Πρόκειται για το σύμβολο μιας απαξιωμένης δουλειάς. Της υπηρέτριας. Της ψυχοκόρης σε κάποιους τόπους, της δούλας σε άλλους. Ηταν η άμαθη χωριατοπούλα που στον ελληνικό κινηματογράφο ενσαρκώθηκε από την μπριόζα Δέσποινα Στυλιανοπούλου. Ωστόσο, η πραγματικότητα ήταν σκληρότερη από την κινηματογραφική εκδοχή. Είτε η υπηρέτρια είχε την ατυχία να μην είναι το πρώτο κορίτσι της οικογένειας που κληρονομούσε όλη την περιουσία της μάνας (Δωδεκάνησα), οπότε αναγκαζόταν να αναζητήσει την επιβίωσή της σε κάποιο αστικό σπίτι στην Αθήνα ή σε άλλες πόλεις, είτε ήταν το μέλος μιας φτωχής πολυμελούς οικογένειας που ζούσε στερημένα σε κάποιο χωριό, η ζωή της ψυχοκόρης μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως καθρέφτης των κοινωνικών σχέσεων στην Ελλάδα, των ανομολόγητων ορέξεων των αρσενικών της εργοδότριας οικογένειας, που εκμεταλλεύονταν την κοινωνική αδυναμία της ψυχοκόρης, αλλά και του ονείρου που θέρμαινε τη μικρή «δούλα». Οι μικρές «καθαρίστριες» είναι ένα σημαντικό κεφάλαιο της νεοελληνικής κοινωνικής και πολιτισμικής ιστορίας. Είναι το σύμβολο της οικονομικής ασφυξίας στην ύπαιθρο αλλά και της τακτικής των οικογενειών της υπαίθρου να διεισδύουν στην πόλη προσδοκώντας καλύτερες συνθήκες ζωής. Ακόμη κι αν αυτή η προσδοκία συνοδευόταν από ταπεινώσεις και σκληρή δουλειά για τις ψυχοκόρες. Το σκουπόξυλο και το πλυσταριό ήταν το δικό τους βασίλειο. Εκεί μέσα ονειρεύονταν και δραπέτευαν στο μέλλον έχοντας ως όχημα το ασήμαντο σκουπόξυλό τους. Ηταν αυτό που κρατούσε ζωντανή την ελπίδα.
Το σκουπόξυλο συνέχισε όμως να είναι το σύμβολο για μια καλύτερη ζωή ακόμη κι όταν τις τελευταίες μεταπολεμικές δεκαετίες οι ψυχοκόρες έπαψαν να είναι εσωτερικές. Οταν ονομάστηκαν καθαρίστριες. Οχι μόνο των «καλών» σπιτιών αλλά και των δημόσιων υπηρεσιών. Μόνο που, κατά κανόνα, έπιαναν το σκουπόξυλο σε μεγαλύτερη ηλικία. Συχνά, μετά τον γάμο, όταν μεγάλωναν οι ανάγκες. Συνέχισαν να είναι ωστόσο το ίδιο αθόρυβες. Σαν τις παλιές ψυχοκόρες. Η παρουσία τους στους διαδρόμους και τα γραφεία των δημόσιων υπηρεσιών, αθόρυβη. Αποκαθιστούσαν την «ασέβεια» των Νεοελλήνων στον δημόσιο χώρο. Θεράπευαν τον εγωκεντρισμό μας, που ήταν διάχυτος στους γύρω χώρους με τα πεταμένα αποτσίγαρα, τις βουλωμένες λεκάνες, τα αφημένα πλαστικά μπουκάλια.
Τελευταία, έγιναν ορατές με εκκωφαντικό τρόπο. Το ισχυρό κράτος τις επέλεξε ως κατάλληλες για προσφορά ανθρωποθυσιών στον μνημονιακό Μινώταυρο. Πίστεψαν οι μανδαρίνοι της δημόσιας διοίκησης πως θα συμβιβαστούν με την κοινωνική τους αδυναμία. Πως θα υποταχτούν στις ορέξεις όσων νομοθετούν και διοικούν.
Ομως αστόχησαν. Οι παλιές ψυχοκόρες μεγάλωσαν. Είναι μανάδες. Με παιδιά άνεργα. Με συζύγους που στενεύονται. Νιώθουν πως δεν είναι μόνο εργαζόμενες. Είναι μανάδες και σύζυγοι που έχουν πλήρη επίγνωση της ευθύνης τους για την επιβίωση της οικογένειας. Εκεί αστόχησε η κυβέρνηση. Υποτίμησε τις καθαρίστριες. Θεώρησε πως είχε να κάνει μόνο με εργαζόμενες. Μ’ έναν μικρό αριθμό εργαζομένων χωρίς ειδικό βάρος στη λειτουργία της κοινωνίας και της οικονομίας. Εκεί λάθεψε. Μπόρεσαν οι κυβερνώντες να δαμάσουν πολύπειρους συνδικαλιστές. Ηξεραν τον δρόμο. Το διαίρει και βασίλευε. Αξιοποίησαν τις αδυναμίες.
Με τις καθαρίστριες όμως, όλοι οι υπολογισμοί έπεσαν έξω. Αντέχουν και κερδίζουν τον σεβασμό. Αντιστάθηκαν στην οικονομική τους εξόντωση, στην κοινωνική τους απαξίωση. Δεν υποχώρησαν ακόμη και στη σιδερόφρακτη βούληση της κυβέρνησης. Τα χτυπήματα με τα κλομπ και τις σιδηρογροθιές πλήγωσαν όλους τους Νεοέλληνες. Προσγειώθηκαν στο σώμα όλων. Πόνεσαν. Και όχι μόνο γιατί χτύπησαν «αδύναμες» γυναίκες. Πόνεσαν γιατί η κυβέρνηση έδειξε, για ακόμη μια φορά, ένα ανάλγητο κοινωνικά πρόσωπο.
Ωστόσο, οι καθαρίστριες είναι αμετακίνητες. Συνεχίζουν τον αγώνα τους. Γίνονται η συνείδηση όλων των Ελλήνων. Γίνονται η φωνή της ένοχης συνείδησης όλων των υπολοίπων που έχουμε συμβιβαστεί με το τηλεκοντρόλ και το δελτίο των οκτώ. Το σκουπόξυλό τους αποκτά μαγικές διαστάσεις. Είναι το κηρύκειο μιας άλλης στάσης ζωής. Μιας ζωής με αξιοπρέπεια.
…………………………………………………………………………………………………………………………………..
*Καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου