Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2019

Ευάγγελος Αυδίκος, Ο εκ Λιβαδειάς ασθενής, efsyn, 5.2.19


leoforeio-epivates.jpg

Επιβάτες σε λεωφορείοAshley Gerlach
Ακούστηκε ένας αναστεναγμός βαθύς. Η κόρη πετάχτηκε όρθια, ανήσυχη. Προθυμοποιήθηκα να δώσω τη θέση μου, «να είστε μαζί», συμπλήρωσα. Ο διπλανός με τραβούσε από το μανίκι. «Τον γνωρίζω τον κύριο, άσε μας να πούμε δυο κουβέντες». Επέστρεψε η κόρη στη θέση της.
Ακούστηκε πάλι ο βαθύς αναστεναγμός. «Μην ανησυχείς, να 'σαι καλά που δεν έφυγες. Θέλω να γυρίσω σπίτι μου, να βρω τους φίλους μου. Καλά είναι η κόρη μου στην Αθήνα. Δεν αντέχω, αδερφέ, ούτε να περπατήσω δεν μπορώ. Μου κόβεται η ανάσα». Σταμάτησε για λίγο.
«Εδώ που τα λέμε, να πω την αμαρτία μου. Αλλιώς τα περίμενα, αλλιώς τα βρήκα. Καλύτερα. Σε ενοχλάω, κύριε;» Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. Ηταν φανερή η επιθυμία του να πει όσα τον έκαιγαν. «Που λες, ήρθα σκιαγμένος στην Αθήνα. Είχα χαμηλό αιματοκρίτη. Πέντε-πέντε μου πήγαν. Ψέματα να πω; Φοβήθηκα. Χάνεις αίμαΚάτι άλλο είναι; Ο γιατρός είχε πάρει το σοβαρό του. Ηρθε η κόρη μου άρον άρον στη Λιβαδειά. Αφησε το μεροκάματο και τα παιδιά. “Θα πάμε στην Αθήνα, για εξετάσεις”, είπε. Στύλωσα τα πόδια. Φοβόμουνα, κύριε. Να αφήσω τα κόκαλά μου στην Αθήνα;»
Η ψυχή μου μαύρισε μ’ αυτά που άκουγα. Τα νοσοκομεία έτσι, τα νοσοκομεία αλλιώς... «“Στον Πολάκη θα πας;” Οι φίλοι μού πέταγαν σπόντες ανάμεσα στη δηλωτή που παίζαμε. “Αυτός είναι αγριάνθρωπος, τα ’χει διαλύσει τα νοσοκομεία”. Με μισή καρδιά το πήρα απόφαση. Τη βλέπεις εκεί μπροστά;» Το βλέμμα του μαλάκωσε, γλύκανε. «Αμα δεν ήταν αυτή...», η φωνή του έσπασε. Σταμάτησε για λίγο. «Αφώρας πέθανε η κυρά, μου έχει γίνει μπάστακας. Μου το 'πε ξεκάθαρε. “Αν δεν έρθεις μαζί μου, ξέχασέ με”. Τρόμαξα. Δεν έχω άλλον. Ηρθα στην Αθήνα σκιαγμένος. Για καλό και για κακό, σήκωσα από την τράπεζα κάτι οικονομίες που έχω για την “καλή” ώρα. Μας στείλανε στον Περαία. Στο Γενικό Κρατικό. Δυο μέρες έμεινα μέσα. Από γιατρό σε γιατρό, με έκαναν σουρωτήρι. Τι αίμα μού πήραν, τι αχτίνες. Πολλές εξετάσεις».
Πήρε βαθιά ανάσα. «Δεν θα το πιστέψεις. Δεν πλέρωσα τίποτε. Τα λεφτά τα έχω στην τσέπη μου». Σταμάτησε για λίγο. «Η κόρη μου είπε να μη λέω σε ξένους που έχω λεφτά. Εγώ όμως είμαι ξαλαφρωμένος. Μου ’ρχεται να φιλήσω όλο τον κόσμο. Δεν έχω τίποτε. Κάτι χάπια μόνο μου ’δωκαν. Και χωρίς να πλερώσω τα μαλλιά της κεφαλής μου».
«Πατέρα, κατεβαίνουμε».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου