Δεκαπενταύγουστος. Το μικρό Πάσχα του καλοκαιριού. Η κορύφωση των πανηγυριών του θέρους. Τα χοροστάσια στέναζαν από τους γλεντοκόπους που γιόρταζαν το σμίξιμο των οικογενειών. Αφορμή η Παναγιά, η πιο γλυκιά μορφή της θρησκευτικής μας παράδοσης. Είναι η μάνα και η γιαγιά-μπάμπω της λαϊκής μας παράδοσης. Αυτή που το βλέμμα της αγκαλιάζει τους πάντες με καλοσύνη. Που ακούει καρτερικά όλα τα παράπονα. Που είναι έτοιμη να δώσει τη βοήθειά της σ’ όσους την έχουν ανάγκη.
Διάσπαρτη όλη η Ελλάδα από «Παναγιές» κι αμέτρητα τα επίθετα που τη συνοδεύουν. Οι εκκλησιές είναι ο τόπος της προσευχής, της παρηγόριας και της παράκλησης. Είναι ο χώρος όπου οι πιστοί νιώθουν να εξομολογούνται τον πόνο τους σ’ έναν δικό τους άνθρωπο, σε μια οικεία μορφή. Στην μπάμπω, τη μάνα, την αδελφή. Ακόμη και στους ξένους, τους μετανάστες, η Παναγιά ανοίγει την αγκαλιά της. Γίνεται η Παναγία των Ξένων δείχνοντας έναν άλλο δρόμο, διαφορετικό προς αυτόν που επιλέγουν διάφοροι «πιστοί» σήμερα. Η Παναγία των Ξένων άνοιγε την αγκαλιά της και πρόσφερε στοργή και φιλοξενία στους οδοιπόρους που αναζητούσαν την τύχη τους μακριά από την πατρώα γη. Εδινε αγάπη και θαλπωρή, αντί για τη χολή και το μίσος που σπέρνουν όσοι επιτίθενται σε ανθρώπους με διαφορετικό χρώμα και πίστη.
Αμέτρητες οι «Παναγιές» που είναι χτισμένες σε απίθανα μέρη. Στα νησιά ζώνουν τις απόκρημνες ακρογιαλιές. Για τους Σαμοθρακίτες, το ξωκλήσι της Κρεμνιώτισσας ξόρκιζε τον φόβο από τις επιθέσεις των πειρατών. Ηταν ο μεγάλος τους σύμμαχος στην προσπάθεια των ανθρώπων να κάνουν δικό τους, να συμφιλιωθούν με τις αφιλόξενες ακτές. Στο Συρράκο και στα υπόλοιπα βλαχοχώρια της Πίνδου, η Παναγία ήταν η κορύφωση του καλοκαιρινού χρόνου για όλους, κτηνοτρόφους και μη, που προετοιμάζονταν για τον κάμπο.
Κοντά σ’ όλες τις «Παναγιές», δύο ταυτίστηκαν με εθνικές περιπέτειες, αλλά και με τις στοχεύσεις του μιντιακού μας μεταπολιτευτικού συστήματος. Η μία είναι η Παναγία της Τήνου. Για χρόνια ανέλαβε τον ρόλο της «εθνικής» Παναγίας. Κόσμος και κοσμάκης συνέρρεε ακουμπώντας τις ελπίδες του στην Παναγία. Η άλλη είναι η Παναγιά η Σουμελά, που γλύκανε τον πόνο της προσφυγιάς, στο Βέρμιο, στη διάβαση της Καστανιάς. Ηταν η Παναγιά των Ποντίων, που κατάφεραν να βάλουν το πολιτισμικό τους φώλι σ’ αυτό τον επιβλητικό τόπο. Δημιούργησαν ένα υποκατάστατο της ιστορικής, της αρχετυπικής Παναγίας Σουμελά. Ηταν μια δήλωση της πολιτιστικής τους ταυτότητας, που ακουμπούσε στην Παναγία. Ακόμη, έγινε η Παναγία της Βόρειας Ελλάδας που ένιωθε αδικημένη από την κεντρική διοίκηση.
Ομως, μετά το 1990, και οι δύο Παναγίες κουβάλησαν τις αμαρτίες του πελατειακού μας συστήματος. Πρωθυπουργοί και υπουργοί, βουλευτές και πολιτευτές δήλωναν παρόντες, συχνά κουβαλώντας και την ιερή εικόνα. Είναι όλοι αυτοί που χρησιμοποίησαν τις «Παναγίες» για τα μικροκομματικά τους συμφέροντα. Εκαναν τις «Παναγίες» μέρος της πολιτικής τους τακτικής.
Ο κόσμος συνεχίζει να πηγαίνει στα ανά την Ελλάδα πανηγύρια του Δεκαπενταύγουστου. Ομως, κάτι έχει αλλάξει. Βαραίνουν τα βήματα στο χοροστάσι. Με τις δυσκολίες που περνάμε όλοι είναι πολλοί εκείνοι που έχουν χάσει το κέφι τους. «Δεν ξέρω αν θα έχω το κουράγιο να χορέψω αυτό το καλοκαίρι στο πανηγύρι», μου εξομολογήθηκε φίλος. Είναι αρκετοί που νιώθουν αδύναμα τα πόδια τους. Που δεν έχουν τη διάθεση να γιορτάσουν, να ξεχαστούν.
Ο δρόμος είναι ανηφορικός. Το πανηγύρι όμως προσφέρει το ξαπόσταμα. Δίνει την ανάσα που χρειαζόμαστε όλοι. Και κάτι ακόμα. Το πανηγύρι μάς φέρνει κοντά. Ισως είναι ευκαιρία να δούμε τα πανηγύρια από μια άλλη πλευρά. Οχι σαν τόπο όπου ξεδιπλώνονται ο εγωισμός και η καταναλωτική επιδειξιομανία του καμπίσιου. Να τα δούμε σαν μια ευκαιρία να γνωριστούμε καλύτερα. Να νιώσουμε ο ένας δίπλα στον άλλο. Να σηκώσουμε όρθιο το κορμί, να το αφήσουμε να τανυστεί στους ήχους του κλαρίνου, του βιολιού και της λίρας, έτοιμο να αρπάξει το μέλλον στα χέρια του. Αυτό το θαύμα προσμένουμε τούτο τον Δεκαπενταύγουστο στο χοροστάσι της Γκούρας, στο Συρράκο, ή οπουδήποτε βρεθούμε.
………………………………………………………
* Καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου