Σάββατο 16 Οκτωβρίου 2010

Η κίτρινη ομπρέλα, Μυθιστόρημα, Εκδόσεις Μεταίχμιο - 2007

Ή υπόθεση του μυθιστορήματος

Μια ετερόκλητη ανδρική παρέα συναντιέται κάθε Σάββατο κάπου στο κέντρο της Αθήνας. Μαζεύονται με σκοπό να συζητήσουν και ν' ανταλλάξουν εμπειρίες και ιστορίες, δικές τους ή άλλων. Τι τους οδηγεί σ' αυτές τις ατέρμονες συζητήσεις; Η ανάγκη τους για επικοινωνία μέσα στην πολύβουη και αφιλόξενη πόλη που τους συνθλίβει; Αν και όλα παρουσιάζονται αρμονικά, δεν θα αργήσουν να φανούν οι διαφορές τους και θα οδηγηθούν σε συγκρούσεις ανελέητες και ακραίες, που θα αποκαλύψουν ότι πίσω από τη μάσκα των μοναχικών ανθρώπων δεν κρύβονται παρά άτομα που διψούν για επιβεβαίωση, εξουσία, χρήμα, ισχύ.

ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ:
Το μυθιστόρημα ήταν στην μικρή λίστα του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ, υποψήφιο για το βραβείο μυθιστορήματος 2008:

ΜΙΚΡΗ ΛΙΣΤΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ
Βασίλης Αλεξάκης, "μ.Χ.", εκδόσεις Εξάντας
Βαγγέλης Αυδίκος, "Η κίτρινη ομπρέλα", εκδόσεις Μεταίχμιο
Νένη Ευθυμιάδη, "Ο γιος του Μπίλυ Μπλου", εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα
Τάκης Θεοδωρόπουλος, "Το αριστερό χέρι της Αφροδίτης", εκδόσεις Ωκεανίδα
Δημήτρης Καπετανάκης, "Η συμμορία της συγκίνησης", εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Ανδρέας Μήτσου, "Ο κύριος Επισκοπάκης: η εξομολόγηση ενός δειλού", εκδόσεις Καστανιώτη
Μάριος Μιχαηλίδης, "Ο Οστεοφύλαξ", εκδόσεις Μεταίχμιο
Ιωάννα Μπουραζοπούλου, "Τι είδε η γυναίκα του Λωτ;", εκδόσεις Καστανιώτη
Γιώργος Παναγιωτίδης, "Ερώτων και αοράτων", εκδόσεις Γαβριηλίδης
Δημήτρης Σωτάκης, "Ο άνθρωπος καλαμπόκι", εκδόσεις Κέδρος


ΚΡΙΤΙΚΕΣ

1)Ελένη Σκάβδη,http://asimokapnismeni.blogspot.com

30 Apr 2008
«Η Κίτρινη Ομπρέλα», του Βαγγέλη Αυδίκου
Τον Ευάγγελο Αυδίκο το κοινό της Θράκης τον γνωρίζει, από τη θητεία του στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο επί 8 έτη. Γεννημένος στην Πρέβεζα το 1951, με πτυχίο του κλασικού τμήματος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, υπηρέτησε επί μακρόν στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ως φιλόλογος. Το 1992 εκλέχτηκε στο Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών του Δημοκρίτειου όπου παρέμεινε ως το Σεπτέμβριο του 2000, οπότε και ανέλαβε υπηρεσία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ως Καθηγητής Λαογραφίας. Σήμερα είναι πρόεδρος του τμήματος Ιστορίας Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Θεσσαλικού Πανεπιστημίου και τα τελευταία χρόνια παράλληλα με την ακαδημαϊκή του καριέρα συγγράφει λογοτεχνία. Πρώτη προσπάθειά του η συλλογή διηγημάτων «Με το βλέμμα στον τοίχο με την μπατανία», 2001, εκδ. Ελληνικά Γράμματα. Ακολούθησε το μυθιστόρημα «Ο δικός μου Θεός», 2004, εκδ. Ταξιδευτής, και το 2007 το τελευταίο του μυθιστόρημα «Η κίτρινη Ομπρέλα», εκδ. Μεταίχμιο.
Τον Μάιο του 2007 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Οδυσσέας το βιβλίο «Η Θράκη και οι άλλοι». Ένα βιβλίο για τη Θράκη, τους ανθρώπους και τους πολιτισμούς της.
Υπενθυμίζουμε επίσης τους τίτλους «Χάλασε το χωριό μας, χάλασε», και «Από τη Μαρίτσα στον Έβρο» εκδόσεις του Πολύκεντρου του Δήμου τυχερού.
Την «Κίτρινη Ομπρέλα» παρουσιάσαμε το περασμένο Σάββατο στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Αμαλιάδας, παρουσία του συγγραφέα. Ομιλητές η υπογράφουσα και ο Κώστας Τζαβάρας-προσωπικός φίλος του συγγραφέα- βουλευτής Ηλείας της Ν.Δ.
Τα ενδιαφέροντα για το μυθιστόρημα του Ε.Αυδίκου ήρθαν σήμερα το μεσημέρι… Αφού ο τίτλος του περιλαμβάνεται στη sort list των υποψηφιοτήτων για τα βραβεία μυθιστορήματος του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ για το 2008.
Φιλοξενούμε σήμερα με αφορμή όλα τα παραπάνω μια εκτεταμένη παρουσίαση της «Κίτρινης Ομπρέλας», που αποτελεί και τη συμβολή μου στην εκδήλωση της Αμαλιάδας…



Η κίτρινη ομπρέλα
Μία αντροπαρέα, στο κέντρο της Αθήνας. Παρέα που σχηματίσθηκε από τυχαίες συναντήσεις στα καθημερινά της μεγάλης πόλης, με τον κατακερματισμό που τη συνέχει…Εκεί που οι άνθρωποι συναντιούνται απρόσωπα… στο χάος των 4.000.000 πολιτών…
Οι άνθρωποι εκεί, συνομιλούν μονάχα με τον περιπτερά, τον κουρέα, τους συναδέλφους τους στον στενό εργασιακό χώρο, και τους εξαρτημένους αυτόν, ίσως και με το έτερον ήμισυ, και σπανίως ή τυχαία με κάποιον φίλο από τα παιδικά χρόνια…
Η παρέα έχει συμφωνήσει να συναντιέται σε καφενείο του Κολωνακίου κάθε Σάββατο για να ανταλλάσσει ιστορίες.
Καθώς «όλοι ζούμε με δανεικές ιστορίες», όπως υποστηρίζει ο Ε.Α, η συνοχή της ομάδας δοκιμάζεται στην άμυλα της αφήγησης. Ποιος θα πει την πιο ενδιαφέρουσα –πιπεράτη- ελκυστική ιστορία…
Της παρέας ηγείται ένας Αρχηγός, δημοσιογράφος γύρω στα 50, άρτι διαζευγμένος…Δίπλα ο Εισαγγελέας, που επιδίδεται σε αφηγήσεις του δικαστικού ρεπορτάζ, ένας καφετζής από την Κρήτη, ο Μιχάλης , που μεταφέρει στην παρέα ό,τι συναντά στο πολυσύχναστο καφενείο που διατηρεί στο ΚΤΕΛ Κηφισού. Μαζί και ο Σωτήρης, ο Περιπτεράς, σε κάποια γωνία του Κολωνακίου, που τον έφερε στην παρέα ο Εισαγγελέας. Ένας κουρέας με στριφτό μουστάκι από τη Φλώρινα, ο Κλαψομανουράκιας-δημοσιογράφος τηλεοπτικής εκπομπής γύρω στα 35, ο Παρδαλός, Τζόρζ ή Ζορζέτα, που τον έφερε στην παρέα ο καφετζής και ένας πενηντάρης επίσης χωρισμένος συγγραφέας best-seller σε κάμψη όμως τα τελευταία χρόνια που δεν μπορεί να γράψει και ψάχνει εναγωνίως να βρει θέματα.
Το σκηνικό του μυθιστορήματος στήνεται σχεδόν τηλεοπτικά. Ένα τραπέζι και γύρω του οι «συνδιηγητές»-όρος του Αυδίκου-καθώς αυτό που συνέχει τους ομοτράπεζους δεν είναι τίποτα άλλο παρά οι ιστορίες. Το story όπως λέγεται τηλεοπτικά, ένα story με ήρωες οποιουσδήποτε εκτός παρέας, που για να πάρει «καλό βαθμό» οφείλει να έχει σασπένς, πρωτοτυπία, σεξ, περιθώριο, βία. Για την τήρηση των κανόνων της συνδιήγησης φροντίζει με αυστηρότητα ο αρχηγός. Έπεται το ξετύλιγμα των σεναρίων που αφορούν τις περιπέτειες κάποιων δεύτερων ηρώων, ανάμεσά τους και ξεχωριστές γυναίκες, η Κάθριν, η Ιρένε, η Λειλά, ή Σούζυ, η πολυπρόσωπη Καλλιόπη, η Κωνσταντίνα. Ήρωες ενταγμένοι στο σύστημα από τη μια, με τον κυνισμό που αυτό απαιτεί για την διάσωσή τους και από την άλλη οι κρυμμένοι στο περιθώριο, ένα μοναδικό περιθώριο. Όλοι βγαλμένοι κατευθείαν από το background της μεγαλούπολης. Επτά συνολικά τα κεφάλαια-ιστορίες που αφηγείται ο συγγραφέας ετεροβαρείς και ετερόκλητες θα έλεγα, με ένα βασικό στοιχείο να τις συνέχει. Τους ρόλους που έχουν ανατεθεί στα πρόσωπα, για να υπηρετήσουν την τάξη των πραγμάτων…

Οι δεύτεροι αυτοί ήρωες του συγγραφέα παρεισφρέουν στην παρέα ως συνοδοί του συστήματος που οργανώνουν οι καφενόβιοι του Σαββάτου, πάνω από όλα όμως σαν αντίγραφο της ζωής που ζουν, του τρόπου που ξέρουν να ζουν, το μοντέλο που αποδέχονται ως θεατές και μαζί ως συνένοχοι μετέχοντες.
Και δω υπάρχει ένα σημαντικό εύρημα του Αυδίκου, που δένει την αφήγηση, κατά την άποψή μου, με το ιδεολόγημά του. Ο συγγραφέας-ήρωας-της παρέας αφηγείται ιστορίες με πρόσωπα άγνωστα στους συνδιηγητές. Όσο προχωρά όμως αποκαλύπτονται πολλά. Κυρίως όμως αποκαλύπτεται ότι οι πρωταγωνιστές των ωραίων ιστοριών του είναι και οι ομοτράπεζοί του, τα μέλη δηλαδή της παρέας. Κάποτε ο αρχηγός, ο δημοσιογράφος δηλαδή, ο υποταγμένος, κι αυτός και η γραφή του και οι ιδέες του, στις εντολές του εκδότη, άλλοτε ο καθωσπρέπει εισαγγελέας, μπλεγμένος σε μία γαργαλιστική ιστορία με τρελούς έρωτες και άφθονο σεξισμό, μετά ο Παρδαλός που διάγει βίον έκκλητον στο περιθώριο της Συγγρού.

Τι ακριβώς υπονοεί ο Αυδίκος; Νομίζω ότι θέλει να μας πει με καθαρό τρόπο, πως όσο και αν βγάλουμε την ουρά μας έξω από τις ιστορίες άλλων, είμαστε εντός, όχι ως guest αλλά και επί της ουσίας. Όσο και να βολευόμαστε με τον εγωκεντρισμό του παρόντος, μετέχουμε δρωμένων που τα θεωρούμε πάθη των άλλων. Γιατί αυτό που ορίζουμε πάντα ως κοινωνία, συνέχεται μέσω του συλλογικού εγώ παρά τον κατακερματισμό και την απομόνωση.
Από την άλλη, το ζήτημα αξιολόγησης της κάθε ιστορίας, από τους ακροατές της παρέας ανοίγει το δεύτερο πεδίο ανάγνωσης του μυθιστορήματος, που αποκαλύπτεται σιγά-σιγά, καθώς αρτιώνεται η αφήγηση. Τα κριτήρια για την ελκυστικότητα των ιστοριών επαφύονται στις αισθητικές αξίες των μετεχόντων, στο σύστημα ιδεών που κυριαρχεί στην τηλεοπτική μας «δημοκρατία» αλλά και με βάση τα δεδομένα της σωρηδόν παραγόμενης λογοτεχνίας του παρόντος… Οι πρόδηλες πολιτικές νύξεις του Αυδίκου, για το εποικοδόμημα, θα έλεγα το σύστημα πολιτικών και πολιτιστικών αξιών που κυριαρχεί, μας παραθέτουν αυτό που ακριβώς πλείστοι Έλληνες πολίτες διαγιγνώσκουν αλλά … δεν ομολογούν…Απλά αφήνονται-αφηνόμαστε να μας παρασύρει…Βράζουμε στο ίδιο καζάνι που τα τελευταία χρόνια έχει πια και ένα κλείστρο στην κορυφή του.

Όλα αυτά, μέσα από τον λόγο του κεντρικού ήρωα του μυθιστορήματος του 50άρη συγγραφέα που ξεκινά με τα παθήματα του ρόλου του ως υπηρέτη του λόγου και της γραφής, που ψάχνει εναγωνίως υλικό καθώς έχει αναλάβει υποχρέωση να ολοκληρώσει σύντομα ένα μυθιστόρημα. Μέσα στην ιστορία του εμπλέκεται όλο το σύστημα και οι μηχανισμοί που παράγουν σήμερα πολιτισμό και ταυτόχρονα πολιτική. Διανοητές και δημοσιογραφία, ΜΜΕ, δικαστική εξουσία, περιθώριο, ομοφυλοφιλία, ρατσισμός, μετανάστες, περιβάλλον, η ελληνική επαρχία, ο έρωτας, η μοναξιά των ανθρώπων της μεγαλούπολης, η επικοινωνία εν πολλοίς, οι «έξω ιστορίες» και οι «μέσα ιστορίες», των ανθρώπων.
Μέσα από όλα αυτά ο Αυδίκος βασανίζεται και μας βασανίζει για το ρόλο της λογοτεχνίας σήμερα, και της λογοτεχνικής παραγωγής εν τέλει. Τι έχουμε να πούμε για όλα αυτά ως αναγνώστες;
Σήμερα που όλοι γράφουν, οι περισσότεροι αντιγράφουν θα έλεγα, τα πράγματα μας φέρνουν αντιμέτωπους με τη νέα πραγματικότητα, την εικονική. Μύθοι ξετυλίγονται με την τεχνική του ξεπέτα . Ο ένας κλέβει τις ιστορίες του άλλου, οι γραφές παράγονται κατά κόρον στην Μεγαλούπολη, που μοιάζει να έχει στερέψει από αληθινές ιστορίες, αναπαράγοντας την αισθητική των σχέσεων που αυτή δημιούργησε. Ποιος είναι λοιπόν ο ρόλος του Λογοτέχνη σήμερα;
Κατ’ αρχήν θα έλεγα ότι δικαιούται να ζήσει αλλιώς, να πει ότι η ζωή είναι αλλιώς, για να αποκτήσει πάλι βλέμμα, ακοή, αφή, μυρωδιές. Με αυτά τα αισθητήρια μπορεί ξανά να βουτήξει στο πέλαγος της αφήγησης.
Της αφήγησης που σήμερα δοκιμάζεται δραματικά, καθώς μάθαμε να ακούμε από την οθόνη μονοσήμαντα, που αναπαράγει τοπία χωρίς μυρωδιές, αγγίγματα, γεύσεις…
Και ο Αυδίκος εν τέλει μας λυτρώνει καθώς ο ήρωας του, ο συγγραφέας αποχωρεί από την παρέα, έχοντας αποκαλύψει με την ιστορία του, τους ρόλους των συνενόχων στο σύστημα, την παρέα … του Κολωνακίου.
Ο παρακμιακός συγγραφέας, που λέει ως εδώ…και φεύγει με την αγαπημένη του από το καφενείο, αφήνοντας πίσω την εικονική συντροφιά αλλά και τους ήρωες της αφήγησής του, που εμφανίζονται μαυροντυμένοι στο καφενείο σαν «από μηχανής θεοί» πάνω από το τραπέζι των συνδιηγητών.
Ως κατακλείδα θα χρησιμοποιήσω παράγραφο από μια κριτική προσέγγιση που βρήκα για το μυθιστόρημα σε blog στο διαδίκτυο., στις «ιχνηλασίες».

«Η επιλογή του Αυδίκου αποτελεί απάντηση στο κεντρικό ερώτημα. Και δεν αφορά μόνο τον ίδιο το Συγγραφέα. Αφορά όσους εμπλεκόμαστε ως αναγνώστες ή συγγραφείς με τη λογοτεχνία. Εν ολίγοις: ο κόσμος της λογοτεχνίας θα διατηρείται ψευδαισθησιακός, θα συνεχίζει να αυτοευνουχίζεται και να αυτοχειριάζεται, θα επιμένει να αναπαράγει τα αδιέξοδα στα οποία υποτίθεται ότι δίνει λύση, όσο παραμένει περίκλειστος στον εαυτό του, όσο αρνείται να γονιμοποιηθεί από την αληθινή ζωή, όσο συμβιβάζεται μ’ ό,τι αρνείται την αληθινή ζωή.
Η αξία του βιβλίου του Αυδίκου έγκειται στο ότι έθιξε το πρόβλημα της σημερινής λογοτεχνίας χωρίς περιστροφές….επιχείρησε να δώσει απαντήσεις. Και το πιο σημαντικό είναι ότι οι απαντήσεις αυτές περιέχουν αλήθειες που θα έπρεπε να ειπωθούν. Και καλώς ειπώθηκαν.»
Ελ.Σκάβδη

2)Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, http://ixnilasies.blogspot.com

Κυριακή, 30 Μαρτίου 2008
"Η κίτρινη ομπρέλα", Βαγγέλης Αυδίκος, μυθιστόρημα, Μεταίχμιο 2007, σελ. 234

Από πού αναβλύζει η λογοτεχνική γραφή και από ποια αδιόρατη ανάγκη τροφοδοτείται ο πίδακάς της; Πώς οργανώνεται η κοίτη και τι είναι αυτό που ορίζει την κατεύθυνση του χειμάρρου της; Πώς μπορείς να βουτάς στα ολοκάθαρα νερά της και την ίδια στιγμή να ρίχνεις πετονιά από την όχθη στα πλούσια αλιεύματά της;
Ρομαντικές φαντασιοκοπίες, θα έλεγε ο Αυδίκος. Λογοτεχνικές ομφαλοσκοπήσεις όσων ζουν από, μέσα και για τη λογοτεχνία και λησμονούν ότι δεν είναι η ζωή που ζει από, μέσα και για τη λογοτεχνία αλλά η λογοτεχνία που ζει από, μέσα και για τη ζωή. Ή τουλάχιστον θα έπρεπε να ζει. Έστω και αν τις πιο πολλές φορές αυτό δε συμβαίνει. Το γιατί αποτελεί το κεντρικό ερώτημα που απασχολεί το συγγραφέα του μυθιστορήματος «Η κίτρινη Ομπρέλα».
Τι φταίει λοιπόν;
Μήπως η ωραιοπάθεια της γραφής και ο υφέρπων ναρκισσισμός της; Μήπως πάλι η εξ ανάγκης απόσταση από τα πράγματα με το άλλοθι της πρισματικής θέασής τους; Μήπως τέλος πάντων η θεόπνευστη αλαζονεία της εκ του μηδενός αναδημιουργίας του κόσμου; Πιθανώς να ’ναι κι έτσι. Απ’ την άλλη όμως δεν είναι δυνατόν να ’ναι μόνο έτσι. Γιατί τέτοιες λογοτεχνικές γητειές υπήρχαν πάντα, αλλά η λογοτεχνική μαγγανεία σήμερα μόνο γίνεται πια κανόνας.
Το ερώτημα συνεπώς παραμένει.
Κεντρικό πρόσωπο της πολυφωνικής αφήγησης του Αυδίκου είναι ο Συγγραφέας. Φτασμένος πεζογράφος, με μια φήμη την οποία καλείται να διαχειριστεί, με έναν εκδότη τον οποίο οφείλει να ευχαριστεί και με ένα συμβόλαιο το οποίο δεσμεύεται να εκτελέσει. Βαρύ φορτίο τελικά η επιτυχία. Πολύ βαρύ. Πέφτει απάνω του και τον πλακώνει. Λέξη δεν μπορεί να σταυρώσει. Λευκή σελίδα, άγραφη, παραμένουν οι γραφές του. Τον πιάνει ο πανικός. Αναζητεί την έμπνευση στις ερωτικές εμπειρίες μιας φίλης του, υποδύεται τον υποψήφιο γαμπρό σε ένα γραφείο συνοικεσίων, γίνεται συνεργάτης μιας κουτσομπολίστικης τηλεοπτικής εκπομπής. Πουθενά όμως δε βρίσκει την ιστορία που θα τον απογειώσει. Στο τέλος καταλήγει στην παρέα.
Η παρέα είναι ένα ετερόκλητο σύνολο ανθρώπων, αντιπροσωπευτικό της ελληνικής κοινωνίας (ο καταξιωμένος δημοσιογράφος, ο εισαγγελέας, ο φέρελπις τηλεπαρουσιαστής, ο Κρητικός καφετζής, ο περιπτεράς, ο εκδιδόμενος της Συγγρού) με ένα και μόνο ενοποιό στοιχείο: την ανάγκη της προφορικής αφήγησης. Μιας αφήγησης που αποπνέει την αύρα άλλων εποχών, ανακαλεί τις ιστορίες της γιαγιάς, θυμίζει το παρακάθι των Ποντίων, ανασύρει το κουτσομπολιό του χωριού και αναβιώνει την ατμόσφαιρα του ελληνικού καφενείου. Θα μπορούσε λοιπόν και να μοιάζει με ένα ιδιότυπο αντάρτικο λόγου στη μιλημένη σιωπή της σημερινής επικοινωνίας, στις μεταλλαγμένες αφηγήσεις των μεσημεριανών εκπομπών, στην ασθματική διεκπεραίωση της τηλεφωνικής κλήσης. Μια γλωσσική χειρονομία ανθρωπιάς και αλληλεγγύης, μορφή άμυνας κι αυτή απέναντι στη μοναξιά.
Και πράγματι τέτοια είναι η αρχική αίσθησή της: πρόσωπα διαφορετικής κοινωνικής τάξης, επαγγελματικής ιδιότητας, γεωγραφικής προέλευσης, μορφωτικού επιπέδου συγκεντρώνονται σε καθιερωμένη σαββατιάτικη σύναξη μόνο και μόνο για την ανάγκη της αφήγησης. Παραπέμπει στην ψυχαναλυτική συνεδρία ο χαρακτήρας της αφήγησης αυτής, μόνο που ελλείψει προσωπικού υλικού προς ανακοίνωση ασκείται μέσα από τις δάνειες ιστορίες της ζωής των άλλων, αλλά ακόμη και έτσι προσφέρει την ανακουφιστική εμπειρία του λόγου, δημιουργεί την εντύπωση μιας επικοινωνίας, συγκροτεί το τυχαίο σύνολο σε οργανωμένη ομάδα.
Γρήγορα όμως αποκαλύπτεται η αλήθεια. Η κοινωνική πραγματικότητα αρδεύει από τις εναλλακτικές νησίδες κάθε στοιχείο διαφορετικότητας, κάθε διάθεση πειραματισμού, κάθε προσπάθεια αντίστασης για να αφήσει πίσω της έρημες βραχονησίδες. Κυρίως γιατί όσοι παίρνουν μέρος στο εγχείρημα της οργάνωσής τους δεν παύουν να είναι κοινωνικά διαμορφωμένα πρόσωπα, που φέρουν κοινωνικά διαμορφωμένες ιδεολογίες, σχέσεις, ιδιότητες, εμμονές, άρα κουβαλούν μαζί τους ό,τι υποτίθεται ότι θέλουν να αποφύγουν.
Στην περίπτωση λοιπόν της σαββατιάτικης παρέας του Αυδίκου η αυταξία της αφηγημένης ιστορίας παράγει υπεραξία που ανάλογα με τη διατίμησή της μεταφράζεται σε ανώτερη, στάσιμη ή κατώτερη θέση στην ιεραρχία της ομάδας. Υπάρχει ο Αρχηγός, το αντίπαλο δέος, οι υπόγειες συμμαχίες, τα χτυπήματα κάτω από τη μέση. Οι σχέσεις διατηρούνται τυπικές, ψυχρές, ανταγωνιστικές. Η συγκρότηση της παρέας αποδεικνύεται λόγος για την εκφορά της αφήγησης και όχι σκοπός της. Η μοναξιά που υπάρχει πριν από τη σύναξη, συνεχίζει να υπάρχει και μετά την ολοκλήρωσή της. Ακόμη χειρότερα, ενυπάρχει και εντός της αφήγησης, αποκαλύπτεται στο δάνειο υλικό της, καταφαίνεται στον τρόπο συλλογής του.
Παράξενο στα αλήθεια. Γιατί αν πέρα απ’ την όποια αισθητική τέρψη, έχει κάθε λογής αφήγηση μια υπαρξιακή αξία αυτή αφορά τη δυνατότητα μέθεξης του εγώ στο εσύ μέσα από χαραματιές νέας οπτικής, βίωσης, εμπειρίας και ζωής. Το είπε και ο Ουμπέρτο Έκο: μέσα από την αφήγηση ζούμε περισσότερο, γιατί ζούμε τις ζωές των άλλων, τις ζωές που δε θα μπορούσαμε οι ίδιοι να ζήσουμε. Αυτό εξάλλου δεν κάνει και η λογοτεχνία; Ή τουλάχιστον αυτό θα έπρεπε να κάνει. Το σίγουρο όμως είναι ότι κάτι τέτοιο εδώ δε συμβαίνει. Η αφήγηση της ζωής των άλλων φτωχαίνει τη ζωή των αφηγητών. Η αφήγηση της ζωής των άλλων μεγαλώνει την απόσταση των αφηγητών από τη δική τους ζωή. Η αφήγηση της ζωής των άλλων ενισχύει το αίσθημα της ματαίωσης για τη ζωή των αφηγητών.
- Γιατί οι ήρωες του Αυδίκου διαθέτουν τη ζωή τους στη συλλογή των ιστοριών από τη ζωή των άλλων.
- Γιατί οι ήρωες του Αυδίκου προσπαθούν να δώσουν αξία στη ζωή τους μέσα από την αφήγηση της ζωής των άλλων.
- Γιατί οι ήρωες του Αυδίκου ζουν τη ζωή τους μέσα από τη ζωή των άλλων.
Επομένως, η αφήγηση των ηρώων του Αυδίκου ασκεί τη λειτουργία της αφαίμαξης και όχι της αιμοδοσίας, της στείρωσης και όχι της γονιμοποίησης, του λεκτικού αυνανισμού και όχι της πνευματική μέθεξης. Καταργείται, γιατί έχει λόγο να εκφέρεται αλλά όχι σκοπό. Μορφή αλλά όχι περιεχόμενο. Πρόθεση αλλά όχι πράξη. Οι φορείς της επιστρέφουν στη μοναξιά, στην ακατοίκητη από ανθρώπους, αισθήματα, νόημα και ζωή ζωή τους. Η παρέα τελικά διαλύεται. Διασώζονται μόνο όσοι προτιμούν την αληθινή ζωή από την ανούσια λεκτική αναπαραγωγή της, ώστε να δώσουν στο εξής πράξη, περιεχόμενο και σκοπό στις αφηγήσεις τους.
Ανάμεσά τους και ο Συγγραφέας. Τάσσεται, όπως ο Παπασωτηρίου επισήμανε στην κριτική του για το βιβλίο, στο πλευρό των από κάτω, «παίρνει θέση, τη θέση και την οπτική των αφανών, των αδικημένων». Η επιλογή του αποτελεί απάντηση στο κεντρικό ερώτημα. Και δεν αφορά μόνο τον ίδιο το Συγγραφέα. Αφορά όσους εμπλεκόμαστε ως αναγνώστες ή συγγραφείς με τη λογοτεχνία. Εν ολίγοις: ο κόσμος της λογοτεχνίας θα διατηρείται ψευδαισθησιακός, θα συνεχίζει να αυτοευνουχίζεται και να αυτοχειριάζεται, θα επιμένει να αναπαράγει τα αδιέξοδα στα οποία υποτίθεται ότι δίνει λύση, όσο παραμένει περίκλειστος στον εαυτό του, όσο αρνείται να γονιμοποιηθεί από την αληθινή ζωή, όσο συμβιβάζεται μ’ ό,τι αρνείται την αληθινή ζωή.
Η αξία του βιβλίου του Αυδίκου έγκειται στο ότι έθιξε το πρόβλημα της σημερινής λογοτεχνίας χωρίς περιστροφές. Προσπερνώ κάποιες επιμέρους αδυναμίες. Νομίζω ότι αρκεί και με το παραπάνω το ότι επιχείρησε να δώσει απαντήσεις. Και το πιο σημαντικό είναι ότι οι απαντήσεις αυτές περιέχουν αλήθειες που θα έπρεπε να ειπωθούν. Και καλώς ειπώθηκαν.

3)ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 22/08/2008


Κάτω από την ομπρέλα του αφηγητή χωράνε πολλοί


Διασταυρούμενες αφηγήσεις για τεμνόμενες ζωές


ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΑΥΔΙΚΟΣ
Η κίτρινη ομπρέλα
«ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ»
ΣΕΛ. 234, ευρώ 14

Η αφήγηση δεν αποτελεί προνόμιο των συγγραφέων. Ως τρόπος εξιστόρησης είναι άμεση πραγμάτωση της ανθρώπινης γλώσσας και χρησιμοποιείται από πάμπολλους μη επαγγελματίες, που στηρίζουν την επιτυχία των σκοπών τους στη λεκτική πράξη, η οποία είναι συχνά εξίσου αποτελεσματική με οποιαδήποτε άλλη ενέργεια: από την αρχετυπική γιαγιά που μαγεύει τα πιτσιρίκια με τη φαρέτρα των παραμυθιών της μέχρι τους αρχαϊκούς αοιδούς που τραγουδούσαν κλέα ανδρών, κι από τον μάρτυρα που αφηγείται στο δικαστήριο τη δική του εκδοχή των γεγονότων ώς τους ανταποκριτές των τηλεοπτικών σταθμών, που εξιστορούν τα συμβάντα αναπαριστώντας τα για χάρη των τηλεθεατών.

Τα μέλη της ανδροπαρέας του Β. Αυδίκου, μιας ετερόκλιτης συντροφιάς από ευυπόληπτους και ανυπόληπτους πολίτες, συγκεντρώνονται κάθε Σάββατο στο στέκι τους, παρατώντας τις άλλες ενασχολήσεις τους για να απολαύσουν την αφήγηση, είτε είναι οι ίδιοι οι πομποί της είτε είναι ακροατές και σχολιαστές όλων όσα ακούνε από τους άλλους. Η παρέα αυτή, ιεραρχημένη και οργανωμένη με κοινωνικούς όρους, φαινομενικά συνέχεται μόνο πάνω στον άξονα «αφηγητής - αποδέκτες», πάνω στην απόλαυση του διηγείσθαι, όπως τα εγγόνια που κοιτάνε έκπληκτα τον παππού γύρω από το τζάκι να απλώνει την πολύχρωμη βεντάλια των ταξιδιών του. Σταδιακά αποκαλύπτεται ότι δεν είναι μόνο αυτό που συνδέει τις φυγόκεντρες ζωές τους.

Ο εγκιβωτισμός της καθημερινότητας

Συνήθως η τεχνική του εγκιβωτισμού, της ένθεσης δηλαδή μέσα στο σώμα της κεντρικής αφήγησης μιας μικρότερης αφήγησης, τις περισσότερες φορές από διαφορετικό αφηγητή, χρησιμοποιείται ήδη από τον Ομηρο, προκειμένου να συμπληρώσει κενά της ιστορίας, να φέρει στο προσκήνιο στιγμές μιας άλλης εμπειρίας, να δημιουργήσει αναλογίες με τα γεγονότα του βασικού κορμού, να λειτουργήσει σαν παρένθεση σ' αυτόν, να του προσδώσει πολυπλοκότητα και να τον απελευθερώσει από τα δεσμά του χρόνου και του τόπου.

Ο Αυδίκος, αντίθετα, δεν αραδιάζει απλώς μια πλειάδα παρένθετων ιστοριών, σαν ένα κομπολόι από ασύνδετα διηγήματα που με το πρόσχημα της σαββατιάτικης συντροφιάς συναποτελούν ένα χαλαρό στη δομή μυθιστόρημα. Οι πολλαπλοί εγκιβωτισμοί του βιβλίου σχηματίζουν ένα πυκνό δίχτυ αλληλοτεμνόμενων γεγονότων, καθώς στην ιστορία του ενός πρωταγωνιστούν απρόσμενα κάποιοι από τους άλλους και τανάπαλιν. Το πλέγμα αυτό -σαν χαρτοπαίγνιο με λέξεις- μοιράζει τον ρόλο της μάνας και των παιχτών διαδοχικά σε όλους, που μιλάνε και ακούνε για τον εαυτό τους από τους άλλους· ακριβώς γι' αυτό όλοι, λίγο-πολύ, εναλλάσσονται στους ρόλους του αφηγητή, του ακροατή, του πρωταγωνιστή, του κομπάρσου, του θύτη και του θύματος των «αληθινών» τους βιωμάτων.

Ο εισαγγελέας της παρέας, σοβαρός και συντηρητικός, φέρεται να έχει απολαύσει την περιπέτεια της ζωής του με μια αιθέρια ύπαρξη· ένας συγγραφέας, που αναζητούσε θέμα για το επόμενο βιβλίο του, θέμα που θα τον βγάλει από το τέλμα, ζει ερωτικά τρίγωνα με την αιθέρια ύπαρξη, την οποία μοιράστηκε για ένα διάστημα με τον εισαγγελέα, αλλά στο τέλος τον πρόδωσε ...γράφοντας η ίδια το βιβλίο και κερδίζοντας τη δόξα του μπεστ-σέλερ· ένας φιλόσοφος, που θέλει να ζήσει στην πράξη τον έρωτα και να φιλοσοφήσει πάνω στην ύπαρξη και την υπόσταση του φαινομένου, κάνει πιάτσα στη Συγγρού και συναντά -μεταξύ άλλων- μερικά από τα μέλη της ομήγυρης. Καθένας από αυτούς έχει να καταθέσει είτε προσωπικές εμπειρίες είτε ιστορίες που άκουσε από άλλους, όπως ο καφετζής στο καφενείο των ΚΤΕΛ, ο κουρέας στο μπαρμπέρικό του ή ο περιπτεράς στα ενδότερα του Κολωνακίου.

Μεταξύ αλήθειας και φαντασίας

Εξαιτίας της συγγραφικής σκοπιμότητας δεν είναι ξεκάθαρο αν όλα όσα ακούγονται είναι πραγματικά ή πλαστά, αν αποτελούν δηλαδή βιώματα της τρικυμιώδους ζωής των αφηγητών ή αποκυήματα των ευφάνταστων εγκεφάλων τους. Ο αναγνώστης μπαίνει κι αυτός στο παιχνίδι, αφού ούτως ή άλλως είναι στην ίδια μοίρα με τους ενδοκειμενικούς ακροατές, κι όλοι μαζί αναρωτιούνται για την αξιοπιστία των λεγομένων και ταυτόχρονα μαγεύονται από την πιθανότητα να ακούνε την επινοημένη ιστορία που ξεπερνά την ανθρώπινη ζωή. Το μυθιστόρημα του Αυδίκου κάνει σε πρώτη φάση θέμα του την ίδια την αφηγηματική πράξη, την ίδια τη διαδικασία μετατροπής των εμπειριών της ζωής σε αφήγηση ή της δημιουργίας νέων ιστοριών.

Μέσω των ιστοριών του κάθε μέλος της συντροφιάς κερδίζει την εκτίμηση ή μακροπρόθεσμα υποβαθμίζεται, γεγονός που δείχνει την απόδοση στις αφηγήσεις ανταλλακτικής αξίας. Οι λεκτικές πράξεις γίνονται το χαρτί στα χέρια -ή μάλλον στο στόμα- του καθενός, μέσω των οποίων θαμπώνει, εξιτάρει, ξαφνιάζει, αποστομώνει ή αφήνει ερωτήματα στους άλλους. Το παιχνίδι του πραγματικού και του φανταστικού κάνει ακόμα πιο μυστηριώδη την όλη διαδικασία, καθώς οι ακροατές άλλοτε ταυτίζουν τον ήρωα με τον αφηγητή κι άλλοτε αναρωτιούνται πώς έμαθε την ιστορία του, όπως ακριβώς συμβαίνει με τους αναγνώστες των βιβλίων.

Το ίδιο κάνει και η τηλεόραση με την αναγωγή αληθινών ιστοριών σε βορά τηλεθεατών και ηδονοβλεψιών, αλλά εκεί το «δόγμα είναι η υπερβολή κι αυτό την ξεστρατίζει από το γνήσιο», όπως λέει ένας από τους αφηγητές. Εν τέλει, ζούμε σ' έναν κόσμο που ψοφάει να λέει και να ακούει ιστορίες -αδιάφορο αν πρόκειται για πραγματικές ή πλασματικές- κι έτσι εξηγούνται οι ατελείωτοι μονόλογοι σε παρέες φίλων ή οι τηλεοπτικές εκμυστηρεύσεις προσωπικών τραγωδιών, όσο κι αν εξευτελίζουν τον εξομολογούμενο.

Φυσικά, πολλοί από τους χαρακτήρες ξεχνάνε ότι η ίδια η ιστορία, αν δεν μετατραπεί σε έντεχνη αφήγηση, δεν αξίζει παρά λίγα πράγματα. Η κλοπή ιδεών και συμβάντων δεν είναι τόσο επώδυνη όσο παρουσιάζεται, αφού πρωτότυπα θέματα και πρωτοποριακές ιδέες που να ξενίζουν σε υπέρτατο βαθμό ελαχιστοποιούνται συνεχώς. Η αξία του αφηγητή έγκειται κυρίως στην ικανότητά του να ντύνει λεκτικά τα τεκταινόμενα και να δραματοποιεί την εξέλιξή τους· ειδάλλως, οι ιστορίες ενίοτε φαντάζουν κοινότοπες, όσο κι αν είναι αντλημένες από τα άδυτα των δικαστικών φακέλων ή τις περιπτώσεις υποψήφιων νυφών από γραφεία συνοικεσίων. Ισως ο Αυδίκος θα έπρεπε να μετριάσει ακόμα περισσότερο την προβεβλημένη προτεραιότητα της ιστορίας έναντι της αφήγησης (όσο κι αν μέσα στο βιβλίο αφήνονται χαραμάδες για την αντίθετη άποψη), καθώς μια τέτοια αντίληψη είναι αυταπάτη· τα πάντα πλέον δεν είναι από μόνα τους άξια λόγου, αφού πρώτιστα αποτελούν γλωσσικές κατασκευές και μόνο ως αφηγηματικές συνθέσεις καταξιώνονται ως αξιάκουστες υποθέσεις.

4)Στέφανος Κουλάκης, http://foitorio.blogspot.com

Είναι ικανό ένα μυθιστόρημα να αποκαλύψει την πηγή της λογοτεχνικής δημιουργίας; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό φαντάζει δύσκολη. Ωστόσο ο Βαγγέλης Αυδίκος απαντά, μέσα από το μυθιστόρημά του Η Κίτρινη ομπρέλα, με άνεση και στιλ. Σ’ αυτό το ενδιαφέρον μυθιστόρημα παρουσιάζονται αριστοτεχνικά οι πειραματισμοί του συγγραφέα, ως προς την αναζήτηση και εύρεση λογοτεχνικού υλικού. Οι «πειραματισμοί» βέβαια δεν έλειψαν ούτε από την καριέρα του Β. Αυδίκου στον χώρο της εκπαίδευσης: εργάστηκε για μεγάλο διάστημα ως φιλόλογος, μετά ως νηπιαγωγός και στη συνέχεια δίδαξε ως Καθηγητής Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Σήμερα είναι πρόεδρος του τμήματος Ιστορίας - Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του θεσσαλικού Πανεπιστημίου.

Στο κυνήγι της ιδανικής ιστορίας

Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε επτά κεφάλαια, τα οποία περιέχουν ιστορίες που τελικά συνδέουν τους ήρωες. Εκτός από την πολυφωνική, όπως θα δούμε παρακάτω, αφήγηση υπάρχουν και κάποιες εγκιβωτισμένες ιστορίες, που έχουν άμεση σχέση με την πλοκή του έργου.
Κάθε Σάββατο μια ιδιόρρυθμη αντρική παρέα συναντιέται σε μια καφετέρια στο κέντρο της Αθήνας. Τα μέλη της παρέας συζητούν και ανταλλάσσουν ιστορίες δικές τους ή ιστορίες που έχουν ακούσει από άλλους. Σκοπός όλων αυτών των αφηγητών είναι η εξιστόρηση της καλύτερης ιστορίας.
Εκείνος που επιβάλλει τους κανονισμούς των σαββατιάτικων συναντήσεων είναι ο Αρχηγός. Ασκεί το επάγγελμα του δημοσιογράφου και το αυστηρό του ύφος δεν αφήνει κανένα περιθώριο οικειότητας. Δεύτερος στην ιεραρχία και αντίζηλος του Αρχηγού είναι ο Εισαγγελέας, ο οποίος ονομάστηκε έτσι λόγω της «ηθικοπλαστικής του διάθεσης». Βέβαια, όπως αποδεικνύεται αργότερα, αυτό ήταν και το πραγματικό του επάγγελμα. Επίσης υπάρχει ο Περιπτεράς, ο οποίος διατηρεί ένα περίπτερο και αρέσκεται να ανταλλάσσει ιστορίες με τους πελάτες του. Στις συζητήσεις συμμετέχει και ο Καφετζής, κρητικός στην καταγωγή, κι έχει ως πηγή των ιστοριών του το καφενείο του. Ο ίδιος πιστεύει ότι θα πεθάνει αν τελειώσουν οι ιστορίες, καθώς αποτελούν όλη του την ζωή. Στις συναντήσεις λαμβάνει μέρος κι ένας τραβεστί-φιλόσοφος της ζωής, ο Παρδαλός, που περνάει τα βράδια του αναζητώντας πελατεία στην λεωφόρο Συγγρού. Πολλοί τον πληρώνουν όχι για να τους προσφέρει τις υπηρεσίες του, αλλά για να κουβεντιάσουν και να ανταλλάξουν ιστορίες μεταξύ τους. Επίσης μέλος της παρέας και αποδεκτός από όλους είναι ο Κουρέας, του οποίου οι ιστορίες πηγάζουν από τις συζητήσεις των πελατών στο κουρείο του. Θέση στο τραπέζι των σαββατιάτικων συναντήσεων έχει κι ένας ξεχασμένος Συγγραφέας best-seller που προσπαθεί να γράψει ένα εντυπωσιακό έργο, για να επανέλθει στο προσκήνιο. Τέλος υπάρχει και ο Κλαψομανουράκιας, ένας δημοσιογράφος που ψάχνει τα κατάλληλα θέματα, ώστε να ανεβάσει τα ποσοστά τηλεθέασης της εκπομπής του.
Κυνηγημένοι από την ανία της καθημερινότητας, όλοι τους ζουν για το Σάββατο. Τις υπόλοιπες μέρες δίνουν τον αγώνα τους, ώστε να βρουν την ιστορία που θα προκαλέσει την έκπληξη στην συνάντηση του Σαββάτου. Μερικοί από αυτούς δείχνουν ικανοί να πατήσουν επί πτωμάτων για να φτάσουν στον στόχο τους: ο Αρχηγός, ο Εισαγγελέας, ο Κλαψομανουράκιας. Άλλοι πάλι διακρίνονται για την ψυχική τους αγνότητα: ο Καφετζής, ο Κουρέας, ο Παρδαλός.
Όλα τα παραπάνω πρόσωπα κατέχουν εξίσου σημαντικό ρόλο στο μυθιστόρημα του Β. Αυδίκου. Αν έπρεπε όμως να ορίσουμε κάποιον ως κεντρικό ήρωα, αυτός θα ήταν ο Συγγραφέας. Ο Συγγραφέας επιδιώκει να γράψει το best-seller, αλλά πρέπει πρώτα να βρει την κατάλληλη ιστορία που θα αποτελέσει τον κορμό του έργου. Έτσι παρευρίσκεται στις συναντήσεις του Σαββάτου, επισκέπτεται γραφεία συνοικεσίων, διαβάζει στήλες γνωριμιών, ενώ συμμετέχει ακόμα και σε ένα ερωτικό τρίγωνο. Η κατάληξη όμως δεν είναι εκείνη που επιθυμεί. Η πρωταγωνίστρια του ερωτικού τριγώνου, η Κάθριν, κλέβει τις ιδέες του και εντέλει γράφει η ίδια ένα βιβλίο, το οποίο γίνεται best-seller.
Ένα Σάββατο η παρέα κλονίζεται, καθώς τα μέλη της έρχονται αντιμέτωποι με φοβερές αποκαλύψεις: πίσω από κάθε ιστορία που έχει ακουστεί στο τραπέζι των συναντήσεων, εμπλέκονται ορισμένοι από τους παρευρισκόμενους, οι οποίοι αποδεικνύονται τελικά διπρόσωποι. Ανάμεσα σε αυτούς, και ο Αρχηγός. Αυτό προκαλεί διαπληκτισμούς και τίθεται πλέον θέμα αρχηγίας. Σιγά σιγά αποχωρούν ο Καφετζής, ο Κουρέας και ο Παρδαλός, καθώς, όπως αναφέρουν, δεν έκαναν τις φιλίες που αναζητούσαν παίρνοντας μέρος στις σαββατιάτικες συζητήσεις. Στην συνέχεια εισέρχονται μέσα στην καφετέρια πέντε άντρες με δερμάτινα, οι οποίοι αυτοαποκαλούνται Ομάδα για τα Δικαιώματα του Ανώνυμου Πολίτη, και επιτίθενται λεκτικά στα εναπομείναντα μέλη της παρέας για την κενοδοξία και την ιδιοτέλειά τους. Μαζί τους μπαίνουν και τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν στις εγκιβωτισμένες ιστορίες (Κάθριν, Ιρένε κ.ά), ένας μετανάστης από την Αλβανία κι ένας ηλικιωμένος. Όλοι τους είναι θύματα της παρέας…

Ένα μυθιστόρημα-εικόνα της κοινωνίας

Οι κοινωνικές ανησυχίες του Β. Αυδίκου φαίνονται ξεκάθαρα στην Κίτρινη ομπρέλα. Τα κοινωνικά ζητήματα που θίγει είναι ιδιαίτερα σημαντικά. Καταρχάς υπάρχει το ζήτημα της τρίτης ηλικίας, η οποία εμφανίζεται παραμελημένη. Αυτό παρουσιάζεται μέσα από τα λόγια του ηλικιωμένου, ο οποίος χαρακτηριστικά τονίζει ότι η τρίτη ηλικία είναι ανεπιθύμητη όχι μόνο από τους συγγενείς, αλλά ακόμα και στις ιστορίες του Σαββάτου.
Ο συγγραφέας επίσης εκφράζει τον προβληματισμό του για τον ρατσισμό που επικρατεί στις μέρες μας, κυρίως μέσω της συγκινητικής αφήγησης του αλβανού μετανάστη για τις δυσκολίες που έχει περάσει κατά την περίοδο παραμονής του στην Ελλάδα.
Ένα άλλο θέμα που φαίνεται να απασχολεί τον Β. Αυδίκο είναι η αποξένωση που παρατηρείται στις μεγαλουπόλεις. Στην Κίτρινη ομπρέλα προβάλλεται με ρεαλιστικό και ιδιαίτερα επιτυχημένο τρόπο η εικόνα της σημερινής αστικής κοινωνίας: η δίψα για χρήμα και για διάκριση προκαλεί πολύ εύκολα την εκμετάλλευση του ανθρώπινου πόνου. Όλα θυσιάζονται στον βωμό του χρήματος και της εξουσίας. Ο άνθρωπος διακατέχεται από ζωώδη ένστικτα και υποβλέπει συνεχώς τον συνάνθρωπό του. Επιστροφή στον πρωτογονισμό; Μετάβαση σε ένα νέο είδος απολίτιστου πολιτισμού; Πιθανότατα. Γεγονός είναι ότι οι άνθρωποι, αν και μέλη της κοινωνίας, συμπεριφέρονται αντικοινωνικά. Δεν μιλάνε, δεν νοιάζονται για τον άλλο, δεν ζουν. Απλώς υπάρχουν. Με λίγα λόγια μια απρόσωπη κοινωνία από άτομα και όχι πρόσωπα.

Το τερπνόν μετά του ωφελίμου

Κλείνοντας το βιβλίο μάς μένει μια γλυκόπικρη γεύση αλλά και μια απογοήτευση. Η απογοήτευση θα απουσίαζε αν ο Β. Αυδίκος δεν προχωρούσε σε ένα τόσο ατυχές τέλος. Η εμφάνιση των πέντε αντρών με τα δερμάτινα ως από μηχανής θεών οδηγεί ναι μεν σε ένα απρόσμενο τέλος, ωστόσο αποτελεί υπερβολή, αφού θυμίζει εικόνα παρμένη από τις οθόνες των σινεμά.
Παρ’ όλα αυτά Η Κίτρινη ομπρέλα είναι ένα αξιόλογο μυθιστόρημα, καθώς αποτελεί μια πηγή ευχαρίστησης αλλά και διδαχής. Κατά συνέπεια δεν θα μπορούσε να μην μνημονευτεί η ειλικρινής προσπάθεια του Β. Αυδίκου να αποδώσει την προβληματική εικόνα της σημερινής κοινωνίας, μέσα από μια ασυνήθιστη αλλά ιδιαίτερα απολαυστική ιστορία. Μέσω αυτού του ευρηματικού έργου ο συγγραφέας αναδεικνύει την σπουδαιότητα των ιστοριών. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη τις ιστορίες για να ξεχαστεί, να αποφύγει την ανία και να ξεπεράσει το άγχος που δημιουργεί η εποχή που ζούμε. Τελικά το καίριο ερώτημα που πλανάται είναι το εξής: μήπως «όλοι ζούμε με δανεικές ιστορίες»; Κι αν όχι, μήπως θα έπρεπε να ζούμε μ’ αυτές;

5)Πιθάρι η ψυχή του ανθρώπου 27/04/2008, Εφημερίδα Αυγή
Του Παναγιώτη ΝΟΥΤΣΟΥ

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΑΥΔΙΚΟΣ, |Η κίτρινη ομπρέλα|, εκδόσεις Μεταίχμιο


Ι. Εισαγωγή

Το είδος του βιβλίου που παρουσιάζουμε σήμερα, δηλαδή το περιεχόμενό του και η διπλή ιδιότητα του συγγραφέα του, επιβάλλουν κάποιες παρατηρήσεις, τόσο γενικότερες όσο και ειδικές για την |Κίτρινη ομπρέλα|. Θα επιχειρήσω να μορφοποιήσω δέκα οχτώ συνολικά παρατηρήσεις μ' αυτήν την οπτική.


ΙΙ. Μυθιστορίες πανεπιστημιακών (πραγμάτων/δασκάλων)

1) Ανά την Ελλάδα και την Κύπρο, για να συμπεριλάβω (βλ. και |Κόμβους|~ 2006: 262) και τον Στ. Κρητιώτη, ξεφυτρώνουν τελευταία κάποια δείγματα του "campus novel", με άνιση αξία ως προς τα "ευρήματα" και την αφήγησή τους.

2) Για να μην πάω μακριά: Ένας ένας ξεθάρρεψαν οι συνάδελφοι της Φιλοσοφικής και των Παιδαγωγικών Τμημάτων: Γιάννης, Γιώργος, Θανάσης, Λάκης, Ιωάννης, Βάσω, και από το Μαθηματικό ο Παναγιώτης ή από την Ιατρική ο Νικήτας [=Κώστας]. Ως "σύγχρονοι Ηπειρώτες ποιητές" εμφανίζονται, δυο φορές το χρόνο, στο περιοδικό |Ηπειρωτικά Γράμματα|, για να υμνήσουν τη "γένους θηλυκού" Παμβώτιδα και να προβλέψουν ότι "θα σηκωθεί τη νύχτα η Κυρά Φροσύνη".

3) Λίγες είναι οι περιπτώσεις συναδέλφων που διαθέτουν "διπλή" ιδιότητα, δηλαδή όσων στο campus ενεργοποιούν δικλείδες διαφυγής προς το πεδίο της λογοτεχνίας, έστω με την επίγνωση ότι από τη "Σχολή στη σχόλη το παυσίπονο αργεί" (|Η των αισθήσεων|, 36) και με την αίσθηση ότι τους υποβλέπει -ή απλώς ότι τίθενται υπό το διπλό βλέμμα του "άλλου"- τόσο το γένος των λογοτεχνών όσο και το συνάφι των πανεπιστημιακών.

4) Οι περιπτώσεις αυτές επιβάλλεται να ενθαρρύνονται, εφόσον καλωσορίζουν τον λόγιο και όχι τον κερδώο Ερμή, σε μια εποχή γενικευμένης διεμβολής του Πανεπιστημίου από τους θεούς της αγοράς και συνάμα με την αναγωγή του Εφιάλτη σε κοινό "πρότυπο" και όχι σε δακτυλοδεικτούμενη "εξαίρεση".

5) Ειδικότερα, τόσο οι νέοι όσο και οι παλαιότεροι συνάδελφοι χρήσιμο είναι να υποβοηθούνται, χωρίς καμιά διάθεση πατρωνείας, στην αντιμετώπιση του "πεδίου εντάσεων" ("Spannungsfeld") που συχνά εμφανίζεται στο campus, επαληθεύοντας τη διάγνωση του Freud για τον "ναρκισσισμό των μικρών διαφορών".

6) Αυτή λοιπόν η συναδελφική στάση καθίσταται αυτονόητη λόγω του είδους και του θέματος αυτών των βιβλίων, το οποίο επιτρέπει μια αβίαστη συνομιλία μαζί του, ακόμη κι όταν στήνει κανείς το παρατηρητήριό του σε διαφορετική θέση και με ετερογενή υλικά το διακοσμεί.

7) Μέσα από ορισμένα σημεία αυτών των βιβλίων εδραιώνεται η υποψία ότι επιχειρείται μια άλλη εκδοχή του "πανεπιστημιακού μυθιστορήματος" ("campus novel"), με διακριτικό τρόπο, αντιπαραθέτοντας τον αρχαίο δάσκαλο στους σημερινούς χρήστες της "τηβέννου".

8) Συνολικά, αυτού του είδους η διττή συγγραφική πρακτική μπορεί να αντιπαρατίθεται προς τη στενότητα του "συναφιού", τόσο του λογοτεχνικού όσο και του ακαδημαϊκού, εξοπλίζοντας τους φορείς της με μια σεμνότητα διανοουμένων που έχουν επίγνωση των ορίων τους.

9) Με την προϋπόθεση ότι δεν μπερδεύονται οι ρόλοι και από τις δύο πλευρές: ούτε ο λογοτέχνης να εμφανίζεται επιστημονίζων και ιδίως ούτε ο επιστήμονας να αναλίσκεται σε λογοτεχνίζουσες επιδόσεις. Με ένα παράδειγμα πρόσφατης κοπής: άλλο είναι η ποίηση που πατάει στην ιστορία και άλλο η ομιχλώδης και ρευστή "ποιητική της ιστορίας"...


ΙΙΙ. Για την παρούσα μυθιστορία

Θα προβώ σε άλλες τόσες επισημάνσεις ως προς την |Κίτρινη ομπρέλα|:

1) Αν λοιπόν μια "ετερόκλητη ανδρική παρέα συναντιέται κάθε Σάββατο κάπου στο κέντρο της Αθήνας", στη "Μουριά" των Εξαρχείων ή στον "Κοραή" της Σκουφά, τι ακριβώς σημαίνει αυτή η μέρα της εβδομάδας για όσους "μαζεύονται με σκοπό να συζητήσουν και ν' ανταλλάξουν εμπειρίες και ιστορίες, δικές τους ή άλλων" Από μια άποψη ισχύει κι εδώ ό,τι επισημαίνει ο Wittgenstein: έχουμε το Σάββατο για να "κοιτάμε την εργασία μας" ή την ιστορία μας "όχι μονάχα από μέσα αλλά κι απ' έξω" (|Πολιτισμός|, 120).

2) Έτσι στήνεται ο χρόνος και ο τόπος των αφηγήσεων, δηλαδή εκεί όπου οικοδομείται η ανταλλαγή "εμπειριών και ιστοριών" και επομένως εκεί όπου εναλλάσσονται οι αφηγήσεις της "ανδρικής παρέας", τις οποίες ο συγγραφέας ως παντογνώστης αφηγητής τις τακτοποιεί με ένα πρίσμα "διπλής ερμηνευτικής", για να χρησιμοποιήσω τον όρο του Anthony Giddens, σύμφωνα με την οποία τελείται η ερμηνεία ως πράξη γνωριμίας των ερμηνειών. Στην περίπτωση μάλιστα των διαδοχικών αφηγήσεων ανακατασκευάζονται οι τρόποι κατανόησης που επιδέχεται το κείμενο, μέσα από μια ταυτόχρονη ανακατασκευή του αφηγούμενου υποκειμένου (βλ. |Κόμβους|~ 2007: 255).

3) Η δομή της μυθιστορίας εδράζεται βέβαια στην "ανάγκη για επικοινωνία μέσα στην πολύβουη και αφιλόξενη πόλη που τους συνθλίβει", με τη φροντίδα μάλιστα του συγγραφέα να μην ξεχαστεί τίποτε από τα "στέκια" των Αθηνών, δηλαδή από το "Φίλιον" και τη "Στοά του Βιβλίου" ή το "Ιντεάλ" ώς το ξενοδοχείο "Τιτάνια" και το "Γκαστόνε" ή το "Da Capo". Όμως κι εδώ ο παντογνώστης αφηγητής επιτρέπει στον αφηγούμενο και κατ' επέκταση στον αναγνώστη του να συμφωνεί με τον Wittgenstein: δηλαδή κατανοώ ένα "ομιλιακό ενέργημα" ή μια ιστορία, δική μου ή "δανεική", όταν γνωρίζω "το τι κάνει αποδεκτό" (βλ. |Στην αυγή|~ 2002: 113).

4) Στο πλαίσιο αυτής της αφήγησης ο λαογράφος ενισχύει (χωρίς να ποδηγετεί) τον λογοτέχνη: εννοώ την αξιοποίηση των "βιοαφηγήσεων" των "αυτοβιογραφούμενων" μελών της "ανδρικής παρέας" που εκτίθεται με τις "ιστορίες ζωής", ανοίγοντας μονοπάτια επικοινωνίας με την "oral history" που χρησιμοποιούν (βλ. |Στην αυγή|~ 2002: 414).

5) Ο αφηγητής φροντίζει για τη δυνατότητα "επικοινωνιακής επάρκειας", οργανώνοντας τα ανακλαστικά της "παρέας" και καθορίζοντας ρόλους ως προς την ιεράρχησή της, δηλαδή με τον "Αρχηγό", τον "Αριστόδημο" που ήταν ο "καλύτερος": αυτός πάντα έφερνε καινούργιες ιστορίες, τα θέματά του γέμιζαν δύο σελίδες, μάλιστα οι πιο πολλές απ' τις αφηγήσεις του αφορούσαν προσωπικά του βιώματα" (10). Ο δημοσιογράφος, αν και "εγκρατής και σοβαρός στη δουλειά του", διέθετε την "ικανότητα να μεταμορφώνεται σ' έναν γοητευτικό αφηγητή, που άλλαζε συνέχεια τα ονόματα, τους τόπους, τους πρωταγωνιστές, προσαρμόζοντας τις ιστορίες, ανάλογα με την εποχή, στην ανάγκη να σπάσει τη βαριεστημάρα από την επανάληψη των ίδιων θεμάτων" (15).

6) Οι όροι συνέχειας και ασυνέχειας ανάμεσα στον εργάσιμο και στον υπό διάθεση χρόνο ή ανάμεσα στο αντικείμενο και στην πράξη της αφήγησης δοκιμάζονται στο συγκεκριμένο τόπο της καφετέριας. Δηλαδή σε ένα σαββατιάτικο "στέκι", όπου όσοι συγκροτούσαν την "ανδρική παρέα" ως "συνδιηγητές" (29) έδιναν "μεγάλη σημασία στο πλέξιμο της ξόβεργας", επωφελούμενοι από τις "αλλιώτικες ιστορίες" που μπορούσαν να τους "ξανανιώσουν για έξι μήνες τουλάχιστον" (16).

7) Σ' αυτή λοιπόν την καφετέρια, όπου και ο καφετζής ξεχνούσε τους πελάτες του, μια και οι "ιστορίες ήταν η πρέζα του" (18), το περίγραμμα της αφήγησης δεν παρέκαμπτε το |Tractatus| (6.43): ο "κόσμος του ευτυχισμένου ανθρώπου είναι διαφορετικός από τον κόσμο του δυστυχισμένου" (βλ. |Στην αυγή|, 188). Για τούτο οι τελευταίοι ζουν με "δανεικές ιστορίες", τραβώντας την "κουρτίνα ενός κόσμου" που δεν ξέρουν, χωρίς να εξαιρείται και ο "νεαρός φιλόσοφος" με τις ιδιαιτερότητες του φύλου του που "ψηλαφούσε την ηδονή" στη Συγγρού (32, 55, 37, 50-66).

8) Αυτή η μετάπλαση του χρόνου της αναγκαιότητας σε χρόνο εκτόνωσης, με τους "αλιείς της μοναξιάς" (99) που φορούν και "μάσκες για να ψαρέψουν ανθρώπινες ιστορίες" (167), θα μπορούσε να εκληφθεί ως "θητεία στην εφήμερη διασημότητα" (202) ή κάποτε ως "μορφή αντίστασης της ψυχής στον οδοστρωτήρα της καθημερινότητας" (212).

9) Αν grosso modo αυτές είναι οι κυριότερες συνιστώσες του σημαινομένου, από την άλλη πλευρά η διακριτική φροντίδα για το σημαίνον της μυθιστορίας αποτυπώνεται στην τιτλοφόρηση των επιμέρους ενοτήτων της (όπως συμβαίνει με τα ποιήματα), στις κοφτές στιχομυθίες όσων εκθέτουν οι "συνδιηγητές" και στα ονόματά τους ("Αριστόδημος", "Κλαψομανουράκιας", "Παρδαλός", "Καρπόφλουδος") καθώς επίσης στην αξιοποίηση της επικαιρότητας (όπως είναι η προκήρυξη των Τζουμερκιωτών για τον Άραχθο ή η "ιστορία του Αλβανού εργάτη~ 153, 226) και των κοινότοπων εκφράσεων ("άρχισα τις φιλοσοφίες"~ 202, 203).


IV. Επιμύθιο

Ανακεφαλαιώνοντας, μέσα από μια τέτοια συζυγία σημαίνοντος και σημαινομένου ή μέσα από την αναζήτηση των ορίων της "ηδονής που προσφέρει η συζήτηση" (212, 214, 216) διαπιστώνεται για μιαν ακόμη φορά η περιπέτεια της γραφής. Τουτέστιν, "πιθάρι η ψυχή του ανθρώπου. Οι ιστορίες είναι μέσα στο πιθάρι, Συγγραφέα. Βάλε το χέρι σου εκεί, ψάξε και θα τις βρεις" (44). Άλλωστε, μετά την τελική αποχώρηση και του Συγγραφέα στην "καφετέρια είχε μείνει μόνο ο Αρχηγός με το κεφάλι του ακουμπισμένο στο τραπέζι" (233/ 234)...


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Νούτσος, Π., |Η των αισθήσεων αγάπησις|, Αθήνα 1993

--|Στην αυγή του νέου αιώνα|, Αθήνα 2002

--|Κόμβοι στη συζήτηση για το έθνος|, Αθήνα 2006

Wittgenstein, L., |Πολιτισμός και αξίες|, μτφρ. Μ. Δραγώνα?Μονάχου και Κ. Κωβαίος, Αθήνα 1986
Ο Παναγιώτης Νούτσος διδάσκει Κοινωνική και Πολιτική φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων


6)ΤΡΙΤΗ ΑΠΟΨΗ Η ανακύκλωση ως ανανέωση
Η εναλλαγή των προσώπων στην εξουσία
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΟΥΣΗΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2002


Σύντροφοι της παιδικής μου ηλικίας δεν ξέρω αν μπορώ να σας αποκαλέσω φίλους πλέον

Βαγγ. Αυδίκου, Το βλέμμα στον τοίχο με τη μαντανία

Μπλέξαμε άσχημα. Από τη μια θέλουν να εγκαθιδρύσουν «σοσιαλιστική κοινωνία» τρομοκράτες που επί 27 χρόνια κρύβανε το πρόσωπο του λαϊκού αγωνιστή μέσα σε κουκούλες και πίσω από 45άρια αδιάκριτης βίας. Από την άλλη, επαγγελματίες (χαμηλής) πολιτικής επιβίωσης στοχεύουν να καθεστοποιήσουν ένα «σοσιαλιστικό κόμμα» χωρίς σοσιαλιστές αξιωματούχους αλλά με σοσιαλ-αιθεροβάμονες πολίτες.

Άντε να βγάλεις άκρη. Τους μεν πρώτους σφετεριστές των αριστερών οραμάτων εύκολα τους απορρίπτεις καθώς - ανάμεσα στα τόσα εγκλήματα και τα λάθη τους - ευτέλισαν (και ευτελίζουν) έννοιες πολιτικές, όπως η εξέγερση, η αμφισβήτηση, οι κοινωνικοί αγώνες, το λαϊκό κίνημα, ακόμα και η παραδοσιακή ένοπλη πάλη.

Με τους άλλους όμως έχεις «υπαρξιακό πρόβλημα» για το πώς θα τους απο-δείξεις ότι λαθεύουν, ότι ξεστράτισαν, ότι δεν σ' εκφράζουν πλέον, χωρίς να κάνεις ζημιά στον (εναπομείναντα) προοδευτικό χώρο.

Μπορεί η πολιτική να ορίζεται ως η τέχνη του εφικτού αλλά - αν το εφικτό δεν είναι παρά μια πολιτική επιλογή - τότε η πολιτική ταυτίζεται με την τέχνη των πολιτικών ν' ασκούν πολιτική. Γύρω - γύρω όλοι.

Βαφτίζουν και ονοματίζουν όπως θέλουν ό,τι και όποιον θέλουν. Τα πάντα μπορούν να ισχύουν. Όπως και τ' αντίθετά τους.

* «Κομμένοι» και χαμένοι πολιτικοί αναβαθμίζονται σε φορείς δημοτικής αναγέννησης (στις δηλώσεις βέβαια διότι στις ψήφους μετράνε άλλες προτεραιότητες).

* Αποτυχημένοι «τεχνοκράτες» του οικονομικού και επαγγελματικού (διάβαζε: κοσμικού) περιβάλλοντος μετακινούνται από θέση σε θέση (χωρίς κανείς ποτέ να αναλαμβάνει την πραγματική ευθύνη για τις σίγουρες νέες γκάφες τους).

* Πανεπιστημιακοί της ευελιξίας, της ευκαμψίας και της εξυπηρέτησης τιμούνται με δεκάδες θέσεις και εισπράττουν παρανόμως αντίστοιχους μισθούς (καλυπτόμενοι εν ανάγκη και με νομοθετική αθλιότητα και ανηθικότητα όπως αυτή του άρθρου 1394 του Ν. 3016/02).

* Συνδικαλιστές, μέλη κοινωνικών ομάδων και κινήσεων, γίνονται δέκτες υποσχέσεων και διευκολύνσεων, εφόσον βεβαίως έχουν προηγουμένως παίξει σωστά τον ρόλο τους στον οικείο χώρο (να υποστηρίζουν δηλαδή άκριτα τις όποιες αποφάσεις του όποιου υπουργού).

* Καλλιτέχνες, πνευματικοί άνθρωποι, σύρονται και διασύρονται συμπράττοντας (άθελά τους; ανιδιοτελώς;) σ' ένα παιχνίδι «ομίλων» που κινούν παραπολιτικά κέντρα (προς επίτευξη μη-πνευματικών φιλοδοξιών).

Ένας ολόκληρος λαός - και όχι μόνον οι ψηφοφόροι του κυβερνώντος κόμματος - περιστρέφεται κυκλικά γύρω από τα κέντρα εξουσίας και συναλλάσσεται. Ανακυκλώνουν αιτήματα και δέχονται αναπαλαιωμένες διαβεβαιώσεις. Με αντάλλαγμα την ψήφο, την υποστήριξη, την ανοχή, ο διαψευσμένος και ματ(αι)ωμένος Έλληνας πολίτης γυρνάει γύρω - γύρω από τους (κρυφούς και φανερούς) παράγοντες αυτού του τόπου ζητώντας καλύτερη μοίρα, ίση μεταχείριση, δικαιοσύνη.

Και αυτές οι πενήντα οικογένειες που μας κυβερνούν επί πενήντα χρόνια τι κάνουν; Πρώτον, ανακυκλώνουν τα πρόσωπα στην εξουσία. Από πατέρα σε γιο ή κόρη. Από θείο σε ανιψιό. Από τον σύζυγο στη σύζυγο. Και όχι μόνον αυτό. Μας ζητούν να ψηφίσουμε τον απόγονο διότι (μόνον;) έτσι «δικαιώνεται» ο γεννήτορας. Κατά δεύτερο, χαρακτηρίζουν - μέσω κρατικοδίαιτων κονδυλοφόρων - τη διαδικασία αυτή ανανέωση για την οποία πρέπει να είμαστε υπερήφανοι, καθώς μια νέα γενιά πολιτικών προέκυψε (διά κλωνοποιήσεως;).

Τρίτον, αφού είναι νέοι και ανανεωμένοι, ζητούν πίστωση χρόνου για να ενημερωθούν υπεύθυνα, ώστε να χειριστούν τα προβλήματά μας αποτελεσματικά.

Έτσι αυτοί εγκαθίστανται μόνιμα στη ζωή μας και εμείς ξεχνάμε - με το διάβα του χρόνου - τόσο τα - πάντα δίκαια αλλά δυσεπίλυτα - αιτήματά μας όσο και την ίδια την ποιότητα της δημοκρατίας μας.

Ελλάδα. Η χώρα της αιώνιας επιστροφής των παλίμψηστων πολιτικών πολλαπλών χρήσεων.

Συναλλασσόμενη δημοκρατία. Συναλλασσόμενοι πολιτικοί.

Συναλλασσόμενη κοινωνία.

Οι εκτός συναλλαγής είναι άχρηστοι. Ίσως και «επικίνδυνοι».

Τόσο για τον εαυτό τους όσο και για τους γύρω τους.

Ο Γιάννης Πανούσης είναι καθηγητής της Εγκληματολογίας στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

7) Μιχάλης Μερακλής, Η κίτρινη ομπρέλα, Περιοδικό "Η λέξη", τχ. 203, Ιανουάριος-Ιούνιος 2010

8) Εύη Καρκίτη, Οι ζωές των άλλων, "Αγγελιοφόρος", 6.4.2008

9) Κώστας Κατσουλάρης, ΚΟΝΤΡΑ διάβασμα, Περιοδικό "Διαβάζω", τχ. 483, Μάρτιος 2008

10)Γιώργος Παπασωτηρίου, Λογοκλέπτες και οφθαλμοσκόποι, "Βραδυνή", 9.2.2008

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου