Παρασκευή 27 Ιουλίου 2012

Άννα Δαμιανίδου,Άνοιξε τις φτερούγες σου και πάρε με να φύγω


ΠΈΜΠΤΗ, 26 ΙΟΥΛΊΟΥ 2012


Το βουνό από το παράθυρο του σπιτιού-μουσείου
Ερμηνείας Φωτιάδου

















Μεσημέρι στην πλατεία, κάτω από τα πλατάνια, ξαποσταίνουν περιπατητές. Εμείς δεν περπατήσαμε καθόλου αυτή τη φορά, παρακολουθήσαμε συνεπέστατα τις  εισηγήσεις των ομιλητών στο συνέδριο για τα 100 χρόνια της απελευθέρωσης του Συρράκου και των γύρω περιοχών. Ήταν τόσο ενδιαφέρουσες που άξιζε τον κόπο.  Πάντως με το σπορ αυτό θα προσπαθούσα να αξιοποιήσω το υπέροχο μέρος αν ήμουν ντόπια, τυπώνοντας χάρτες, σημαδεύοντας  μονοπάτια, διευκολύνοντας με κάθε τρόπο τον τουρίστα που αγαπά το περπάτημα. Κι από την πρώτη τέτοιου είδους επαφή, πιστεύω, μοιραία ο επισκέπτης θα πιάνεται στο μέλι της γοητείας που ασκεί αυτό το χωριό για το οποίο τα επίθετα αποδεικνύονται φτωχά και οι περιγραφές μονομερείς. Μοιραία θα ασχοληθεί με την ιστορία του και θα ενδιαφερθεί για τη μοίρα του, για το μέλλον του, θα ανηφορίσει ακόμα και μέσα στη ζέστη του μεσημεριού να δει τα δυο μικρά του μουσεία, όπως  κάναμε εμείς, θα νιώσει την ανάγκη να μάθει περισσότερα.
Στο βουνό τα πάντα φαντάζουν αλλιώτικα. Η ανθρώπινη παρουσία μοιάζει με θαύμα, κι όλη αυτή η ανάπτυξη των ορεινών κοινοτήτων στην Ελλάδα, είναι τόσο απίστευτη, σχεδόν παραμυθένια. Καμιά επιστημονική προσέγγιση δεν εξηγεί ποτέ αρκετά το γιατί και πότε και με ποιους τρόπους τόσοι άνθρωποι κατάφεραν να στήσουν μια αληθινή πόλη εδώ πάνω, σε υψόμετρο χίλια εκατό μέτρα, σε απότομη πλαγιά. Εμείς με αυτοκίνητο ήρθαμε και νιώθουμε πως κάναμε μέγα κατόρθωμα. Ίσως να φταίει η ταχύτητα, οι νομάδες κτηνοτρόφοι που κατέβαιναν κάποτε δυο φορές το χρόνο μπρος –πίσω στο χωριό θα το ζούσαν πιο απλά, ίσως.
Με αυτόν τον χαμένο τρόπο ζωής ασχολήθηκε πριν τριάντα χρόνια στο Συρράκο μια ομάδα του ΕΚΚΕ (Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών) μελετώντας τα περάσματα σε νέους τρόπους παραγωγής στην ύπαιθρο, και σήμερα είναι ξανά καλεσμένοι στις γιορτές για την απελευθέρωση, να μιλήσουν κυρίως για τις αναμνήσεις τους και για τα ευρήματα τους. Η έρευνα για την κοινωνία τους οδήγησε στην Ιστορία, και τούμπαλιν. Παρακολουθούσαν έναν τρόπο ζωής που χανόταν, σχεδόν μυθικό: Το χειμώνα οι κτηνοτρόφοι με τα κοπάδια κατέβαιναν στην πεδιάδα κοντά στην ¨Αρτα. Το καλοκαίρι ξαναγύριζαν. Για μερικά χρόνια τα παιδιά πήγαιναν σχολείο στο Συρράκο κι έμεναν πολλούς μήνες σε Οικοτροφείο, μαζί με παιδιά από τα γύρω χωριά. Ήταν πλούσιο χωριό το Συρράκο, για την ακρίβεια μια κωμόπολη, εκτός από τους κτηνοτρόφους είχε και τεχνίτες, , βιοτέχνες γενικά, που βρίσκονταν σε πολιτική διαμάχη με τους κτηνοτρόφους. Από δω ήταν κι ο Κωλέττης, ο οποίος έχει πολύ κατηγορηθεί για τα μύρια όσα τα τελευταία χρόνια, όπως κι όλοι οι πολιτικοί της περιόδου, καθώς ένα αριστερό κλισέ τους θεωρεί ταξικούς εχθρούς και προτιμά να ταυτίζεται με οπλαρχηγούς. Πάντως ότι κατάφερε αυτός ο άνθρωπος να διακριθεί στον πολιτικό στίβο σε μια εποχή που κυριαρχούσαν οι νότιοι, δείχνει ότι κάτι άξιζε. Λένε πως είναι συγγραφέας του σημαντικού βιβλίου του ελληνικού διαφωτισμού «Ελληνική Νομαρχία», αλλά σε αυτή τη φάση της κυρίαρχης αντιπάθειας δεν του το αναγνωρίζουν εύκολα. Πριν λίγες μέρες μάλιστα, η Σώτη Τριανταφύλλου σε ένα άρθρο της παρέθετε τη φράση «αυτός ο Κωλέττης πια το τι έφαγε…» χωρίς παραπάνω λεπτομέρειες. Ας πούμε ότι είναι ένας εύκολος στόχος. Πάντως μια ματιά στη γενική ιστορία δείχνει ότι έκανε κι άλλα πράγματα, κι ότι είχε σταθερό ευρωπαϊκό προσανατολισμό, όπως λέμε σήμερα. Οπότε, δεν μπορεί να μη σκεφτεί κανείς ότι ως ευρωπαϊστής θα ξεσήκωνε αντιπάθειες από τους οπλαρχηγούς που ήθελαν να κάνουν τα δικά τους.  
Κλήματα στα Τζουμέρκα















Τέλος πάντων, εδώ στο Συρράκο τον Κωλέττη τον έχουν περί πολλού βεβαίως, κι έχουν ερευνήσει τα αρχεία του και εκθέτουν τη ζωή και το έργο του. Όχι όμως όσο τον ποιητή Κώστα Κρυστάλλη που μπορεί να είναι πια ξεχασμένος αλλά υπήρξε εξαιρετικά δημοφιλής στις γενιές των πατεράδων και παππούδων μας συντελώντας στη δημιουργία ενός νέου ελληνικού ειδυλλιακού τοπίου στα βουνά με τη ζωή των κτηνοτρόφων. Η αίθουσα συνεδρίων του χωριού λέγεται Κώστας Κρυστάλλης, ο όμιλος χορών το ίδιο, υπάρχει στο σπίτι του Λαογραφικό μουσείο, κι ένα σωρό άλλες αναφορές γίνονται, και δίκαια. Άνθρωποι χωρίς άλλη σχέση με τα βουνά, την Ήπειρο τους Βλάχους κλπ, μάθαιναν το Συρράκο από τον Κρυστάλλη. Ανήκω σ’ αυτούς, στη βιβλιοθήκη του πατέρα μου υπήρχαν τα Άπαντα Κρυστάλλη υπό Βαλέτα, και τα ξεκοκάλισα. Σαν παιδί της πόλης ήμουν ιδανικός αναγνώστης αυτών των τόσο νοσταλγικών ποιημάτων και πεζών, και εξιδανίκευσα τη ζωή του χωριού δεκαετίες πριν πατήσω το πόδι μου σε αληθινό χωριό. Δεν είμαι η μόνη, είμαι νομίζω χαρακτηριστική περίπτωση. Ας πούμε συχνά όταν πήζω στην Αθήνα μου έρχονται στο μυαλό οι στίχοι του Σταυραετού, αλλά όπως διαπίστωσα τώρα, τους έχω ελαφρώς αλλάξει. Δεν είναι «..άνοιξε τις φτερούγες σου και πάρε με να φύγω..» όπως τους λέω εγώ, αλλά «δώσε μου τις φτερούγες σου και πάρε με μαζί σου..» Εγώ δηλαδή είχα φανταστεί κάτι σαν τη χήνα του Νιλς Χόλγκερσον. Εντάξει, ο Κρυστάλλης έγραφε μιμούμενος τα δημοτικά, τα οποία επιτρέπεται να αλλάζουν κατά τόπους και ανθρώπους
Όλ’ αυτά έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Όσο ρομαντική κι αν την έδειξε ο Κρυστάλλης, η ζωή του κτηνοτρόφου ήταν σκληρή, και τώρα πια έχουν μείνει στο χωριό μόνο δυο κτηνοτρόφοι. Τεχνίτες κι έμποροι έφυγαν νωρίτερα, αυτές κι αν ήταν δύσκολες δουλειές σε τόσο υψόμετρο. Και τώρα το θέμα είναι, θα τα καταφέρει αυτό το χωριό να ζήσει στις νέες συνθήκες;
Τώρα εγώ, έχοντας γυρίσει από τη Σκωτία, όπου περπατούσα σε βουνά και κάμπους, μαζί με άλλους οδοιπόρους και περιπατητές, πιστεύω ακράδαντα ότι αν στραφούν σε τέτοιου τύπου τουρισμό οι Συρρακιώτες θα βρουν πελάτες. Πώς έρχονται εδώ, κάθε χρόνο καταπώς μου λένε, αυτά τα παιδιά από τη Γερμανία; Θα μπορούσαν να έρχονται πολλοί περισσότεροι. Αλλά θέλει βέβαια χάρτες σε πρώτη ζήτηση, σε σταντ μπροστά –μπροστά στους ξενώνες και στα μαγαζιά, σημαδεμένα και συντηρημένα μονοπάτια, αξιοποίηση και ανάδειξη κάθε γωνιάς, περηφάνια για κάθε γωνιά. Η σκωτσέζικη τρέλα επ’ αυτού θα ήταν μια καλή σπουδή νομίζω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου