Είναι εντυπωσιακό, άνθρωποι που ασχολούνται με το θέατρο είτε ως δημιουργοί, είτε ως κριτικοί, είτε ως σχολιαστές, είτε ως διευθυντές Κρατικών Θεάτρων, είτε ως υπεύθυνοι των επίσημων φεστιβάλ, είτε ως συστηματικοί θεατές, είτε ως διανοούμενοι, να βρίσκονται σε τέτοια σύγχυση σε σχέση με τις παραστάσεις που ανεβαίνουν, αλλά και να κρύβονται πίσω από το δάχτυλό τους ή να έχουν παντελή έλλειψη επίγνωσης των δικών τους ευθυνών για τη θεατρική λαίλαπα που μαστίζει το θέατρο την τελευταία δεκαετία.
Λαίλαπα θεωρώ τις διάφορες παραστάσεις στις οποίες κυριαρχούν μεταμοντέρνες εκδοχές, το γυμνό, η αλλαγή φύλου των ρόλων, οι αποδομήσεις κάθε είδους.
Φέτος ανέβηκαν τουλάχιστον πέντε επίσημες παραγωγές με αλλαγές στο φύλο των ρόλων και αρκετές άλλες με αδικαιολόγητο γυμνό, ως συνήθως. Φέτος, επίσης, για πρώτη φορά, παρατηρείται μια σθεναρή αντίδραση από σχολιαστές, κριτικούς, ανθρώπους του πνεύματος αλλά και από το κοινό απέναντι σε αυτά τα ανεβάσματα των έργων.
Εάν αναλύσει κανείς τις απόψεις των καλλιτεχνών που ανεβάζουν τις παραστάσεις αυτές, τις απόψεις αυτών που αντιδρούν αρνητικά απέναντί τους και τις απόψεις αυτών που τις υποστηρίζουν, θα δει πως επικρατεί μια διάχυτη σύγχυση.
Οι δημιουργοί και οι υποστηρικτές αυτών των παραστάσεων παραβλέπουν έναν σημαντικό παράγοντα που στην ουσία αποκαλύπτει τον αβασάνιστο τρόπο που ανεβαίνουν αυτές οι παραστάσεις. Ο παράγοντας αυτός είναι η πληθώρα αυτών των παραστάσεων σε ένα μόνο καλοκαίρι, που σημαίνει πως δεν έχουμε να κάνουμε με μια ειδική περίπτωση αυτού του είδους από έναν μεταμοντέρνο, ψαγμένο, προχωρημένο, άσχετο, επιδειξιομανή (χρησιμοποιήστε όποιο χαρακτηρισμό θέλετε) σκηνοθέτη, αλλά με πέντε και παραπάνω τέτοιες παραστάσεις. Άρα, δεν πρόκειται για κάποιο μεμονωμένο και ιδιαίτερο θεατρικό γεγονός αλλά για μόδα, για μιμητισμό, για τάση προς το διαφορετικό και το σκανδαλώδες εις βάρος του έργου, του κειμένου, των ηθοποιών και των θεατών.
Το ίδιο συμβαίνει με τους σκηνοθέτες και ηθοποιούς που χρησιμοποιούν το γυμνό συστηματικά ως μέσο έκφρασης. Πολύ γυμνό κυκλοφορεί τελευταία στις θεατρικές σκηνές. Τόσα έργα πια υπάρχουν που απαιτούν γυμνό ή μήπως αυτό εξυπηρετεί την αμηχανία και την ρηχότητα των συγκεκριμένων σκηνοθετών; Υπάρχουν και ορισμένοι ηθοποιοί οι οποίοι σχεδόν σε κάθε παράσταση, ανεξαρτήτως του έργου μας φανερώνουν τα απόκρυφά τους, τα οποία μετά από τόσες παρελάσεις μόνο απόκρυφα δεν είναι. Αυτή η εμμονή στο τσιτσίδωμα δεν έχει καμία σχέση με την υποκριτική, ή την θεατρική έκφραση, ή την ψυχική αποκάλυψη του ρόλου όπως θέλουν να το παρουσιάζουν. Άντε να γίνει μια φορά, άντε δύο, αλλά όταν γίνεται συνέχεια από τους ίδιους ανθρώπους γεννά ερωτηματικά. Γι αυτό είναι απαραίτητο οι θαυμαστές τους να αντιληφθούν την τεράστια απόσταση που χωρίζει την πρωτοπορία από τη μόδα, τη μανιέρα και τον μαϊμουδισμό.
Τελευταία, στον Τύπο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχει αρχίσει μια φιλολογία και μια διαμάχη με θέμα το μεταμοντέρνο ενάντια στο κλασικό ανέβασμα των έργων. Οι υποστηριχτές του μεταμοντέρνου θεωρούν τις αυθαίρετες ανατροπές των έργων ως φυσική εξέλιξη της τέχνης, και τα κλασικά ανεβάσματα ως βαρετά και ξεπερασμένα. Οι αντίπαλοι του μεταμοντέρνου κατηγορούν ως βασικό υπεύθυνο της αποδόμησης των έργων τον σκηνοθέτη -ορισμένοι ίσως να επιθυμούν και την κατάργησή του ως συντελεστή της παράστασης- και εύχονται να μπορέσουν να δουν παραστάσεις χωρίς τη σκηνοθετική παρέμβαση. Δηλαδή έχουμε να κάνουμε με πόλεμο μεταξύ ακραίων απόψεων, διότι κανείς δεν δείχνει να ενδιαφέρεται για το τι πρέπει να συμβαίνει ανάμεσα στα δύο άκρα. Προφανώς ο Κουν, ο Βολανάκης και άλλοι, δεν υπήρξαν ποτέ. Απλώς τους φανταστήκαμε.
Κατά την γνώμη των μεταμοντέρνων άμα είναι να μας παίρνει ο ύπνος με τις βαρετές και κλασικά ανεβασμένες παραστάσεις, τότε καλύτερα να παίξει την Κλυταιμνήστρα ένας φαντάρος, τον Ορέστη ένα κοριτσάκι του δημοτικού, τον Αίγισθο μια τραβεστί, τον Πυλάδη ένας Κινέζος, τον Παιδαγωγό ένας ακροβάτης, κτλ.
Από την άλλη, είναι αλήθεια πως στις μουσειακές κλασικές παραστάσεις κυριαρχεί η πλήξη και η ανούσια παρουσίαση του έργου. Αυτό συμβαίνει λόγω της επιδερμικής υποκριτικής και της αφόρητης στομφώδους εκφοράς του λόγου. Όμως και στις δυο εκδοχές η υποκριτική πάσχει. Στις μουσειακές παραστάσεις τα συναισθήματα που βιώνουν οι ήρωες του έργου παίζονται με λαρυγγισμούς, πόζες και υπερβολές χωρίς ίχνος ειλικρίνειας, στις μεταμοντέρνες παραστάσεις το συναίσθημα απουσιάζει εντελώς ή στραγγαλίζεται από αναποτελεσματικές, αυθαίρετες και άσκοπες δραστηριότητες και τα ατελείωτα σούρτα-φέρτα που εκμηδενίζουν τα πάντα γύρω τους.
Το «τραγικό» είναι ότι δεν έχουμε πια σκηνοθέτες σαν τον Κουν που συνδύαζε το κλασικό με το σύγχρονο, που σεβόταν τους συγγραφείς, που δούλευε με λεπτομέρεια τους ηθοποιούς, που σεβόταν την εκφορά, την ποιότητα και την σημασία του λόγου των κειμένων σε όποιο είδος θεάτρου κι αν ανήκαν. Όσοι είχαν την τύχη να δουν παραστάσεις του, τραγωδίας ή κωμωδίας, στην Επίδαυρο, θα θυμούνται πως το κοινό τις παρακολουθούσε με κατάνυξη. Έφευγες από το θέατρο σοφότερος, συγκινημένος, προβληματισμένος, τυλιγμένος σε ένα πέπλο πολιτισμού και τέχνης.
Σήμερα, οι παραστάσεις έχουν κόλπα, τερτίπια, ανατροπές, αλλαγές φύλου, πηδηματάκια, ακροβατικά, τρεχαλητά, κτλ. Όσο για την εκφορά του λόγου, υπάρχουν από την μια πλευρά δυο τρεις εκδοχές στακάτου ή διακοπτόμενου λόγου που αλλοιώνει τη ροή του κειμένου και της δράσης. Οι ηθοποιοί μιλάνε σαν να ανεβαίνουν σκάλα τρέχοντας, ή να έχουν πρόβλημα μνήμης και να τους έρχονται τα λόγια σε δόσεις, ή να μην ξέρουν από τονισμούς, και από την άλλη έχουμε εκφορά δήθεν καθημερινή, δήθεν άμεση, τηλεοπτική, μεταγλώττισης, μπανάλ, που δεν ταιριάζει καθόλου σε κανένα είδος θεάτρου.
Το θέμα είναι πώς φτάσαμε ως εδώ. Πώς φτάσαμε μέσα σε ένα καλοκαίρι να έχουμε τόσες παρόμοιες εκδοχές μεταμοντέρνων ή πειραγμένων παραστάσεων σε επίσημα φεστιβάλ; Πως φτάσαμε στο σημείο να μην ξεχωρίζουμε τις διαφορές μεταξύ μεταμοντέρνου, κλασικού, σύγχρονου και μουσειακού θεάτρου;
Τρεις είναι οι βασικές εστίες του προβλήματος:
Λαίλαπα θεωρώ τις διάφορες παραστάσεις στις οποίες κυριαρχούν μεταμοντέρνες εκδοχές, το γυμνό, η αλλαγή φύλου των ρόλων, οι αποδομήσεις κάθε είδους.
Φέτος ανέβηκαν τουλάχιστον πέντε επίσημες παραγωγές με αλλαγές στο φύλο των ρόλων και αρκετές άλλες με αδικαιολόγητο γυμνό, ως συνήθως. Φέτος, επίσης, για πρώτη φορά, παρατηρείται μια σθεναρή αντίδραση από σχολιαστές, κριτικούς, ανθρώπους του πνεύματος αλλά και από το κοινό απέναντι σε αυτά τα ανεβάσματα των έργων.
Εάν αναλύσει κανείς τις απόψεις των καλλιτεχνών που ανεβάζουν τις παραστάσεις αυτές, τις απόψεις αυτών που αντιδρούν αρνητικά απέναντί τους και τις απόψεις αυτών που τις υποστηρίζουν, θα δει πως επικρατεί μια διάχυτη σύγχυση.
Οι δημιουργοί και οι υποστηρικτές αυτών των παραστάσεων παραβλέπουν έναν σημαντικό παράγοντα που στην ουσία αποκαλύπτει τον αβασάνιστο τρόπο που ανεβαίνουν αυτές οι παραστάσεις. Ο παράγοντας αυτός είναι η πληθώρα αυτών των παραστάσεων σε ένα μόνο καλοκαίρι, που σημαίνει πως δεν έχουμε να κάνουμε με μια ειδική περίπτωση αυτού του είδους από έναν μεταμοντέρνο, ψαγμένο, προχωρημένο, άσχετο, επιδειξιομανή (χρησιμοποιήστε όποιο χαρακτηρισμό θέλετε) σκηνοθέτη, αλλά με πέντε και παραπάνω τέτοιες παραστάσεις. Άρα, δεν πρόκειται για κάποιο μεμονωμένο και ιδιαίτερο θεατρικό γεγονός αλλά για μόδα, για μιμητισμό, για τάση προς το διαφορετικό και το σκανδαλώδες εις βάρος του έργου, του κειμένου, των ηθοποιών και των θεατών.
Το ίδιο συμβαίνει με τους σκηνοθέτες και ηθοποιούς που χρησιμοποιούν το γυμνό συστηματικά ως μέσο έκφρασης. Πολύ γυμνό κυκλοφορεί τελευταία στις θεατρικές σκηνές. Τόσα έργα πια υπάρχουν που απαιτούν γυμνό ή μήπως αυτό εξυπηρετεί την αμηχανία και την ρηχότητα των συγκεκριμένων σκηνοθετών; Υπάρχουν και ορισμένοι ηθοποιοί οι οποίοι σχεδόν σε κάθε παράσταση, ανεξαρτήτως του έργου μας φανερώνουν τα απόκρυφά τους, τα οποία μετά από τόσες παρελάσεις μόνο απόκρυφα δεν είναι. Αυτή η εμμονή στο τσιτσίδωμα δεν έχει καμία σχέση με την υποκριτική, ή την θεατρική έκφραση, ή την ψυχική αποκάλυψη του ρόλου όπως θέλουν να το παρουσιάζουν. Άντε να γίνει μια φορά, άντε δύο, αλλά όταν γίνεται συνέχεια από τους ίδιους ανθρώπους γεννά ερωτηματικά. Γι αυτό είναι απαραίτητο οι θαυμαστές τους να αντιληφθούν την τεράστια απόσταση που χωρίζει την πρωτοπορία από τη μόδα, τη μανιέρα και τον μαϊμουδισμό.
Τελευταία, στον Τύπο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχει αρχίσει μια φιλολογία και μια διαμάχη με θέμα το μεταμοντέρνο ενάντια στο κλασικό ανέβασμα των έργων. Οι υποστηριχτές του μεταμοντέρνου θεωρούν τις αυθαίρετες ανατροπές των έργων ως φυσική εξέλιξη της τέχνης, και τα κλασικά ανεβάσματα ως βαρετά και ξεπερασμένα. Οι αντίπαλοι του μεταμοντέρνου κατηγορούν ως βασικό υπεύθυνο της αποδόμησης των έργων τον σκηνοθέτη -ορισμένοι ίσως να επιθυμούν και την κατάργησή του ως συντελεστή της παράστασης- και εύχονται να μπορέσουν να δουν παραστάσεις χωρίς τη σκηνοθετική παρέμβαση. Δηλαδή έχουμε να κάνουμε με πόλεμο μεταξύ ακραίων απόψεων, διότι κανείς δεν δείχνει να ενδιαφέρεται για το τι πρέπει να συμβαίνει ανάμεσα στα δύο άκρα. Προφανώς ο Κουν, ο Βολανάκης και άλλοι, δεν υπήρξαν ποτέ. Απλώς τους φανταστήκαμε.
Κατά την γνώμη των μεταμοντέρνων άμα είναι να μας παίρνει ο ύπνος με τις βαρετές και κλασικά ανεβασμένες παραστάσεις, τότε καλύτερα να παίξει την Κλυταιμνήστρα ένας φαντάρος, τον Ορέστη ένα κοριτσάκι του δημοτικού, τον Αίγισθο μια τραβεστί, τον Πυλάδη ένας Κινέζος, τον Παιδαγωγό ένας ακροβάτης, κτλ.
Από την άλλη, είναι αλήθεια πως στις μουσειακές κλασικές παραστάσεις κυριαρχεί η πλήξη και η ανούσια παρουσίαση του έργου. Αυτό συμβαίνει λόγω της επιδερμικής υποκριτικής και της αφόρητης στομφώδους εκφοράς του λόγου. Όμως και στις δυο εκδοχές η υποκριτική πάσχει. Στις μουσειακές παραστάσεις τα συναισθήματα που βιώνουν οι ήρωες του έργου παίζονται με λαρυγγισμούς, πόζες και υπερβολές χωρίς ίχνος ειλικρίνειας, στις μεταμοντέρνες παραστάσεις το συναίσθημα απουσιάζει εντελώς ή στραγγαλίζεται από αναποτελεσματικές, αυθαίρετες και άσκοπες δραστηριότητες και τα ατελείωτα σούρτα-φέρτα που εκμηδενίζουν τα πάντα γύρω τους.
Το «τραγικό» είναι ότι δεν έχουμε πια σκηνοθέτες σαν τον Κουν που συνδύαζε το κλασικό με το σύγχρονο, που σεβόταν τους συγγραφείς, που δούλευε με λεπτομέρεια τους ηθοποιούς, που σεβόταν την εκφορά, την ποιότητα και την σημασία του λόγου των κειμένων σε όποιο είδος θεάτρου κι αν ανήκαν. Όσοι είχαν την τύχη να δουν παραστάσεις του, τραγωδίας ή κωμωδίας, στην Επίδαυρο, θα θυμούνται πως το κοινό τις παρακολουθούσε με κατάνυξη. Έφευγες από το θέατρο σοφότερος, συγκινημένος, προβληματισμένος, τυλιγμένος σε ένα πέπλο πολιτισμού και τέχνης.
Σήμερα, οι παραστάσεις έχουν κόλπα, τερτίπια, ανατροπές, αλλαγές φύλου, πηδηματάκια, ακροβατικά, τρεχαλητά, κτλ. Όσο για την εκφορά του λόγου, υπάρχουν από την μια πλευρά δυο τρεις εκδοχές στακάτου ή διακοπτόμενου λόγου που αλλοιώνει τη ροή του κειμένου και της δράσης. Οι ηθοποιοί μιλάνε σαν να ανεβαίνουν σκάλα τρέχοντας, ή να έχουν πρόβλημα μνήμης και να τους έρχονται τα λόγια σε δόσεις, ή να μην ξέρουν από τονισμούς, και από την άλλη έχουμε εκφορά δήθεν καθημερινή, δήθεν άμεση, τηλεοπτική, μεταγλώττισης, μπανάλ, που δεν ταιριάζει καθόλου σε κανένα είδος θεάτρου.
Το θέμα είναι πώς φτάσαμε ως εδώ. Πώς φτάσαμε μέσα σε ένα καλοκαίρι να έχουμε τόσες παρόμοιες εκδοχές μεταμοντέρνων ή πειραγμένων παραστάσεων σε επίσημα φεστιβάλ; Πως φτάσαμε στο σημείο να μην ξεχωρίζουμε τις διαφορές μεταξύ μεταμοντέρνου, κλασικού, σύγχρονου και μουσειακού θεάτρου;
Τρεις είναι οι βασικές εστίες του προβλήματος:
- Οι διάφοροι σχολιαστές και κριτικοί οι οποίοι είτε λόγω άγνοιας, είτε λόγω σύγχυσης, είτε λόγω διαπλεκόμενων συμφερόντων, με τα κείμενα τους σαλατοποιούν την αισθητική και το κριτήριο του κοινού, ενθαρρύνουν, αποθαρρύνουν, παροτρύνουν τους καλλιτέχνες ανάλογα με την δική τους προσωπική αισθητική και αντίληψη του θεάτρου, επηρεάζουν τους υπεύθυνους των φεστιβάλ στις επιλογές τους, και γενικότερα διαμορφώνουν την κοινή γνώμη.
- Οι υπεύθυνοι των επίσημων καλοκαιρινών φεστιβάλ της χώρας και οι διευθυντές των Κρατικών Θεάτρων οι οποίοι καθορίζουν τους θεατρικούς και πολιτιστικούς στόχους των φεστιβάλ και τα κριτήρια επιλογής των παραστάσεων και των καλλιτεχνών.
- Η ανύπαρκτη εκπαίδευση σκηνοθεσίας.
Για να δούμε μερικά από τα σχόλια που γράφτηκαν αυτό το καλοκαίρι σε σχέση με τις παραστάσεις αυτές, από διάφορους σχολιαστές που ασχολούνται επαγγελματικά με το θέατρο και τις τέχνες γενικότερα, χωρίς να αναφέρω ονόματα διότι δεν είναι αυτός ο στόχος του κειμένου μου.
Ένας σχολιαστής, με αρκετή δόση ειρωνείας, αφού κάνει μια λίστα με τους ρόλους που θα παιχτούν από ηθοποιούς διαφορετικού φύλου αυτό το καλοκαίρι ( Ο Προμηθέας, ο Διόνυσος και ο Τειρεσίας από γυναίκες ηθοποιούς, η μάνα από τον «Ματωμένο Γάμο» και η Άτοσσα από τους «Πέρσες» από άνδρες ηθοποιούς), λέει πως το μεμπτόν βρίσκεται στο ότι οι καλλιτέχνες αυτοί δεν μας ομολογούν πως οι επιλογές τους προέρχονται από τη φιλοδοξία τους να παίξουν ρόλους που τους ζηλεύουν, αλλά αντί για αυτό επιστρατεύονται ψυχαναλυτικές, κοινωνιολογικές, ταξικές, ιδεολογικές αρλούμπες. Συμφωνώ απολύτως για τις αρλούμπες, όμως από ό,τι φαίνεται δεν έχει ιδιαίτερο πρόβλημα με την αλλαγή φύλου των ρόλων, το πρόβλημά του είναι οι επεξηγήσεις των καλλιτεχνών ως προς την επιλογή τους να παίξουν ρόλο άλλου φύλου. Μέσα στην σύγχυσή του, αντί να κρίνει τις συνέπειες που αυτό μπορεί να έχει πάνω στο έργο, κρίνει τον βαθμό ειλικρίνειας των κινήτρων των ηθοποιών.
Γιατί όμως αντιδρά σήμερα; Το 2006 ο Λευτέρης Βογιατζής ανέβασε στην Επίδαυρο την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή με τέσσερις αλλαγές φύλου στη διανομή των ρόλων, μεταξύ των οποίων ο Τειρεσίας, που παίχτηκε από γυναίκα και η μητέρα του Αίμονα, η Ευρυδίκη, από άνδρα. Οι δικαιολογίες και τότε ήταν στην κατηγορία της αρλούμπας. Γιατί κανείς δεν προέβαλε τις αντιρρήσεις που προβάλουν σήμερα; Μήπως για λόγους ελιτισμού δεν τολμούσαν να κρίνουν αρνητικά τον Λευτέρη Βογιατζή, μήπως από τον φόβο μη θεωρηθούν οπισθοδρομικοί, ή μήπως λόγω ανεπάρκειας ή και δουλοπρέπειας; Πρόπερσι είχαμε άνδρα να παίζει στην Επίδαυρο την Ιοκάστη, πέρυσι είχαμε άνδρα να παίζει στην Επίδαυρο την Μήδεια, αλλά και πάλι κανείς δεν βγήκε να εκφράσει τις αντιρρήσεις του όπως γίνεται φέτος.
Ένας άλλος σχολιαστής, μέσα από ένα κείμενο αρνητικό, αλλά απολύτως τεκμηριωμένο, προς τις παραστάσεις που αλλάζουν φύλο στους ήρωες και που λόγω των πολλαπλών αυθαιρεσιών παραμορφώνουν τα έργα των συγγραφέων, επιτίθεται συλλήβδην κατά των σκηνοθετών που παρεμβαίνουν. Αντί να αναφερθεί σε εκείνους τους σκηνοθέτες που λόγω θεατρικής αγραμματοσύνης, λόγω έλλειψης σεβασμού απέναντι στον συγγραφέα, λόγω ναρκισσισμού, ασχετοσύνης, επιδειξιομανίας και πιθηκισμού παρεμβαίνουν και καταστρέφουν τα έργα, διαγράφει μονοκοντυλιά όλους τους σκηνοθέτες, όλες τις σκηνοθετικές παρεμβάσεις που έχουν γίνει από σημαντικούς σκηνοθέτες, οι οποίες συνετέλεσαν στην εξέλιξη του θεάτρου παγκοσμίως. Και βέβαια παρεμβαίνει ο σκηνοθέτης, αλλιώς θα είχαμε μόνο μία εκδοχή ανεβάσματος των έργων. Ο συγγραφέας γράφει το έργο στο χαρτί, ο σκηνοθέτης «γράφει» το έργο στην σκηνή. Το ζητούμενο είναι ο δεύτερος να «γράφει» στη σκηνή το έργο που έγραψε ο πρώτος και όχι να το κάνει αγνώριστο. Μάλλον αυτό εννοούσε ο συγκεκριμένος σχολιαστής, όμως ο τρόπος που το διατύπωσε προκαλεί σύγχυση σε σχέση με τον ρόλο του σκηνοθέτη και επιδεινώνει την ήδη βεβαρημένη κατάσταση στην χώρα μας, όπου όλοι οι πρωταγωνιστές έχουν γίνει και σκηνοθέτες με τα γνωστά μέτρια έως άθλια αποτελέσματα που βλέπουμε στην σκηνή.
Ένας τρίτος, μέσα στο σχόλιό του, περιγράφει τα άπειρα σκηνοθετικά λάθη του σκηνοθέτη, π.χ.: «οι ηθοποιοί πηδούσαν σαν κατσίκια – αναποτελεσματική κινητικότητα / λόγος στακάτος, με χτυπήματα σε όλες τις λέξεις, σπασμωδικός, με ήχους Λευτέρη Βογιατζή, με πολλές χειρονομίες, με μούτες / εκφορά που οδηγούσε στην πλήξη / κατακερμάτισαν το κείμενο και ισοπέδωσαν εντελώς τους ηθοποιούς / πληκτική μονοτονία…» και πολλά άλλα παρόμοια. Τελειώνοντας όμως, συμπληρώνει πως παρ’ όλα αυτά προτιμάει αυτό το ανέβασμα του έργου από οποιοδήποτε αναμάσημα παραστάσεων που υποτίθεται ότι ακολουθούν την παράδοση και αναρωτιέται «ποια παράδοση;»!
Εδώ ο σχολιαστής, προφανώς από τον φόβο μήπως κατηγορηθεί ως συντηρητικός, από την μια μας λέει πως η παράσταση είχε τα χάλια της και από την άλλη μας λέει πως θα την προτιμούσε από οποιαδήποτε κακή «παραδοσιακή» παράσταση. Πώς είναι δυνατόν κάποιος να προτιμάει κάτι το οποίο λέει ότι ήταν απογοητευτικό και χάλια σε όλα τα επίπεδα; Δηλαδή τι είναι αυτό που προτιμάει; Εάν δεν του αρέσουν τα κακά «παραδοσιακά» ανεβάσματα δεν σημαίνει πως θα πρέπει να προτιμάει, να ενθαρρύνει και να χαϊδεύει οτιδήποτε άλλο είναι χάλια. Δηλαδή μεσαία κατάσταση δεν υπάρχει, ή το ένα χάλι ή το άλλο; Διότι εάν αυτή είναι η μόνη μας επιλογή τότε τίποτε από τα δύο. Καλύτερα να το διαβάσουμε το έργο σπίτι μας. Στο δε τέλος του σχολίου, με την ερώτηση «ποια παράδοση;» σβήνει από την ιστορία του θεάτρου μας το στίγμα, τα επιτεύγματα, τους προβληματισμούς που άφησαν πίσω τους σκηνοθέτες όπως ο Κουν, ο Ροντήρης, ο Βολανάκης και άλλοι. Τα «ναι μεν αλλά» δεν βοηθούν, αντιθέτως δημιουργούν σύγχυση και στο κοινό και στους καλλιτέχνες.
Σε πολλά από τα αρνητικά σχόλια που γράφτηκαν τελευταία γίνεται αναφορά και σε συγκεκριμένες εκφραστικές επιλογές των ηθοποιών, όπως: «έτρεχαν και πηδούσαν σαν τα κατσίκια» ή «χοροπηδά και επιδίδεται σε γυμναστικές ασκήσεις, μπρούμυτα, ανάσκελα, πρηνηδόν, ανακούρκουδα...». Μου κάνει εντύπωση η άγνοια των σχολιαστών απέναντι σε αυτό που έχουν δημιουργήσει οι ίδιοι. Τα τελευταία χρόνια, δυστυχώς, οι σπασμωδικές κινήσεις, τα ασταμάτητα τρεχαλητά, τα κτυπήματα πάνω σε τοίχους, η συνεχής σωματική κίνηση που μοιάζει με κατσίκια που χοροπηδάνε ή με γυμναστικές ασκήσεις, έχουν θεωρηθεί ως ύψιστη υποκριτική έκφραση που ανήκει σε τραγωδούς μεγάλου μεγέθους. Όταν λοιπόν οι σχολιαστές υμνούσαν τους ηθοποιούς που κοπανιόντουσαν δεξιά και αριστερά, πηδούσαν και τσινούσαν επί σκηνής σε αρχαίες τραγωδίες και όχι μόνο, παρασύροντας τους καλλιτέχνες αυτούς σε αφόρητη κινησιολογική μανιέρα, παρασύροντας επίσης και άλλους στο να τους μιμηθούν, τώρα γιατί τσινάνε οι ίδιοι με τα τσινίσματα που επευφημούσαν και χειροκροτούσαν;
Όλα αυτά και πολλά άλλα δείχνουν μια συγκεχυμένη και θολή αντίληψη των πραγμάτων σε σχέση με το θέατρο. Ακούγονται ημιτελείς απόψεις πάνω στη σκηνοθεσία, την υποκριτική, την πρωτοπορία, την ουσία του θεάτρου, στο τι θεωρείται συντηρητικό και τι όχι. Η ίδια ακριβώς σύγχυση επικρατεί και στην πολιτική μας ζωή. Τι είναι δεξιό, τι είναι αριστερό, τι είναι κέντρο, τι είναι κεντροδεξιό, τι είναι κεντροαριστερό, ποιος θα παίξει τερματοφύλακας και ως αποτέλεσμα και εκεί έχουμε χάσει τη μπάλα.
Θα τελειώσω με ένα απόσπασμα από κείμενο που γράφτηκε το 1998 από τον Μάριο Πλωρίτη, έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες θεατράνθρωπους, το οποίο με εκφράζει απόλυτα:
Ένας άλλος σχολιαστής, μέσα από ένα κείμενο αρνητικό, αλλά απολύτως τεκμηριωμένο, προς τις παραστάσεις που αλλάζουν φύλο στους ήρωες και που λόγω των πολλαπλών αυθαιρεσιών παραμορφώνουν τα έργα των συγγραφέων, επιτίθεται συλλήβδην κατά των σκηνοθετών που παρεμβαίνουν. Αντί να αναφερθεί σε εκείνους τους σκηνοθέτες που λόγω θεατρικής αγραμματοσύνης, λόγω έλλειψης σεβασμού απέναντι στον συγγραφέα, λόγω ναρκισσισμού, ασχετοσύνης, επιδειξιομανίας και πιθηκισμού παρεμβαίνουν και καταστρέφουν τα έργα, διαγράφει μονοκοντυλιά όλους τους σκηνοθέτες, όλες τις σκηνοθετικές παρεμβάσεις που έχουν γίνει από σημαντικούς σκηνοθέτες, οι οποίες συνετέλεσαν στην εξέλιξη του θεάτρου παγκοσμίως. Και βέβαια παρεμβαίνει ο σκηνοθέτης, αλλιώς θα είχαμε μόνο μία εκδοχή ανεβάσματος των έργων. Ο συγγραφέας γράφει το έργο στο χαρτί, ο σκηνοθέτης «γράφει» το έργο στην σκηνή. Το ζητούμενο είναι ο δεύτερος να «γράφει» στη σκηνή το έργο που έγραψε ο πρώτος και όχι να το κάνει αγνώριστο. Μάλλον αυτό εννοούσε ο συγκεκριμένος σχολιαστής, όμως ο τρόπος που το διατύπωσε προκαλεί σύγχυση σε σχέση με τον ρόλο του σκηνοθέτη και επιδεινώνει την ήδη βεβαρημένη κατάσταση στην χώρα μας, όπου όλοι οι πρωταγωνιστές έχουν γίνει και σκηνοθέτες με τα γνωστά μέτρια έως άθλια αποτελέσματα που βλέπουμε στην σκηνή.
Ένας τρίτος, μέσα στο σχόλιό του, περιγράφει τα άπειρα σκηνοθετικά λάθη του σκηνοθέτη, π.χ.: «οι ηθοποιοί πηδούσαν σαν κατσίκια – αναποτελεσματική κινητικότητα / λόγος στακάτος, με χτυπήματα σε όλες τις λέξεις, σπασμωδικός, με ήχους Λευτέρη Βογιατζή, με πολλές χειρονομίες, με μούτες / εκφορά που οδηγούσε στην πλήξη / κατακερμάτισαν το κείμενο και ισοπέδωσαν εντελώς τους ηθοποιούς / πληκτική μονοτονία…» και πολλά άλλα παρόμοια. Τελειώνοντας όμως, συμπληρώνει πως παρ’ όλα αυτά προτιμάει αυτό το ανέβασμα του έργου από οποιοδήποτε αναμάσημα παραστάσεων που υποτίθεται ότι ακολουθούν την παράδοση και αναρωτιέται «ποια παράδοση;»!
Εδώ ο σχολιαστής, προφανώς από τον φόβο μήπως κατηγορηθεί ως συντηρητικός, από την μια μας λέει πως η παράσταση είχε τα χάλια της και από την άλλη μας λέει πως θα την προτιμούσε από οποιαδήποτε κακή «παραδοσιακή» παράσταση. Πώς είναι δυνατόν κάποιος να προτιμάει κάτι το οποίο λέει ότι ήταν απογοητευτικό και χάλια σε όλα τα επίπεδα; Δηλαδή τι είναι αυτό που προτιμάει; Εάν δεν του αρέσουν τα κακά «παραδοσιακά» ανεβάσματα δεν σημαίνει πως θα πρέπει να προτιμάει, να ενθαρρύνει και να χαϊδεύει οτιδήποτε άλλο είναι χάλια. Δηλαδή μεσαία κατάσταση δεν υπάρχει, ή το ένα χάλι ή το άλλο; Διότι εάν αυτή είναι η μόνη μας επιλογή τότε τίποτε από τα δύο. Καλύτερα να το διαβάσουμε το έργο σπίτι μας. Στο δε τέλος του σχολίου, με την ερώτηση «ποια παράδοση;» σβήνει από την ιστορία του θεάτρου μας το στίγμα, τα επιτεύγματα, τους προβληματισμούς που άφησαν πίσω τους σκηνοθέτες όπως ο Κουν, ο Ροντήρης, ο Βολανάκης και άλλοι. Τα «ναι μεν αλλά» δεν βοηθούν, αντιθέτως δημιουργούν σύγχυση και στο κοινό και στους καλλιτέχνες.
Σε πολλά από τα αρνητικά σχόλια που γράφτηκαν τελευταία γίνεται αναφορά και σε συγκεκριμένες εκφραστικές επιλογές των ηθοποιών, όπως: «έτρεχαν και πηδούσαν σαν τα κατσίκια» ή «χοροπηδά και επιδίδεται σε γυμναστικές ασκήσεις, μπρούμυτα, ανάσκελα, πρηνηδόν, ανακούρκουδα...». Μου κάνει εντύπωση η άγνοια των σχολιαστών απέναντι σε αυτό που έχουν δημιουργήσει οι ίδιοι. Τα τελευταία χρόνια, δυστυχώς, οι σπασμωδικές κινήσεις, τα ασταμάτητα τρεχαλητά, τα κτυπήματα πάνω σε τοίχους, η συνεχής σωματική κίνηση που μοιάζει με κατσίκια που χοροπηδάνε ή με γυμναστικές ασκήσεις, έχουν θεωρηθεί ως ύψιστη υποκριτική έκφραση που ανήκει σε τραγωδούς μεγάλου μεγέθους. Όταν λοιπόν οι σχολιαστές υμνούσαν τους ηθοποιούς που κοπανιόντουσαν δεξιά και αριστερά, πηδούσαν και τσινούσαν επί σκηνής σε αρχαίες τραγωδίες και όχι μόνο, παρασύροντας τους καλλιτέχνες αυτούς σε αφόρητη κινησιολογική μανιέρα, παρασύροντας επίσης και άλλους στο να τους μιμηθούν, τώρα γιατί τσινάνε οι ίδιοι με τα τσινίσματα που επευφημούσαν και χειροκροτούσαν;
Όλα αυτά και πολλά άλλα δείχνουν μια συγκεχυμένη και θολή αντίληψη των πραγμάτων σε σχέση με το θέατρο. Ακούγονται ημιτελείς απόψεις πάνω στη σκηνοθεσία, την υποκριτική, την πρωτοπορία, την ουσία του θεάτρου, στο τι θεωρείται συντηρητικό και τι όχι. Η ίδια ακριβώς σύγχυση επικρατεί και στην πολιτική μας ζωή. Τι είναι δεξιό, τι είναι αριστερό, τι είναι κέντρο, τι είναι κεντροδεξιό, τι είναι κεντροαριστερό, ποιος θα παίξει τερματοφύλακας και ως αποτέλεσμα και εκεί έχουμε χάσει τη μπάλα.
Θα τελειώσω με ένα απόσπασμα από κείμενο που γράφτηκε το 1998 από τον Μάριο Πλωρίτη, έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες θεατράνθρωπους, το οποίο με εκφράζει απόλυτα:
«...Είναι αυτονόητο πως κάθε τόλμη, κάθε νεωτερισμός είναι θεμιτοί, όταν εδράζονται σε ταλέντο και νου, όταν εκπηγάζουν από έλλογη ερμηνεία και σεβασμό του συγγραφέα. Αυτό ήταν, πάντα, η κρηπίδα για κάθε πραγματική ανανέωση, σ' όλους τους τομείς.
Όταν, όμως, οι «μοντερνισμοί» ξεκινάνε από ναρκισσισμούς και επιδειξιομανίες... όταν το κείμενο, ο λόγος, οι χαρακτήρες παραποιούνται, στρεβλώνονται, βιάζονται, καταπλακώνονται από συρφετό επιδερμικών και αλλοπρόσαλλων «ευρημάτων», αυθαίρετων συσχετισμών, κούφιων «συμβόλων»... τότε, οι «διδασκαλίες» καταντάνε κύμβαλα αλαλάζοντα ή, επί το νεωτερικότερον, εκκωφαντικά μεγάφωνα υστερικών «ντίσκο».
Επιτέλους, τι χαρακτηρίζει τα κλασικά έργα; Το μέγεθος. Μέγεθος μύθου και μορφής, λόγου και πάθους, προσώπων και συγκρούσεων, πέρα από καιρούς και τόπους. Πάμπολλοι, όμως, απ' τους «μοντερνισμούς», υποστηρίζοντας πως κάνουν τα έργα αυτά «σύγχρονα», τα κάνουν αγοραία, τα ελαχιστοποιούν, τα ευτελίζουν, στερεύουν τους χυμούς τους, στομώνουν την εμβέλειά τους. Οι ανέσπεροι στίχοι τους σαν να ρυτιδιάζουν, τα καταλυτικά πάθη γελοιοποιούνται, τα αλώνια των μεγάλων προβληματισμών ξεφτίζουν σε «λούνα παρκ».
Επιτέλους, τι χαρακτηρίζει τα κλασικά έργα; Το μέγεθος. Μέγεθος μύθου και μορφής, λόγου και πάθους, προσώπων και συγκρούσεων, πέρα από καιρούς και τόπους. Πάμπολλοι, όμως, απ' τους «μοντερνισμούς», υποστηρίζοντας πως κάνουν τα έργα αυτά «σύγχρονα», τα κάνουν αγοραία, τα ελαχιστοποιούν, τα ευτελίζουν, στερεύουν τους χυμούς τους, στομώνουν την εμβέλειά τους. Οι ανέσπεροι στίχοι τους σαν να ρυτιδιάζουν, τα καταλυτικά πάθη γελοιοποιούνται, τα αλώνια των μεγάλων προβληματισμών ξεφτίζουν σε «λούνα παρκ».
Και το χειρότερο για το υπερ-εγώ των «μοντερνιστών»: ούτε καν «εντυπωσιάζουν τους αστούς» πια. Ίσως μόνο, όσους θέλουν να «εντυπωσιάζονται» για να δίνουν την εντύπωση «μοντέρνων», και δεν (θέλουν να) βλέπουν πόσο αυτά τα καινά είναι κενά.
Πώς να γίνει; Τα ψευτομοντέρνα ράσα δεν κάνουν τον παπά «γιάπη». Απλώς του αλλάζουν (και μας αλλάζουν) τον αδόξαστο...»
*Ο Ανδρέας Μανωλικάκης είναι Πρόεδρος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Actors Studio Drama School (Master of Fine Arts) στο Pace University της Νέας Υόρκης, καθηγητής σκηνοθεσίας και υποκριτικής, δια βίου Μέλος του Actors Studio και Μέλος του Διοικητικού του Συμβουλίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου