Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013

Του Ευάγγελου Γρ. Αυδίκου*,Τα πικραμύγδαλα του Σεπτέμβρη,Εφημεριδα των Συντακτών, 27 ΣΕΠΤΕΜΝΡΊΟΥ 201





Ο Σεπτέμβρης είναι παράξενος μήνας. Εχει γεύση πικραμύγδαλου. Στο τέλος σού μένει μια γεύση πικρή, που μπορεί να είναι νοσταλγία για τις καλοκαιρινές στιγμές που έχοντας καταγραφεί στην ψηφιακή φωτογραφική μηχανή μαλακώνουν την επιστροφή στο σκληρό εργασιακό τοπίο. Εκεί που αλλάζει το λεξιλόγιο. Γίνεται πιο επιθετικό. Σπέρνει ανησυχία. Οι λέξεις ηλιοβασίλεμα, παιχνίδι με τη θάλασσα, μικρές απολαύσεις της τοπικής κουζίνας που υγραίνουν τον λάρυγγα μπαίνουν μαζί με το μαγιό και τα βατραχοπέδιλα στην ντουλάπα. Στη θέση τους, λέξεις που αυξάνουν τους χτύπους της καρδιάς. Διαθεσιμότητα, απολύσεις, καινούργια μέτρα, τρόικα, ανησυχία, εκνευρισμός. Ο Σεπτέμβρης, πέρα απ’ αυτά, έρχεται μαζί με τη θλίψη. Ο μικρός Δημοσθένης του Γ. Σταματόπουλου με τα αναπάντητα ερωτήματά του είναι η οπτική της ελληνικής περιφέρειας για το καλοκαίρι. Οι φίλοι του καλοκαιριού επιστρέφουν στο αστικό κέντρο κι αυτός μένει ολομόναχος, συχνά με μόνη συντροφιά τον οξύ ήχο που κάνει η αλυσίδα του ποδηλάτου του.

Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής περιφέρειας. Τα πιο πολλά ρεπορτάζ ταυτίζουν το καλοκαίρι με τα νησιά. Εικόνες από τις παραλίες και τον τρόπο ζωής αυτού του «εξωτικού» είδους της εποχής μας που λέγεται «σελέμπριτι». Τα βουνά, σχεδόν απόντα. Κι επειδή τελευταία η λέξη μύθος φορέθηκε πολύ, ας μιλήσουμε για τον μύθο της θαλασσινής Ελλάδας. Η Ελλάδα είναι ορεινή χώρα. Με τις ημιορεινές περιοχές φτάνει σχεδόν το 70% της ελληνικής επικράτειας.

Αυτή η Ελλάδα είναι απούσα. Ζωηρεύει τον Αύγουστο, προπάντων, τότε που οι απόδημοι επιστρέφουν στην πατρώα γη. Στο τέλος του μήνα, ωστόσο, οι μόνιμοι κάτοικοι ξαναμετρώνται και διαπιστώνουν τη μοναξιά τους. Συνειδητοποιούν πόσοι λίγοι μείνανε. Κάθε χρόνο και λιγοστεύουν. Η περιλάλητη επιστροφή στα χωριά φαίνεται να σκαλώνει. Το μόνο είδος που είναι σε επάρκεια είναι οι κηδείες. Κι αυτές μουγκές. Το ξόδι γίνεται χωρίς μοιρολόι. Ποιος να μοιρολογήσει ποιον. Στέγνωσαν τα δάκρυα. Οι συντάξεις πλέον δεν φτάνουν και για τους πεθαμένους.

Την ώρα που οι κυβερνώντες έχουν πάρει το κοντύλι και λογαριάζουν τα κέρδη από τον τουρισμό, τον θαλασσινό, τα βουνά επιστρέφουν στη σιωπή τους μόλις οι ξενιτεμένοι χορέψουν τον τελευταίο χορό στο πανηγύρι του χωριού. Οσοι μείνουν πίσω θα έχουν συντροφιά το δελτίο των οχτώ, που πυροβολεί τους πάντες ως συνένοχους για το ξόδεμα της Ελλάδας. Κι αυτός που στα ρεπορτάζ βαφτίζεται ακρίτας, που υμνολογείται ως φυλάσσων Θερμοπύλες, μετράει ξανά και ξανά τη σύνταξή του για να κάνει πράξη την εργώδη προσπάθεια των ηγητόρων μας να αποκτήσει η χώρα πρωτογενές πλεόνασμα. Τζίφος όμως το μέτρημα. Προσθέτει ακόμη και το τελευταίο σεντ. Τίποτε. Το μόνο που καταφέρνει είναι να ανησυχήσει τον γείτονα που ακούει τον επίμονο μεταλλικό ήχο. Για να βγάλει τον μήνα κάτι πρέπει να κόψει. Ισως τη ζωή του.

Αυτή την Ελλάδα, την ορεινή, θυμήθηκε και φέτος το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Συνοδοιπόρος του η Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Τζουμέρκων. Είχαν τη συμπαράσταση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Μίλησαν για έναν άλλο τουρισμό στο Θερινό Σχολείο Τζουμέρκων και Νοτιοανατολικής Πίνδου. Για ένα άλλο περιβάλλον. Για μια άλλη ποιότητα ζωής. Για ανανοηματοδότηση των λέξεων. Οπου η λέξη ανάπτυξη θα αποκτήσει νέο περιεχόμενο. Για μια νέα σχέση ανάμεσα στα πανεπιστήμια και τις τοπικές κοινωνίες. Για μύηση των μεταπτυχιακών φοιτητών, της νέας γενιάς, στην άλλη Ελλάδα, τις περιοχές εκείνες που οι Ευρωπαίοι καλαμαράδες ονομάζουν Λιγότερο Ευνοημένες/Μειονεκτικές Περιοχές. Η Ελλάδα των βουνών έχει πολλές τέτοιες περιοχές. Η μια καλύτερη από την άλλη. Τα Τζουμέρκα, στα σύνορα Ηπείρου και Θεσσαλίας, όλη η Νότια Πίνδος είναι μια τέτοια περιοχή.

Η Ελλάδα είναι μια ορεινή χώρα. Κι αυτή η ορεινή χώρα δεν είναι μόνο στη στεριανή αλλά και στη θαλασσινή Ελλάδα. Η Ελλάδα χρειάζεται τα βουνά της, όπου κι αν βρίσκονται: στην Ηπειρο, τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία, την Κρήτη ή τη Νάξο. Χρειάζεται να ανοίξει ο ορίζοντας. Να αγαπήσουμε τον τόπο μας. Να τον αγαπήσουν προπάντων όσοι παίρνουν τις αποφάσεις. Οι επετειακές δηλώσεις και το φραστικό ενδιαφέρον δεν αρκούν. Ας ακούσουμε το παράπονο των βουνών μας. Το παράπονο της άλλης Ελλάδας, που κάθε Σεπτέμβριο σκέφτεται τον χειμώνα που έρχεται.

………………………………………………………..

* Καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου