Τρίτη 28 Ιουλίου 2020

Μαρία Σπανού, Η ακμή του αργαλειού στη νεότερη Ελλάδα, Εφ.Θεσσαλία, 26 Ιουλίου 2029


Η ακμή του αργαλειού στη νεότερη Ελλάδα

Έντυπη Έκδοση

Της Μαρίας Σπανού
Στην Ελλάδα κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, την εποχή δηλαδή που στις κοινότητες του εσωτερικού και του εξωτερικού ακμάζουν το εμπόριο, η αγροτική οικονομία, η βιοτεχνία και η ναυτιλία, ανθεί και η λαϊκή τέχνη σε πολλούς τομείς (αρχιτεκτονική, ζωγραφική, γλυπτική, αργυροχρυσοχοΐα, μεταλλοτεχνία, κεραμική, παραδοσιακές φορεσιές, κεντητική και υφαντική).
Τα υφαντικά έργα, αυθόρμητες δημιουργίες των ανθρώπινων χεριών, νυχθημερόν ανταποκρίνονται στο αίτημα της ένδυσης και του σπιτιού. Για δυο περίπου αιώνες, η ανθρώπινη καλαισθησία και δεξιοτεχνία πλουτίζει τη ζωή των ανθρώπων, προσφέροντας χαρά και ζωντάνια στην καθημερινότητά τους. Με την εκβιομηχάνιση, τα στοιχεία του λαϊκού πολιτισμού παραμένουν εντονότερα στους αγροτικούς ή ημιαστικούς πληθυσμούς, όπου οι αλλαγές εισχωρούν με καθυστέρηση απ’ ό,τι στα αστικά κέντρα. Έτσι, ο αργαλειός διατηρήθηκε ως η σημαντικότερη μηχανή για την οικιακή οικονομία σχεδόν σε όλη την Ελλάδα, έως τη δεκαετία του 1970. Στο μεταξύ, στα τέλη του 19ου – αρχές του 20ού αιώνα, όπου η γενική τάση ήταν εκσυγχρονισμός και ανανέωση, είχαν ιδρυθεί θεσμοί με στόχο τη διατήρηση του λαϊκού αυτού πολιτισμού, όπως το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδας (1882) με έμφαση στην ενδυματολογία και το πρώτο Λαογραφικό Μουσείο στην Ελλάδα (1918) με πρωτοβουλία του ποιητή Γεωργίου Δροσίνη και του αρχαιολόγου Κωνσταντίνου Κουρουνιώτη. Μεταξύ άλλων, ιδρύεται ο θεσμός του Λυκείου των Ελληνίδων (1911), το Μουσείο Μπενάκη (1930), το Μουσείο Ελληνικών Χειροτεχνημάτων (1918) – αργότερα «Εθνικόν Μουσείον Κοσμητικών Τεχνών», που το 1959 ονομάζεται «Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης», με πρώτη διευθύντρια την Πόπη Ζώρα. Στη συνέχεια, ιδρύονται και άλλα ιδρύματα, λαογραφικά μουσεία και συλλογές, που στις τελευταίες δεκαετίες αυξήθηκαν κατακόρυφα.
Στη λαϊκή τέχνη η υφαντική κατέχει περίοπτο θέση. Στην τέχνη του αργαλειού, όπως και στο κέντημα κυριαρχεί η φυσιοκρατική και αφηγηματική αντίληψη. Ο διάκοσμος ακολουθείται στα κάθε είδους μάλλινα χρηστικά και διακοσμητικά υφαντά (χράμια, κιλίμια, πατανίες, καρπέτες, βελέντζες, ανδρομίδες, καραμελωτά μάλλινα κλινοσκεπάσματα, ενδυμασίες, διακοσμητικά είδη κ.ά.). Στις φυτικές παραστάσεις κυριαρχούν ταινίες από τουλίπες, υάκινθοι, τριαντάφυλλα, γαρύφαλλα. Συνήθεις είναι οι συνθέσεις ανατολίζουσας παράδοσης σε συνδυασμό με ελληνικά σύμβολα από τις θρησκευτικές δοξασίες του ελληνικού λαού, όπως ο σταυρός, οι γοργόνες, το ανθρωποκέφαλο πουλί, ο δικέφαλος αετός κ.λπ. Επίσης, ιστορημένες σκηνές, αφηγηματικές παραστάσεις γάμου, σκηνές ευφρόσυνες, ανάμεσα από φυτικά ή ζωικά μοτίβα, αποτελούν πρωτότυπες διακοσμητικές συνθέσεις στα μαξιλάρια, τα τζακόπανα, τους κρεβατόγυρους, τα τραπεζομάντηλα, τους καναπεδόγυρους, τα κασελοσκεπάσματα, τις ποδιές και τις πάντες. Αρκετά συχνά εικονίζονται και ήρωες από τους αγώνες στην περίοδο της Τουρκοκρατίας ή του Βυζαντίου, άνθρωποι των θρύλων, άγιοι προστάτες, η βασιλική οικογένεια, η Ακρόπολη και πολύ συχνά η Αγια Σοφιά.
Αντίθετα, τα μάλλινα και βαμβακερά σκεπάσματα (χράμια, καρπέτες, μπατανίες, σεντόνια) κοσμούνται με επαναλαμβανόμενες αυστηρές ταινίες. Μεγάλες διαφορές εντοπίζονται στις νησιωτικές και τις ορεινές περιοχές με σαφή γνωρίσματα της γεωγραφικής ιδιομορφίας και της ιδιαιτερότητας των υλών. Χαρακτηριστικό αυτής της ποικιλομορφίας είναι η υφαντική της Θεσσαλίας, που την ίδια περίοδο γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση σε όλα σχεδόν τα διαμερίσματα. Τον χρωματικό κόσμο των θεσσαλικών υφαντών περιγράφει με ποιητική διάθεση, αλλά και στοχασμό, ο Κίτσος Μακρής. «Όπως αντικρύζεις από τα κορφοβούνια των θεσσαλικών βουνών τον καρπερό κάμπο της Θεσσαλίας, σου φαίνεται πως είναι στρωμένος μ’ ένα απέραντο υφαντό κιλίμι πάνω στο οποίο η Φύση κι ο Άνθρωπος ύφαναν λογής-λογής ξόμπλια. Χωράφια και μποστάνια, ποτάμια και ξεροτοπιές, σχηματίζουν γοητευτικούς χρωματικούς και σχεδιαστικούς συνδυασμούς, που καταλήγουν στα θυσανωτά κρόσσια των βουνοκορφών και των αιγαιοπελαγίτικων ακτών. Κι όταν περπατήσεις τον χώρο τούτο βλέπεις, πως όλη η κοινωνική και οικογενειακή ζωή των ανθρώπων του, είναι τυλιγμένη στη ζεστασιά του σπιτικού υφαντού. Στη γέννηση και στον θάνατο, στον γάμο και στο πανηγύρι, στη δουλειά και στην ξεκούραση, κάποιο υφαντό θα προσφέρει τη ζεστή μαλακότητα και το χρωματικό του χαμόγελο» (Μακρής Κ., Τα υφαντά της Θεσσαλίας, ΕΟΕΧ, Αθήνα 1961).
Σήμερα η υφαντική
Έως το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, η τέχνη του αργαλειού διδασκόταν από γενιά σε γενιά. Οι κοπέλες μάθαιναν την τέχνη του αργαλειού από τις παλιότερες. Οικονομικοί και κοινωνικοί λόγοι επέβαλαν αυτήν την «υποχρεωτική» εκπαίδευση, που εξυπηρετούσε και τις ανάγκες κοινωνικοποίησης των γυναικών. H δημοτική μας ποίηση αφιέρωσε πολλούς στίχους στην τέχνη του αργαλειού. Στις πρώτες δεκαετίες του β’ μισού του 20ού αιώνα, μετά την υποχώρηση της οικιακής οικοτεχνίας, η υφαντική μαραζώνει. Αναπτύσσεται η κλωστοϋφαντουργία που μαζί με την ταπητουργία και τη μεταξουργία αποτελούν έναν από τους παραδοσιακούς κλάδους της παραγωγικής οικονομίας της χώρας μας. Όμως το περιβάλλον δεν ήταν και ιδιαίτερα ευνοϊκό για την παραγωγική συνέχεια.
Οι μόνοι δημόσιοι υποστηρικτικοί οργανισμοί που μέσω της εκπαίδευσης συνέχισαν να παρέχουν δυνατότητες συνέχισης αυτής της τέχνης ήταν ο ΕΟΠ και ο ΕΟΜΜΕΧ. Στον ΕΟΠ μεταξύ των προνοιακών δομών που διατηρήθηκαν για παραπάνω από 40 χρόνια, σε 20 νομούς της χώρας λειτούργησαν Σχολές Ταπητουργίας και Κιλιμοποιίας, ως εκπαιδευτικές και παραγωγικές μονάδες. Ο ΕΟΜΜΕΧ επίσης, προσπαθώντας να κρατήσει ζωντανή την παράδοση της ταπητουργικής τέχνης, διατήρησε σε ακριτικές, ορεινές και νησιώτικες περιοχές της χώρας ταπητουργικά εργαστήρια με 300 περίπου υφάντριες, σχολές που έκλεισαν προ πολλού. Μεγάλο μέρος από τις αγρότισσες υφάντριες έμειναν άνεργες. Οι αργαλειοί απέμειναν ως εκθέματα λαογραφικών συλλογών και απομεινάρια του παρελθόντος.
Σήμερα η εκπαίδευση της υφαντικής στον τόπο μας φθίνει. Υπάρχουν βέβαια αξιόλογες ιδιωτικές πρωτοβουλίες, αλλά δεν φθάνουν. Πρέπει να υπάρξει η πολιτική. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει εξειδικευμένο πανεπιστημιακό τμήμα ΑΕΙ. Για να σπουδάσει κάποιος υφαντική πρέπει να πάει στο εξωτερικό. Η μόνη σχετική με την υφαντική εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι το Τμήμα Κλωστοϋφαντουργών Μηχανικών Τ.Ε. Πειραιά και το ΤΕΙ Θεσσαλονίκης-Παράρτημα Κιλκίς «Τμήμα Σχεδιασμού & Παραγωγής Ενδυμάτων». Ίσως θα πρέπει να αναζητηθεί η ίδρυση μιας πανεπιστημιακής σχολής με τμήματα υφαντικής και συγγενικών με αυτή πεδία. Η ελληνική υφαντική είναι κομμάτι της εθνικής μας κληρονομιάς και μπορεί – και πρέπει – να αποτελέσει για τους νέους μελετητές – σχεδιαστές του υφάσματος μια ουσιαστική πηγή έμπνευσης, για σύγχρονες πρωτοποριακές δημιουργίες σχεδιασμού.
Σήμερα είναι αδιαμφισβήτητο ότι η μυστηριακή έλξη της υφαντικής σε χειροποίητους αργαλειούς εξακολουθεί ν’ αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού από μεγάλο αριθμό ευαισθητοποιημένων πολιτών, ανά την υφήλιο. Στην Ελλάδα, όσο υπάρχει ακόμη η αγάπη προς τη διαχρονική αυτή τέχνη, το ενδιαφέρον των ανθρώπων διατηρείται ζωντανό.
Η από δωδεκαετίας αναβίωση του εργαστηριού των αργαλειών, που είχαν την αφετηρία τους το 1948, μαζί με τις άλλες παραδοσιακές τέχνες που διδάσκονται στο Λύκειον των Ελληνίδων Βόλου (κέντημα, πλεκτική, ραπτική) από την ίδρυσή του, εντάσσεται στην τάση αυτή. Είναι αλήθεια ότι οι συγκυρίες δυσκολεύουν τη λειτουργία τέτοιων δομών. Παρόλα αυτά το Λ.Ε.Β. με τις ελάχιστες δυνάμεις του αντιστέκεται, επιμένοντας στη διατήρησή τους. Έτσι, στην καρδιά της πόλης (Δον Δαλεζίου. Ρ. Φεραίου) χτυπούν οι έντεκα αργαλειοί του. Μια πρόταση-πρόκληση που απευθύνεται σε νέους, αλλά και μεγαλύτερους στην ηλικία, άνδρες και γυναίκες που επιλέγουν να ανατρέξουν στις ρίζες τους και να δώσουν ξανά «ζωή» στη μητέρα των τεχνών. Παράλληλα στον ίδιο χώρο, μέσω του νέου εκπαιδευτικού προγράμματος, με τίτλο «κλώθοντας… και υφαίνοντας» το Λ.Ε.Β. απευθύνεται στους μαθητές της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με στόχο τα παιδιά ν’ αγαπήσουν τον αργαλειό, τα χρώματα, τα νήματα, την τέχνη αυτή καθ’ αυτή. Η ευαισθητοποίηση στις παραδοσιακές τέχνες που διδάσκονται γίνεται και μέσω συναφών εκπαιδευτικών μέσων, που επικεντρώνονται και σε άλλες πληθυσμιακές ομάδες.
Κοντολογίς, η ιστορία του πολιτισμού μας είναι συνυφασμένη με το ύφασμα και την ενδυμασία. Ο Γκαίτε είπε ότι η υφαντική ξεχωρίζει τον άνθρωπο από το ζώο. Ο αγώνας της διατήρησής της μπορεί να δοθεί μόνο μέσω της εκπαίδευσης, ως ένα δημιουργικό μάθημα ζωής με απώτερο στόχο την επαφή των νέων γενεών με μία τέχνη, που απειλείται από αφανισμό. Και εμείς που καταπιανόμαστε με τον λαϊκό πολιτισμό έχουμε υποχρέωση να κρατήσουμε την απαξιωμένη από τους επίσημους θεσμούς αυτή τέχνη. Και αναθαρρούμε όταν βλέπουμε ευοίωνα σημάδια. Πρωτοβουλίες που βάζουν ξανά στο επίκεντρο το στοίχημα της επανεκκίνησης της ελληνικής χειροτεχνίας στο σύνολό της. Η παρουσίαση της ατζέντας που έχει καταρτίσει η νεοσυσταθείσα Εθνική Επιτροπή Χειροτεχνίας με πρόεδρό της τη συμπατριώτισσά μας, δρ Αικατερίνη Πολυμέρου – Καμηλάκη και τέως διευθύντρια του Κέντρου Έρευνας της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, πολλά υπόσχεται. Μακάρι η υφαντική και οι εφαρμοσμένες τέχνες, όπως ανακοινώθηκε, να μπουν στα ελληνικά πανεπιστήμια. Μακάρι η επανάκαμψη της λαϊκής τέχνης, η οποία μπορεί να γίνει επαναστατική και να προκαλέσει όχι μόνο μεταμορφώσεις στον δημόσιο χώρο, αλλά και ανάπτυξη, να κερδηθεί. Το έδαφος ως προς το συλλογικό ενδιαφέρον και τα νέα τεχνολογικά μέσα είναι πρόσφορο.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου