« ‘Σήμερα 27
Δεκέμβρη 1940, ανήμερα της γιορτής του Πρωτομάρτυρα Στεφάνου, η Πρέβεζα
έζησε ώρες εφιαλτικές. Από τις δέκα το
πρωί ως τις τέσσερις το απόγιομα ιταλικά αεροπλάνα τη βομβαρδίζανε χωρίς
σταμάτημα. Μα έβαλε το χέρι του ο Άγιος
και καμιά οβίδα δεν χτύπησε την πόλη, πέσανε όλες στις ελιές και τη θάλασσα’.
Αυτές οι λίγες, μα τόσο περιεκτικές
γραμμές, που τις βρήκα σ’ ένα σημειωματάριο
της εποχής, μου φέρανε στο νου τις πραγματικά τρομερές εκείνες ώρες, που
τις έζησα κι εγώ μαζί με όλους του άνδρες του Λόχου της Αεραμύνης της Πρέβεζας.
Θυμάμαι, ήταν μια μέρα γεμάτη ήλιο, Θεού χαρά που λένε. Όσοι δεν είχαμε δουλειά
έξω στην πόλη, καθόμασταν στο προαύλιο του γυμνασίου, που στεγάζονταν ο Λόχος,
κι απολαβαίναμε ξένοιαστοι τη ζεστασιά του ήλιου. Βλέπεις, ακόμα δεν μας είχε
διδάξει η πείρα πόσο επικίνδυνος είναι ο γαλάζιος ουρανός στον πόλεμο των
μετόπισθεν. Ως την ημέρα εκείνη οι Ιταλοί μας πολεμούσαν με το γάντι. Ένα ή δύο
αεροπλάνα εμφανιζότανε ανοιχτά στο πέλαγο κι αδειάζανε μέσα σ’ αυτό τις μπόμπες
τους. Του Αγίου Στεφάνου οι Ιταλοί αγρίεψαν. Θα ’ ταν η ώρα περασμένες 9 το
πρωί όταν σήμανε συναγερμός. Έτρεξα στο
τηλέφωνο. Από την Κέρκυρα είχε σημειωθεί υδροπλάνο με κατεύθυνση προς την
Πρέβεζα. Συνηθισμένα πράγματα. Όταν βγήκα στο προαύλιο είχε φανεί. Μα δεν
μπόρεσε να περάσει το φραγμό των αντιαεροπορικών πυρών κι άλλαξε πορεία με
κατεύθυνση τη Λευκάδα. Πάει για τον πολτσμό, είπε κάποιος. Μα δεν είχε αποσώσει
το λόγο του, όταν σήμανε νέος συναγερμός και σύγχρονα από τα δυτικά φάνηκε
σχηματισμός από πέντε αεροπλάνα να ’ρχεται κατά πάνω μας. Τα αντιαεροπορικά
άρχισαν να βάλουν , μα τα αεροπλάνα ήταν πολύ ψηλά. Περάσανε το φραγμό κι
αδειάσανε τις μπόμπες τους πάνω από την πόλη. Πέσανε όλες στη θάλασσα. Από
κείνη τη στιγμή οι επιδρομές δεν σταμάτησαν ως το δειλινό. Από τα δυτικά ή απ’
το βορρά κύματα κύματα έρχονταν τα
αεροπλάνα σε σχηματισμούς από πέντε ή από τρία κι αδειάζανε τις μπόμπες τους.
Πώς να περιγράψει κανείς τις εφιαλτικές εκείνες ώρες; Το αδιάκοπο μοιρολόι της
σειρήνας, τον άγριο βόμβο των αεροπλάνων, το απαίσιο σφύριγμα των οβίδων, τους
σεισμούς των εκρήξεων. Και να ’ναι το Γυμνάσιο γεμάτο τρομαγμένο κόσμο, γέρους,
γυναίκες και παιδιά, που νομίζανε πως βρήκανε σίγουρο καταφύγιο σ’ αυτό. Σε μια
στιγμή έξαλλος πετάχτηκε έξω ο Κ.Μ. , ιεροψάλτης, τρελός από καιρό,, κι άρχισε
να κόβει αγριεμένος βόλτες στο προαύλιο και να ψέλνει τη νεκρώσιμη ακολουθία.
Ως άνθος
μαραίνεται
και ως όναρ
παρέρχεται
και διαλύεται
πας άνθρωπος.
Κερώσαμε όλοι. Μα τι να του
πεις, σάμπως, το ’θελε κι αυτός. Κι ύστερα ήταν τόσο αλλόκοτη εκείνη η ώρα. Να
’σαι κλεισμένος μέσα σε τέσσερις τοίχους, ν’ ακούς το θάνατο να μουγκρίζει, να
τον νιώθεις έτοιμο να σε χτυπήσει και να μη μπορείς να αντιδράσεις, να κάμεις
κάτι για να τον αποκρούσεις. Αφήσαμε τον τρελό να μας διαβάζει ζωντανούς κι
απασχολήσαμε το νου μας να βρούμε τρόπους να μετριάσουμε τον τρόμο των
γυναικοπαίδων που κλαίγαν και τσιρίζανε. Όταν ήρθε το δειλινό και σταμάτησε το
κακό, ο διοικητής μας, ο αλησμόνητος έφεδρος λοχαγός-δικηγόρος Περικλής Τόλιας, έκαμε φλεγματικά τον απολογισμό της
μάχης. Φτηνά τη γλιτώσαμε, αν όλη αυτή η
μπόμπα έπεφτε μέσα στην πόλη, δεν θα ’χε μείνει τίποτα όρθιο. Μα βοήθησε ο
Άγιος Στέφανος κι οι μπόμπες πέσανε στις ελιές, ολοτρόγυρα στην πόλη, στο
Άκτιο, στη θάλασσα και δεν έγινε η παραμικρή ζημιά»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου