Του έδωσε τα
παπούτσια στο χέρι, είναι μια γνωστή έκφραση. Που μπορεί να υποδηλώνει
γενναιότητα. Κάποιος/α προκαλεί ρήξη στην ανισομερή προσωπική σχέση με άλλον. Η
κλεψύδρα της υπομονής άδειασε, οπότε τα παπούτσια παραμάσχαλα και η προτροπή
για άλλες ατραπούς. Χωρίζουν οι κοινές διαδρομές.
Η παροιμιακή φράση ενίοτε διατυπώνεται με διαφορετικό τρόπο. Σε
γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια. Η φράση αυτή, που μπορεί να αποκτήσει
ποικιλία μορφών, εμπεριέχει απαξίωση. Εκφέρεται από τον δράστη της απαξιωτικής
πράξης ή από τρίτο πρόσωπο ως αξιολόγηση μιας συμπεριφοράς. Συνιστά είδος
αντίστασης σε οποιαδήποτε εξουσία. Είναι ένα είδος στάσης που υπονομεύει την
αξιοπιστία των λόγων και των πράξεων του προσώπου προς το οποίο απευθύνεται.
Τα παπούτσια λοιπόν έχουν τη δική τους θέση στις σχέσεις των ανθρώπων. Στις
πολιτισμικές συμπεριφορές. Μπορεί να είναι τα υλικά αντικείμενα μιας μνήμης
ατομικής. Σαν εκείνα τα παπούτσια που πετάχτηκαν σε κάποια αποθήκη, κρεμασμένα
σε νάιλον σακούλα. Που υπομένουν καρτερικά την απόσυρση. Και έρχεται η ώρα που
το ξεκαθάρισμα στην αποθήκη γίνεται αφορμή να μιλήσουν τα αντικείμενα. Να
θυμίσουν παλιές σχέσεις. Αγωνίες, βιασύνες να προλάβουν να είναι στην ώρα τους
στη δουλειά· ένα απ’ αυτά θυμάται που έσπασε το λεπτό και ψηλό τακούνι του σε
μια σχάρα υπονόμου. Από μια άλλη σακούλα ακούγεται η γερασμένη φωνή ενός
ζευγαριού. Το παίρνει στα χέρια, το χαϊδεύει με τρυφερότητα. Εχουν σκεβρώσει,
τα φορούσε συνέχεια. Ανοιξαν, το φάγωμα έφτασε στον πάτο, μονοφόρι ήταν, θυμάται
τις δυσκολίες των πρώτων καιρών, το δεύτερο ζευγάρι ήταν πολυτέλεια.
Μπορεί όμως τα παπούτσια να είναι ο άφωνος μάρτυρας ιστορικών
περιπετειών. Σαν τα παπούτσια που ξαφνιάζουν στην όχθη του Δούναβη στη
Βουδαπέστη. Που ιστορούν τα πάθη των Εβραίων και τη ναζιστική αγριότητα που
τους πέταξε στο ποτάμι. Κι έμεναν τα παπούτσια, μικρά, στενά, με τακουνάκι, να
θρηνούν για τον χαμό αυτών που τα φορούσαν. Είναι αυτά τα παπούτσια που
σιγοψιθυρίζουν στους ανήξερους διαβάτες όσα συνέβησαν.
Τα παπούτσια μπορούν να μιλήσουν με τον δικό τους τρόπο για το
παρελθόν. Το εξιστορεί ο Στίαν Μπρούμαρκ στο βιβλίο του («Επαναπατρισμοί»,
Εστία). Γέμισε με παλιά παπούτσια το κέντρο της Κωνσταντινούπολης. Στα γεγονότα
του 1954. Εκατοντάδες ζευγάρια στους δρόμους. Παπούτσια που μαρτυρούσαν για τη
φτώχεια όσων τα φορούσαν. Εγιναν κι αυτά μάρτυρες της βίας και της καταστροφής.
Τα παπούτσια των Ρωμιών έγιναν λάφυρο όσων υπάκουσαν στις άναρθρες κραυγές των
εμπνευστών εκείνων των γεγονότων.
Στα χρόνια που πέρασαν τα παπούτσια έχασαν τη διαρκή σχέση με
τον/την κάτοχο. Εγιναν ένα ζευγάρι στην παπουτσοθήκη. Χάθηκε η προσωπική σχέση.
Ομως, δεν απώλεσαν την παροιμιακή τους δύναμη. Να δοθούν τα παπούτσια στο χέρι
σε όσους προκάλεσαν απογοήτευση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου