτε είναι εντελώς βαρετή, απεχθής, κουραστική, επικίνδυνη, ανθυγιεινή, κακοπληρωμένη ή όλα αυτά μαζί, την οποία όμως κρατάμε με νύχια και με δόντια για τον μισθό, την ιατροφαρμακευτική κάλυψη και τα συνταξιοδοτικά ένσημα που μας παρέχει, αυτή η δουλειά λοιπόν, σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, είναι μια λέξη που δημιουργήθηκε τον Μεσαίωνα, προερχόμενη, φυσικά, από την αρχαία λέξη «δουλεία». Το Λεξικό λέει πως η σημασία «εργασία, απασχόληση» αποτελεί εξέλιξη της αρχικής σημασίας «κατάσταση του δούλου, σκλαβιά», εξαιτίας των καταναγκαστικών εργασιών με τις οποίες επιβαρυνόταν ο δούλος... Η βαριά, σκληρή εργασία που ήταν επιβαλλόμενη από άλλους βαθμηδόν πέρασε, διευκρινίζει το Λεξικό, στη γενική έννοια της εργασίας. Η δουλειά πάντως προέρχεται από την αρχαία λέξη δούλος (συνηρημένος τύπος του δο-ε-λος), που η ετυμολογία της είναι άγνωστη. Ο δούλος πιθανόν να είναι μια λέξη δανεική από την Καρία ή τη Λυδία, κάτι που δεν εκπλήσσει, όπως λέει το Λεξικό, αφού η δουλεία προέρχεται από την Εγγύς Ανατολή.
Απ’ όπου κι αν προέρχεται, γεγονός είναι πως δεν υπάρχει ούτε ένας αρχαίος λαός, ούτε ένας, που να μη χρησιμοποίησε την εργατική δύναμη των δούλων, εκτός από αυτήν των ζώων, για να ευημερήσει. Μοναδικά μνημεία, κοσμήματα του ανθρώπινου πολιτισμού, φτιάχτηκαν από αλυσοδεμένα χέρια, από στρατιές εξανδραποδισμένων ανθρώπων που οι ζωές τους και τα ονόματά τους σαρώθηκαν από τους ανέμους της Ιστορίας. Τον πλούτο που άρδευσε τόση τέχνη υψηλής ποιότητας, τόσο πολιτισμό, εξόρυξαν, συγκέντρωσαν και επεξεργάστηκαν από χέρια σκλάβων: πώς αντλούσαν οι Αθηναίοι το ασήμι τους ή οι Αιγύπτιοι το χρυσάφι τους, πώς προμηθεύονταν οι Βαβυλώνιοι, οι Εβραίοι, οι Κινέζοι, οι Ρωμαίοι, οι Αραβες, οι Αγγλοι, οι Ισπανοί, ή οι Αμερικανοί τα μέταλλα για τα όπλα και τα εργαλεία τους, το νήμα με το οποίο έφτιαχναν τα ρούχα τους ή τα μπαχαρικά που έβαζαν στο φαγητό τους;
Πώς σχηματίστηκαν οι τεράστιες περιουσίες των δουλεμπόρων; Ρητορικό το ερώτημα, όταν ένας Αφρικανός το 1750, εάν γλίτωνε από τους Πορτογάλους, πουλιόταν από τους ίδιους τους συμπατριώτες του σε Αραβες δουλεμπόρους για μια κούπα χρωματιστές γυάλινες χάντρες, για να καταλήξει, εάν βέβαια επιζούσε του φρικαλέου υπερπόντιου ταξιδιού με βρετανικό ή αμερικανικό δουλεμπορικό, στην αγορά της Λουιζιάνα των ΗΠΑ να πωλείται προς 120 δολάρια, όταν ένα καλό άλογο στοίχιζε τότε μόνο 50, κι ένας τόνος σανό μόνο 4 δολάρια...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου