Κρατάω στα χέρια μου δύο βιβλία, καλοτυπωμένα, στοιχειοθετημένα με Gill Sans, κομψά το καθένα με τον τρόπο του, με εικονογραφήσεις και ωραίο χαρτί, σε μικρό τιράζ, μόλις διακόσια αντίτυπα αριθμημένα η πρώτη έκδοση. Περιγράφω τα βιβλία, αλλά ήδη διαβάζω νοερά τα γραψίματά τους, ακούω τα λόγια τους στο Διαδίκτυο, βλεφαρίζω την πρόζα τους, υπαινικτική, ελλειπτική, φευγαλέα, κοφτερή, στα μπλογκ τους και στο Facebook. Διότι και τους δύο συγγραφείς τούς γνώρισα στο Διαδίκτυο, πριν από καμιά δεκαριά χρόνια (πώς πέρασαν...), απόλαυσα την πρόζα τους, εξοικειώθηκα με τις περσόνες τους, σχετίστηκα με τα άβαταρ, και μετά γίναμε φίλοι. (Ναι, κάνεις φίλους στο Διαδίκτυο.)
Ο Kώστας Κωστάκος, ο μπλόγκερ Old Boy, oνόμασε το βιβλίο του με την περσόνα του: Old Boy. Κι έβαλε μια περιγραφή σε αγκύλες: {πλέι μολέξεις}. Ο Κάπα Κάπα Μοίρης κράτησε την περσόνα του για συγγραφέα και ονόμασε το βιβλίο του «Στο καταψύκτη του Χάνσελ και της Γκρέτελ (και άλλες τρομακτικές ιστορίες)». Και τα δύο, εκδόσεις Bibliotheque.
Δεν ταυτίζω τους δύο συγγραφείς. Ο καθείς έχει το ύφος του, τη φυσιογνωμία του, τη φωνή του. Δεν μπορώ όμως να μην επισημάνω ένα κοινό χαρακτηριστικό τους: και οι δύο εισήλθαν στη σφαίρα της δημόσιας γραφής από τα προσωπικά τους μπλογκ, από το Διαδίκτυο. Αυτό το συμβάν από μόνο του δεν θα είχε σημασία βέβαια εάν οι γραφιάδες δεν είχαν αξία, αν δεν τα έλεγαν. Εχουν ταλέντο όμως. Γι’ αυτό άλλωστε είναι δημοφιλείς, διαβάζονται, συζητιούνται, απλώνουν τα ψηφιακά τους ίχνη σε λάπτοπ και ταμπλέτες, έχουν τρυπώσει σε πολλές χιλιάδες σπίτια πολύ πριν τυπώσουν τις πρόζες τους σε διακόσια αντίτυπα.
Η γραφή είναι ένα συνεχές: από τα ολιγόλεκτα sms και τα τουίτ έως τα ποστ και τα στάτους στα μπλογκ και στο Facebook, και από κει στις πιο γνωστές φόρμες του διηγήματος, του δοκιμίου κ.ά. H λογοτεχνία του καιρού μας γράφεται σε διαδικτυακές φωλιές. Είναι αυτή η οιονεί ημερολογιακή καταγραφή της ζωής, το διαρκώς άγρυπνο βλέμμα στον εαυτό, στους άλλους, στην κοινωνία, στο σινεμά, στα ματς, στις μουσικές· αυτή η παλίνδρομη κίνηση από το εγώ στο εμείς, η παράδοξη υπερέκθεση του εαυτού στα δημόσια fora, η μοναξιά που επιδεικνύεται σοκαριστικά, η συνενοχή του τρολαρίσματος, ο άτυπος συναγωνισμός της ατάκας, τα αόρατα δίκτυα, οι φυλές που αναπτύσσουν και μοιράζονται ένα ιδιόλεκτο, και ωριμάζουν μαζί με το ιδιόλεκτο, και το ιδιόλεκτο σπάει, σκορπάει, διαφορίζεται, και ιδού από τη φυλή των μπλόγκερ ξεπηδούν διαφορετικοί γραφιάδες, με ύφος, με προσωπικότητα, με ονοματεπώνυμο.
Ο Ολντ Μπόι είναι είρων, ψυχρός, κοφτερός, ανάποδος· γυρνάει τη φόδρα προς τα έξω, υποδύεται την κοινοτοπία και την κομφορμιστική βλακεία, και το κάνει τόσο πειστικά, που το γραφτό του φτάνει να διαβάζεται ντουμπλ-φας, απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη. Στο βάθος βέβαια, τρεμίζει ο θυμός του, η δίκαιη αγανάκτηση, η συμπόνια, η συστολή ενώπιον του ανθρωπίνου δράματος. Πίσω απ’ την ψυχρότητα και την ειρωνεία, υπάρχει πάντα ένας πυρήνας πικρόγλυκος. Αναζητώντας τις καταγωγικές οφειλές του, σκέφτομαι τον Ρέιμοντ Κάρβερ, τον Ντανίλο Κις, τον Χούλιο Κορτάσαρ· περισσότερο όμως λογαριάζω ότι οφείλει το γράψιμό του στο σινεμά, ας πούμε στον Ρόμπερτ Αλτμαν ή στον Τέρι Γκίλιαμ, και φυσικά στο θυελλώδες manga σινεμά του Koρεάτη Παρκ Τσαν-Κουκ («Oldboy», 2003).
Ο Κάπα Κάπα Μοίρης είναι συμπυκωμένο μελό. Πηχτό, πυκνό, βαρύ, ασήκωτο. Ξεκινάει από τη γλύκα και την ελαφρότητα, και καταλήγει στην πίκρα, σε μια μελαγχολική ενατένιση, ένα σκοτάδι που στο φινάλε τυλίγει φυσικά τη σκηνή της αφήγησης. Στις διαδικτυακές εμφανίσεις του ο ΚΚΜ συνήθως εκκινεί από τα καθημερινά, τα προφανή, τα πλαγιοφωτίζει, τα υποσκάπτει, τα υπερερμηνεύει, τόσο που τα καθιστά διαφανή, αγνώριστα, αλλόκοτα. Αφήνει όμως πάντα μια χαραμάδα, να πάρεις ανάσα· υποθέτω, ότι η στρατηγική του είναι διά της υπερεκθέσεως να καταλήξει στη χαραμάδα. Στο βιβλίο ο ΚΚΜ διαλέγει να αναποδογυρίσει παραμύθια και μύθους, εδραιωμένες πεποιθήσεις. Εχει εμμονή στις λεπτομέρειες, στα ονόματα, στα αντικείμενα, αναμειγνύει με τόλμη μικρομεσαίους καημούς και τεχνο-κοσμοπολιτισμό. Είναι συμπαγής, συχνά τελεσίδικος, κάποτε σπαρακτικός. Δεν αφήνει χαραμάδες.
Πέρασαν χρόνια από τότε που ανακάλυπτα τον Thas και τον Γεράσιμο Μπερεκέτη στα αρχαία μπλογκ. Μερικοί μπλόγκερ γινήκαμε φίλοι. Και συγγραφείς.
Ο Kώστας Κωστάκος, ο μπλόγκερ Old Boy, oνόμασε το βιβλίο του με την περσόνα του: Old Boy. Κι έβαλε μια περιγραφή σε αγκύλες: {πλέι μολέξεις}. Ο Κάπα Κάπα Μοίρης κράτησε την περσόνα του για συγγραφέα και ονόμασε το βιβλίο του «Στο καταψύκτη του Χάνσελ και της Γκρέτελ (και άλλες τρομακτικές ιστορίες)». Και τα δύο, εκδόσεις Bibliotheque.
Δεν ταυτίζω τους δύο συγγραφείς. Ο καθείς έχει το ύφος του, τη φυσιογνωμία του, τη φωνή του. Δεν μπορώ όμως να μην επισημάνω ένα κοινό χαρακτηριστικό τους: και οι δύο εισήλθαν στη σφαίρα της δημόσιας γραφής από τα προσωπικά τους μπλογκ, από το Διαδίκτυο. Αυτό το συμβάν από μόνο του δεν θα είχε σημασία βέβαια εάν οι γραφιάδες δεν είχαν αξία, αν δεν τα έλεγαν. Εχουν ταλέντο όμως. Γι’ αυτό άλλωστε είναι δημοφιλείς, διαβάζονται, συζητιούνται, απλώνουν τα ψηφιακά τους ίχνη σε λάπτοπ και ταμπλέτες, έχουν τρυπώσει σε πολλές χιλιάδες σπίτια πολύ πριν τυπώσουν τις πρόζες τους σε διακόσια αντίτυπα.
Η γραφή είναι ένα συνεχές: από τα ολιγόλεκτα sms και τα τουίτ έως τα ποστ και τα στάτους στα μπλογκ και στο Facebook, και από κει στις πιο γνωστές φόρμες του διηγήματος, του δοκιμίου κ.ά. H λογοτεχνία του καιρού μας γράφεται σε διαδικτυακές φωλιές. Είναι αυτή η οιονεί ημερολογιακή καταγραφή της ζωής, το διαρκώς άγρυπνο βλέμμα στον εαυτό, στους άλλους, στην κοινωνία, στο σινεμά, στα ματς, στις μουσικές· αυτή η παλίνδρομη κίνηση από το εγώ στο εμείς, η παράδοξη υπερέκθεση του εαυτού στα δημόσια fora, η μοναξιά που επιδεικνύεται σοκαριστικά, η συνενοχή του τρολαρίσματος, ο άτυπος συναγωνισμός της ατάκας, τα αόρατα δίκτυα, οι φυλές που αναπτύσσουν και μοιράζονται ένα ιδιόλεκτο, και ωριμάζουν μαζί με το ιδιόλεκτο, και το ιδιόλεκτο σπάει, σκορπάει, διαφορίζεται, και ιδού από τη φυλή των μπλόγκερ ξεπηδούν διαφορετικοί γραφιάδες, με ύφος, με προσωπικότητα, με ονοματεπώνυμο.
Ο Ολντ Μπόι είναι είρων, ψυχρός, κοφτερός, ανάποδος· γυρνάει τη φόδρα προς τα έξω, υποδύεται την κοινοτοπία και την κομφορμιστική βλακεία, και το κάνει τόσο πειστικά, που το γραφτό του φτάνει να διαβάζεται ντουμπλ-φας, απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη. Στο βάθος βέβαια, τρεμίζει ο θυμός του, η δίκαιη αγανάκτηση, η συμπόνια, η συστολή ενώπιον του ανθρωπίνου δράματος. Πίσω απ’ την ψυχρότητα και την ειρωνεία, υπάρχει πάντα ένας πυρήνας πικρόγλυκος. Αναζητώντας τις καταγωγικές οφειλές του, σκέφτομαι τον Ρέιμοντ Κάρβερ, τον Ντανίλο Κις, τον Χούλιο Κορτάσαρ· περισσότερο όμως λογαριάζω ότι οφείλει το γράψιμό του στο σινεμά, ας πούμε στον Ρόμπερτ Αλτμαν ή στον Τέρι Γκίλιαμ, και φυσικά στο θυελλώδες manga σινεμά του Koρεάτη Παρκ Τσαν-Κουκ («Oldboy», 2003).
Ο Κάπα Κάπα Μοίρης είναι συμπυκωμένο μελό. Πηχτό, πυκνό, βαρύ, ασήκωτο. Ξεκινάει από τη γλύκα και την ελαφρότητα, και καταλήγει στην πίκρα, σε μια μελαγχολική ενατένιση, ένα σκοτάδι που στο φινάλε τυλίγει φυσικά τη σκηνή της αφήγησης. Στις διαδικτυακές εμφανίσεις του ο ΚΚΜ συνήθως εκκινεί από τα καθημερινά, τα προφανή, τα πλαγιοφωτίζει, τα υποσκάπτει, τα υπερερμηνεύει, τόσο που τα καθιστά διαφανή, αγνώριστα, αλλόκοτα. Αφήνει όμως πάντα μια χαραμάδα, να πάρεις ανάσα· υποθέτω, ότι η στρατηγική του είναι διά της υπερεκθέσεως να καταλήξει στη χαραμάδα. Στο βιβλίο ο ΚΚΜ διαλέγει να αναποδογυρίσει παραμύθια και μύθους, εδραιωμένες πεποιθήσεις. Εχει εμμονή στις λεπτομέρειες, στα ονόματα, στα αντικείμενα, αναμειγνύει με τόλμη μικρομεσαίους καημούς και τεχνο-κοσμοπολιτισμό. Είναι συμπαγής, συχνά τελεσίδικος, κάποτε σπαρακτικός. Δεν αφήνει χαραμάδες.
Πέρασαν χρόνια από τότε που ανακάλυπτα τον Thas και τον Γεράσιμο Μπερεκέτη στα αρχαία μπλογκ. Μερικοί μπλόγκερ γινήκαμε φίλοι. Και συγγραφείς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου