Παρασκευή 23 Μαρτίου 2018

ξημερώνοντας 25η Μαρτίου 1944 στην Πρέβεζα.Ο Γολγοθάς των Εβραίων


 Εκείνη τη μέρα έπρεπε να ξεφορτώσουμε ένα καράβι, βιαζόταν να φύγει, θα αρχίζαμε πολύ πρωί, χαράματα του Ευαγγελισμού. Άμα ήταν ανάγκη, κοιμόμ’να στον μπάρμπα μ’, είχε σπίτι στ’ν αγορά. Μες στον ύπνο μ’ ακούω ένα βογκητό, ήχο από σύρσιμο στο δρόμο, βρισιές, άγριες φωνές, κοιτάζω το ρολόι, έδειχνε πέντε παρά δέκα, το θυμάμαι σαν τώρα. Ευτυχώς που με ξύπνησε ο γδούπος, να ντυθώ και σε μισή ώρα να πάω στο λιμάνι. Τραβάω το κουρτινάκι του παραθυριού, το δωμάτιο ήταν στον επάνω όροφο, ακριβώς απέναντι από το υφασματάδικο του Εβραίου Τζάφου. Τι να δω; Τρόμαξα, σα να είχα στην πλάτη μ’ ένα φίδι. Στο δρόμο είχε πολλούς ανθρώπους, σε γραμμή, μπορεί να ήταν διακόσιοι, περισσότεροι, λιγότεροι, σε πέντε γραμμές, πιασμένοι χέρι χέρι, με το άλλο κρατούσαν βαλίτσες, καλαθάκια, στο χέρι φορούσαν λευκό περιβραχιόνιο με αστέρι. Ήτανε Εβραίοι, γνώριζα μερικούς, μικρό μ’ έπαιρνε η μάνα μ’ στα μαγαζιά τους. Ήταν ο Λεβή, ο Τζάφος κι άλλοι, σ’ αυτή τη γειτονιά ήταν τα μαγαζιά τς. Μικρός τους φοβόμουν, κάθε φορά που έκλεινα το στόμα μ’ και δεν έπινα το μουρέλαιο, πιες το, θα σε δώσω στους Εβραίους, έλιεε η γιαγιά μ’. Τι να κάνω, το ’πινα, αλλά τους είχα στο στομάχι, δεν τους χώνευα. Εκείνο το πρωί, του Ευαγγελισμού, το 1944, ξημερώματα, άλλαξα. Τους λυπήθ’κι η ψυχή μ’.
 Οι ανθρώποι γένονται λύκοι, το είδα στ’ν Παργινόσκαλα, το είδα με τς Εβραίους στ’ν αγορά. Ανάμεσά τους ήταν και μια όμορφη καστανομάλλα, κόρη υφασματέμπορου. Με τον Ξηγημένο γυροφέρναμε στο μαγαζί του πατέρα τς, μ’ άρεγε. Μακριά από τ’ν κοπέλα μου, το ίδιο άκ’σα κι απ’ τον πατέρα μ’, είνι Εβραίοι τι δ’λειά έχ’ς εσύ μ’ αυτούς, να σέβεσαι τς ξένες κοπέλες. Φώναξα τον μπάρμπα μ’, τον ξύπνησα, κάτσε μέσα, μου ’πε. Τους πήγαν, έμαθα αργότερα στη Βάση, από κει στ’ Αγρίνιο με καμιόνια και μετά στο Άουσβιτς. Δεν τους ξανάδα πάλι. Έκλεισα την κουρτίνα, άφησα το κορμί μου να σωριαστεί στο κρεβάτι, ακούω την πόρτα να χτυπάει, είναι ο μπάρμπας μου. Στο παραδίπλα μαγαζί έχουν μπει πολλοί δικοί μας, το ξεσήκωσαν. Ντράπηκα. Σα να σκάβεις έναν φρέσκο τάφο αρπάζοντας ό,τι βάλανε στο φέρετρο. Τραβάω πάλι το κουρτινάκι, τι να δω. Το μαγαζί είχε γεμίσει από πολλούς ανθρώπους, άρπαζαν, φόρτωναν κι έφευγαν, το μαγαζί έμεινε άδειο. Πήγαινε και συ, ο μπάρμπας με τράβηξε απ’ το μανίκι. Σήκω, έχ’νι λίρες, κοσμήματα οι Εβραίοι, κάτι θα βρεις, πήγαινε, άσε το μεροκάματο, μπορεί να γένουμε πλούσιοι σήμερα, να θ’μάσαι, ψάξε στα κρεβάτια τς, στα σπίτια των Εβραίων, τα σιδερένια κομμάτια είναι κούφια, εκεί κρύβουν λίρες και κοσμήματα. Σήκου. Με τράβηξε με δύναμη, έπεσα πάνω στον απέναντι τοίχο, μάτωσε η μύτη μ’, καλά, μην πααίνεις για δ’λειά. Πήγαινε κάτω. Ψάξε.
 Κατεβαίνω στον δρόμο, το μαγαζί ήταν γεμάτο, είχαν μπει μέσα εκατό περίπου άτομα, πατείς με πατώ σε. Σαν λύκοι έκαναν που έχουν πέσει πάνω σε σκοτωμένο ζώο, καθένας προσπαθεί ν’ αρπάξει το δικό του κομμάτι. Τρόμαξα. Ήταν καμιά πενηνταριά άτομα στα τόπια με τα υφάσματα, τραβούσε ο ένας από δω κι ο άλλος από κει. Πανικός, ντράπ’κα που ήμ’να άνθρωπος. Για να μη με πούνε άχρηστο μπήκα κι εγώ στο μαγαζί, είδα κάτι μπίλιες, με τρύπες στη μέση, τις είχαν για στολίδια στα ρούχα, πήρα το κουτί και γύρ’σα στο μαγαζί του μπάρμπα μ’. Δεν είσαι για προκοπή, είπε, μόλις είδε το κουτί με τς μπίλιες. Με κοίταξε περιφρονητικά για λίγο, τράβα σπίτι σ’ τώρα. Δεν σε χρειάζομαι άλλο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου