Με τον αναντάν μπα- μπαντάν –και μάλιστα «ταλιμπάν»– Πραμαντιώτη Γιώργο Γκούβα πίνουμε πού και πού κάνα ποτό στο ιστορικό «Ορεβουάρ» της Πατησίων. Παρορμητικός και χειμαρρώδης, αναφέρεται με αφοπλιστικό πάθος στον τόπο του, ιδίως μετά το δεύτερο ουίσκι.
Τι ήταν να μάθει ότι δουλεύουμε στην «Εφ.Συν.»; Μας απηύθυνε ανοιχτή πρόσκληση να επισκεφτούμε και να γράψουμε για το χωριό του, την οποία ανανέωνε από καιρού εις καιρόν με διακριτική επιμονή.
«Θα ήταν τιμή να ασχοληθεί με τα ανυπότακτα μέρη μας η μόνη εφημερίδα χωρίς αφεντικά» έλεγε. Πώς να αρνηθείς τόσο ανοιχτόκαρδο κάλεσμα;
Το οδοιπορικό μας κανονίστηκε για το τριήμερο της 25ης Μαρτίου. Ο ίδιος φρόντισε για τη ζεστή και άψογη φιλοξενία σε καταλύματα και ταβερνεία της περιοχής.
Η παρουσία του ωστόσο υπήρξε πολύτιμη, κυρίως επειδή αποτέλεσε το πιο αποτελεσματικό διαβατήριο για να μας δεχτούν στα σπίτια τους οι κάτοικοι, να ξεμανταλώσουν τις πόρτες και την ψυχή τους. Γιατί, πέρα απ’ το φυσικό κάλλος, ο ανεκτίμητος πλούτος κάθε τόπου είναι οι άνθρωποι.
Και στα Τζουμέρκα συναντήσαμε εκλεκτούς φίλους, απλούς, ευθείς, καθάριους σαν τις χιονισμένες κορφές και διαυγείς σαν τσίπουρο από ζαμπέλα.
Η Ολυμπία και Ιονία οδοί, η γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου και Εγνατία στα βόρεια, φέρνουν την Ηπειρο δυο ανάσες απ’ την Αθήνα και τη Σαλονίκη.
Απολαυστική και ασφαλής η διαδρομή. Σύντομη στάση στην Αμφιλοχία να γευτούμε λίγο ψάρι καθότι στα Πράμαντα, μαζί με τα θαύματα των βουνών, μας περιμένουν τα χολιστερινούχα, νοστιμότατα έδεσματά τους: τυριά και προβατίνα μαγειρεμένη με τους πιο απίθανους τρόπους.
«Βασίλισσα των Τζουμέρκων» αποκαλούν οι πιο «φανατικοί» το χωριό τους –εδώ κατοίκησε ένα αρχαίο ελληνικό φύλο, οι Αθαμάνες.
Φτάνουμε μέσα σε πυκνή ομίχλη. Πρώτο κατάλυμα το ξενοδοχείο «Ορίζοντες», ψηλά, πολύ ψηλά στα βουνά, πνιγμένο στα έλατα. Δεν βλέπουμε τίποτα.
Πίνουμε ένα ζεστό ρόφημα στην όμορφη βεράντα για τους καπνίζοντες –εμείς και η αντάρα. Αίφνης μας κόβεται η ανάσα. Σιγά σιγά η ομίχλη «κατεβαίνει» και ξεπροβάλλει απέναντί μας, μεγαλόπρεπη, η Πίνδος.
Σαν να «φυτρώνει» ετούτη ακριβώς τη στιγμή από τα έγκατα της Ηπείρου γης και να ανυψώνεται μαζί με τις κορυφές της. Σαν να γεννιέται αυτήν ακριβώς τη στιγμή μπροστά στα μάτια μας· σαν να ξαναγεννιόμαστε κι εμείς μαζί της.
Γρυλλίζουμε από θαυμασμό, εντασσόμενοι στο τοπίο. Βλέπουμε. Και τι δεν βλέπουμε. Πίσω μας άλλη επιβλητική κορυφή, η Στρογγούλα, και μακριά στον ορίζοντα η οροσειρά των Τζουμέρκων.
Περικυκλωμένοι από τεράστιους, γυμνούς ορεινούς όγκους –το εντυπωσιακό είναι ότι οι ορίζοντες είναι ανοιχτοί. Πλούσια, «άφθονη» θέα. Σαν κρεμασμένο από τούτες τις κορυφές το χωριό.
Το διασχίζουμε -βάσει προγράμματος- και βρισκόμαστε στην άλλη του άκρη. Κατεβαίνουμε εκατό σκαλιά, που οδηγούν στο μικρό άνοιγμα ενός βράχου.
Είναι η «πύλη», που οδηγεί στα σωθικά της γης των Πραμάντων, στο υπέροχο σπήλαιο της Ανεμότρυπας, στο μοναδικό της χώρας που το διασχίζει ποτάμι σ’ ολόκληρο το μήκος του.
Πρόκειται για απαράμιλλο γλυπτό της φύσης, γεμάτο τρεχούμενα νερά και ωραιόσχημους σταλακτίτες, εξήντα τρία μέτρα βάθος. Το σπήλαιο, εξηγεί ο εξαιρετικός ξεναγός, ο Μανώλης, ακόμη εξερευνάται. Η ομορφιά δεν περιγράφεται. Πας εκεί και την απολαμβάνεις απλώς.
Πίσω στο χωριό, στους αξιόλογους και αφειδώς φιλόξενους κατοίκους· ούτε δήθεν, ούτε κόμπλεξ ούτε σου ξου μου. Βρίσκονται εδώ και δημιουργούν.
Τύχη αγαθή συναντάμε έναν ξεχωριστό άνθρωπο, αυτόν που έχει φιλοτεχνήσει όλα τα αρχαία μουσικά όργανα! (Εχει γράψει σχετικά ο συγγραφέας Γ. Μανιάτης: «Η συμβολική σημασία της προσφοράς του -μη μιλήσουμε για όγκο εργασίας- και το υπόδειγμα που παρέχει, επιτρέπει την πεποίθηση ότι η Ελλάδα με τον Γιώργο Πολύζο και η Ελλάδα χωρίς τον Πολύζο δεν είναι το ίδιο πράγμα»).
Ο Λάμπρος: μετά δεκαπέντε χρόνια στη Μύκονο επέστρεψε στον γενέθλιο τόπο και «δημιούργησε», μαζί με τα δύο αδέλφια του (Σαπλαούρα) μια αληθινή ταβέρνα, περίφημη στην ευρύτερη περιοχή· ώς κι απ’ τα Γιάννενα μαζεύει πελάτες.
Ιδια διαδρομή και για τα αδέλφια Γιάννη και Νίκο Μπούτζα, που γύρισαν από τη Σκόπελο και μαζί με τα παιδιά τους δημιούργησαν κτηνοτροφική μονάδα, τυροκομείο και ταβέρνα.
Στο κέντρο του χωριού. Στην πολύ ωραία -ανοιχτή- πλατεία τα βράδια ακούγονται κλαρίνα εκεί (στην ταβέρνα του Αρλέττου) και εναλλακτική μουσική (ροκ) εδώ, στο μπαράκι του Βασίλη, στο «Χαγιάτι».
Ζωντανό χωριό, στην πιο φτωχή, λένε, περιοχή της Ε.Ε. Οι κάτοικοι αντιστέκονται –δημιουργούν!
Η Κούλα λ.χ., που έφτιαξε έξω από το χωριό το σαλέ «Ορίζοντες» (διατηρεί επίσης στο κέντρο του χωριού ζηλευτό ζαχαροπλαστείο –όλα χειροποίητα).
Ο Γιώργος Μεράντζας (δεινός ερμηνευτής, τη δεκαετία του ’70, επαναστατικών, ερωτικών και δημοτικών ασμάτων) με τον ξενώνα του «Ξενείον».
Συγκινεί η προσπάθεια του Νίκου, ιδιοκτήτη και κατασκευαστή (με τα «χρυσά» του χέρια το έχτισε μόνος του με πέτρα και ξύλο από την περιοχή) του ξενοδοχείου «Τελωνείο», δίπλα στο ιστορικό Γεφύρι της Πλάκας. Τον Μάιο, λένε, αρχίζει η αναστήλωση.
Ξενοδοχείο-μουσείο (λαογραφικό), αφού κάθε δωμάτιο κοσμείται με αντικείμενα παλαιών επαγγελμάτων (δωμάτιο του τσαγκάρη, του μπαρμπέρη, του γεωργού, του σαγματοποιού [σαμαρά], του υφαντουργού...). Εδώ έρχονται για ράφτινγκ από όλο τον κόσμο.
Επίσης: ξενώνας «Ανάβασις» και «Τζουμέρκα», ξεχωρίζει το περίπτερο με θέα στην απλωμένη αυλή. Ολα αυτά ένα δυο χιλιόμετρα έξω από τα Πράμαντα, στον οικισμό «Τσόπελας».
Πάνω απ’ το τζάκι στα περισσότερα μαγαζιά κρέμεται η ίδια διακοσμητική κορνίζα. Ο θυμόσοφος Γιωργο-Μπέκας με πλούσια γένια, μαλλιά και με τσιμπούκι στο στόμα κι από κάτω εν είδει λεζάντας ένα από τα αποφθέγματά του: «Αν γιομίσεις έναν κουβά με τσίπουρο, έναν με κρασί κι έναν με νερό, το γομάρι θα πάει στο νερό. Εγώ, πάντως, γομάρ’ δεν είμι».
Τον συναντήσαμε την επαύριο στην πλατεία. Ξυρισμένος, κρατώντας την γκλίτσα του, πόζαρε μετά χαράς στον φακό του Μάριου.
Μάριος Βαλασόπουλος
Στην ταβέρνα του Βασίλη Τσαμπούλα πιάνουμε ψιλό λακριντί, πίνοντας ροζέ κρασί ζαμπέλας. Μερακλώνει ο καταστηματάρχης και καλεί τη γυναίκα του τη Ρίνα να μας τραγουδήσει. Συστέλλεται εκείνη στην αρχή, μα όταν κάθεται και «παίρνει» το πρώτο κουπλέ α καπέλα, καταλαβαίνουμε πως όλα τα αηδόνια των Τζουμέρκων φωλιάζουν στο λαρύγγι της.
Καμαρώνει πλάι της ο Βασίλης και παραγγέλνει το επόμενο δημοτικό, μερακλίδικο άσμα.
Μάριος Βαλασόπουλος
«Ηθελα τρεις μήνες να κλείσω τα δεκαεφτά, όταν τον είδα απ’ το παραθύρι. Φορούσε την άσπρη μπλούζα του χασάπη και νόμισα πως είναι γιατρός. Σπουδαία τύχη, σκέφτηκα. Λίγο αργότερα μ’ έκλεψε» λέει χαριτολογώντας η τραγουδίστρια. Τώρα έχουν παιδιά κι εγγόνια, όμως νιώθεις πως εκείνο το ανοιχτό παράθυρο τροφοδοτεί ακόμα με φρέσκο αέρα και φως την κοινή τους ζωή.
Τα Πράμαντα είναι έδρα του καλλικρατικού Δήμου Βορείων Τζουμέρκων, που ζούσαν άλλοτε απ’ τους φημισμένους μαστόρους της πέτρας και την κτηνοτροφία.
Εσχάτως η οικονομία της αλληθωρίζει προς τον τουρισμό, παρότι κάνουν δειλά την εμφάνισή τους σύγχρονες μονάδες, όπως οινοποιείο, εργαστήριο αιθέριων ελαίων από βοτάνια της περιοχής, τυροκομεία κ.ά.
Μάριος Βαλασόπουλος
Ο δήμαρχος Γιάννης Σεντελές ξεκαθαρίζει ότι «η τοπική αυτοδιοίκηση είναι σήμερα παροπλισμένη σε ζητήματα στρατηγικού σχεδιασμού».
Πασχίζει μολαταύτα για την ανάπτυξη του τόπου, καθόσον ο Αραχθος και ο Καλαρρύτικος διχοτομούν άγριους ορεινούς όγκους σπάνιας ομορφιάς, προσφέροντας ιδανικές ευκαιρίες για ποιοτικό εναλλακτικό τουρισμό: ράφτινγκ διαβαθμισμένης δυσκολίας, κανόε καγιάκ, αναρριχήσεις σε καταρράκτες, ορειβατικές και περιπατητικές περιηγήσεις με οδηγούς.
Μάριος Βαλασόπουλος
«Ο δήμος συντηρεί και χαρτογραφεί ηλεκτρονικά τα μονοπάτια ώστε να τα εντοπίζει κανείς απ’ το κινητό και στέκει αρωγός στους ορεινούς αγώνες, όπως ο ποδηλατικός άθλος Τζουμέρκων» τονίζει.
Οι επισκέπτες γοητεύονται άλλωστε από τη «φυτεμένη» σ’ έναν κοφτό βράχο Μονή Κηπίνας και άλλα ιστορικά μοναστήρια, από τα γραφικά βλαχοχώρια Συρράκο και Καλαρρύτες, το δάσος Μαρκοπούλου, τον παραδοσιακό νερόμυλο των Χριστών, το ορειβατικό καταφύγιο στο «Ισιωμα», το νερό των πηγών «Σκάλα» με τις θεραπευτικές ιδιότητες κι από πολλά ακόμα.
Οι τρεις υπογράφοντες, ο Στράτος, η Αλεξάνδρα και ο Σάκης Σούλης, εικονολήπτης καναλιού των Ιωαννίνων, αποχαιρετήσαμε τα Πράμαντα και τα θάματα των Τζουμέρκων με τις καρδιές πλημμυρισμένες απ’ τη λευκότητα των υψηλών κορυφών κι απ’ τη ζεστασιά των ανθρώπων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου