Ο ευαίσθητος ποιητής κι ακαδημαϊκός Μίμης
Σουλιώτης πέρασε στην άλλη όχθη, δυο μέρες πριν. Εγκατέλειψε τα εγκόσμια σε μια
εποχή που έχουμε ανάγκη από ανθρώπους με ανατρεπτικό χιούμορ. Από ανθρώπους που
βγάζουν τη γλώσσα στην πραγματικότητα. Φαίνεται πως ίδιος ήταν έτοιμος για όσα
βιώνουμε σήμερα. Γράφει στο ποίημά του «Οι καλές μέρες».
Οι μέρες της ευτυχίας πέρασαν/ και δεν το ξέραμε/
στο εξής πρέπει να ευτυχήσουμε στη δυστυχία/ να την κάνουμε να μπάζει από ευτυχία/
να της μοιάζει/ σαν η καλύτερή της εφεδρεία..
Συνδέθηκε με την πορεία μου στο δημόσιο
χώρο. Συναντηθήκαμε στη Φλώρινα, όπου έστησε την οικογένειά του. Μαχητής και
αμφισβητίας. Μια φιγούρα αέρινη που έμοιαζε να περπατάει λίγο πάνω από το έδαφος.
Όψη καθαρή, αύρα θετική, διάθεση ενεργητική που διαχύθηκε σε κάθε δραστηριότητά
του. Συναντηθήκαμε στα μέσα της δεκαετίας του 1990 στην Αλεξανδρούπολη, στο
συνέδριο για το παραμύθι που διοργάνωσα. Μαζί μας ο Γιάννης Παπακώστας και η
Γεωργία Λαδογιάννη. Ο Μίμης έβαλε τη ποιητική του δεξιότητα στην υπηρεσία της
παρέας. Στιχουργήματα δηκτικά για τους συμμετέχοντες που απέδιδαν την
κυκλοφορία προσώπων, συμπεριφορών, σιωπών. Ίσως, μαζί με τα πρακτικά που
εκδόθηκαν αργότερα, είναι η ανεκτίμητη προίκα αυτού του συνεδρίου που σημάδεψε
πολλού.
Ο Μίμης ήταν βαθύτατα πνευματικός
άνθρωπος. Μακριά από το στερεότυπο του διανοουμένου, επέλεξε τη Φλώρινα, κόντρα
στην τάση για παρεπιδημία κοντά στα κέντρα εξουσίας. Προτίμησε τη σωτηρία της
ψυχής του από τα ενδιαιτήματα της εξουσίας. Ωστόσο, τις προηγούμενες δεκαετίες
έκανε αισθητή την παρουσία του με τις επιφυλλίδες που δημοσίευε στην εφημερίδα
ΤΟ ΒΗΜΑ. Κύριο γνώρισμά του η ερωτική σχέση με τη γλώσσα. Τα κείμενά του
επεξεργασμένα και ζυγισμένα στη χρήση των λέξεων, που άνοιγαν την πόρτα στον
ποιητικό και πνευματικό του κόσμο. Είχε την ικανότητα να αιφνιδιάζει
φτιάχνοντας έναν δικό του κόσμο, προκλητικό, αυθάδη. Έφερε σε πρώτο πλάνο έναν
τρόπο έκφρασης που για πολλούς ήταν αντισυμβατικός, μη σοβαροφανής. Έβαλε στην
ποίησή του μια παιγνιώδη διάθεση.
Με τον Μίμη χαθήκαμε για αρκετό καιρό.
Για τελευταία φορά τον άκουσα στο τηλέφωνο τον Ιούνιο του 2012. Δώσαμε ραντεβού
στην Καρδίτσα, στο συνέδριο π[ου θα μιλούσε η κόρη του για το παραμύθι, υποψήφια
διδάκτορας. Τελικά, δεν ήταν γραφτό να ανταμώσουμε. Ούτε η κόρη του ήρθε,
στάθηκε κοντά του στον αγώνα που έδινε με την αδύναμη καρδιά του.
Φίλε Μίμη, μας πλήγωσες. Πολύ
περισσότερο τους μαθητές σου που θα στερηθούν τον χαρισματικό δάσκαλό τους.
Όμως, ξέρω, εσύ θα μας παρατηρείς από κει πάνω και θα κάνεις ποίηση τη θλίψη
μας.
Μίμη, καλό ταξίδι, στον κόσμο που πας θα
βρεις πολλούς και σημαντικούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου