Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2019

Μάχη Τζαβέλα, Φτερά παγωνιού, Γκοβόστης 2017



18/11/18

Η ιδέα της μητροκτονίας

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Θεόδωρος Ζαφειρόπουλος, 41.353504,19.745275, 2018, εκτύπωση UV, ακρυλικά και λάδι σε ξύλο, 45 x 60 εκ. 


ΜΑΧΗ ΤΖΑΒΕΛΛΑ, Φτερά παγωνιού, εκδόσεις Γκοβόστης, σελ. 128

Ξεκινώ την αναφορά μου στο αφήγημα της Μάχης Τζαβέλλα, Φτερά παγωνιού, επισημαίνοντας, πρώτ’ απ’ όλα, την ομολογουμένως αξιοσημείωτη, κάποτε και εντυπωσιακή, ικανότητά της να κινείται με κατακτημένη τεχνική, αφηγηματική ωριμότητα και περίσκεψη ανάμεσα στο βίωμα και τη μυθοπλασία, δημιουργώντας ένα απολύτως ρεαλιστικό και αληθοφανές σκηνικό, στις διαστάσεις του οποίου συντίθεται και, ταυτοχρόνως, εξελίσσεται, η ιστορία της. Κι ακόμα, επισημαίνοντας, με έμφαση, την άνεση με την οποία κινείται ανάμεσα στο πραγματικό, το φανταστικό, ενίοτε και φαντασιακό, ανάμεσα στο όνειρο και στην πραγματικότητα, άλλοτε μυθοποιώντας το πραγματικό, εμπλουτίζοντάς το με στοιχεία απελευθερωμένα από τα δεσμευτικά όρια του τόπου και του χρόνου, συχνά περιβάλλοντάς το με την απροσδιοριστία του ονείρου, και άλλοτε δίνοντας διαστάσεις του πραγματικού στις ονειρικά συναρμολογημένες φαντασιώσεις της, με συνέπεια τη σύνθεση μιας μάλλον ρεαλιστικής, πλην όμως διαπερασμένης, διεμβολισμένης από νότες νοσταλγικές, ιστορίας, με πρωταγωνιστές την αφηγήτρια και πρόσωπα του στενού οικογενειακού, φιλικού και κοινωνικού της περιβάλλοντος, με προεξάρχουσα και καθοριστική όλων των εξελίξεων, εσωτερικών και εξωτερικών, αφηγηματικών αλλά και υπαρξιακών, τη μορφή της μητέρας, κάτω από το ακινητοποιημένο, στο επίκεντρο της ιστορίας, και συνάμα διάσπαρτο ως αίσθηση και πανταχού παρόν βλέμμα της οποίας συμβαίνουν όλα.

Και σκέφτομαι ότι δεν θα ήταν λάθος, ούτε υπερβολή, αν ισχυριζόταν κανείς ότι, κάλλιστα, θα μπορούσε να προστεθεί στον τίτλο του βιβλίου της ο υπότιτλος «οι καταστρεπτικές συνέπειες ενός βλέμματος και οι οδυνηρές διασταυρώσεις του», με δεδομένο ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το βλέμμα της μητέρας της αφηγήτριας -και ηρωίδας της ιστορίας- αποτελεί την αποκλειστική αιτία και την αφετηρία του μάλλον άνετου και ανεμπόδιστου -παρά την οδύνη, τις οδυνηρές συνειδητοποιήσεις που προκαλεί- ξετυλίγματος του νήματος της μνήμης της∙ την αποκλειστική αιτία και το έναυσμα της αφύπνισής της, που έχει ως συνέπεια αλλεπάλληλες, άλλοτε ελεγχόμενες και άλλοτε ανεξέλεγκτες αναδρομές στο μακρινό αλλά και στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν, τις περισσότερες φορές ακατάστατα, χωρίς να τηρείται κάποια, στοιχειώδης έστω, χρονική σειρά, με τον αφηγηματικό χρόνο να μην διανύεται ομαλά και οριζόντια, αλλά με ακατάστατες και απροσδόκητες καταβυθίσεις ή επίσης με απροσδόκητα, γι’ αυτό και γοητευτικά, πισωγυρίσματα. Και όσο για την αφηγήτρια, ο αναγνώστης την αισθάνεται να βρίσκεται μονίμως κάτω από την επιρροή ή, καλύτερα, την απειλή του σκοτεινού, πραγματικού ή εικαζόμενου, βλέμματος της μητέρας της, καθηλωμένη σε ένα καίριο χρονικό σημείο της ύπαρξής της, αισθανόμενη να διασταυρώνονται στη σκέψη, ενίοτε και στο σώμα της το ίδιο, ριπές του παρελθόντος και του παρόντος, κάποτε και του μέλλοντος, συνθέτοντας μία νέα, ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα χρονική διάσταση, που δεν είναι άλλη από αυτήν της γραφής.
Όλο το αφήγημα της Μάχης Τζαβέλλα είναι η εξιστόρηση της πολλαπλά και με πολλούς και διάφορους τρόπους συγκρουσιακής σχέσης της αφηγήτριας με τη μητέρα της∙ μια εξιστόρηση που αναπτύσσεται, με την άλλοτε συστηματική εκμετάλλευση του νήματος του συνειρμού και άλλοτε με το άφημα στο, συχνά σαγηνευτικό, ξετύλιγμά του, προκειμένου να ανασυρθούν, με διαρκώς εναλλασσόμενα συναισθήματα και κάθε φορά αλλιώς φωτισμένα από τη μνήμη, κομμάτια του παρελθόντος, προσδιοριστικά του παρόντος και ίσως προοιωνιστικά του μέλλοντος. Γεγονός που ωθεί την αφηγήτρια σε ιδιαιτέρως επώδυνες, προφανώς εξαιτίας του αυτογνωσιακού τους χαρακτήρα, καταβυθίσεις στο απώτερο αλλά και στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν της, απ’ όπου ανασύρει και εκθέτει στο άλλοτε εκτυφλωτικό και άλλοτε υφέρπον και υποβλητικό φως ενός σταθερού και αμετακίνητου, περιβαλλόμενου από διαβρωτικές μνήμες, παρόντος, πρόσωπα, πράγματα, συμβάντα και καταστάσεις που μοιάζει να συνέβαλαν, αμέσως ή εμμέσως πλην σαφώς, στη διαμόρφωση ενός ιδιαιτέρως ευάλωτου ψυχισμού, ξεκινώντας από τα κάθε άλλο παρά ευφρόσυνα παιδικά της χρόνια, για να περάσει, στη συνέχεια, στα κρίσιμα χρόνια της εφηβείας και φτάνοντας, τέλος, στα χρόνια της ωριμότητας και της επιτακτικής ανάγκης της να επαναπροσδιορίσει τις σχέσεις της πρώτα με τον εαυτό της και ύστερα με τους άλλους.
Και μπορεί να πει κανείς ότι είναι ομολογουμένως αξιοσημείωτο, κάποτε και αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι, αυτές οι καταβυθίσεις, αυτά τα άλλοτε ελεγχόμενα και άλλοτε ανεξέλεγκτα άλματα της μνήμης επιχειρούνται με εντυπωσιακή πνευματική και ψυχική ευελιξία, χωρίς αναστολές, χωρίς τον φόβο μιας ενδεχόμενης έκθεσης, έτσι καθώς η αφηγήτρια, καθ’ όλη τη διάρκεια μιας σχεδόν εξομολογητικά δομημένης αφήγησης, της αφήγησής της, φροντίζοντας να ελέγχει και να προσαρμόζει τη διάθεση και το ύφος της στις διαρκώς εναλλασσόμενες ανάγκες των περιστάσεων, υπάκουη στις ξεχωριστές επιταγές των οπτικών γωνιών από τις οποίες κάθε φορά παρατηρεί και, παρατηρώντας, ανασυνθέτει στοχαστικά τη ζωή της.
Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον, στην προκειμένη περίπτωση, έγκειται στο γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια της αφήγησης -και παρά τη ρεαλιστική υφή των στοιχείων που τη συνθέτουν- δημιουργούνται, αναπτύσσονται και κυριαρχούν ανεξέλεγκτες, σκοτεινές και απροσδιόριστες δυνάμεις, που, σχεδόν υφέρποντας, περιβάλλουν και αναδεικνύουν συμβάντα και καταστάσεις, ενώ παράλληλα συμβάλλουν, όπως επισημάνθηκε ήδη, στη διάβρωση των διαχωριστικών ορίων ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα, στη διεύρυνση και στην ενίσχυση της επικράτειας της φαντασίας και της φαντασίωσης. Κυρίως όμως συμβάλλουν στη διαρκή, κάποτε δραματικών διαστάσεων, εναλλαγή αντίθετων μεταξύ τους και μονίμως συγκρουόμενων συναισθημάτων -λ.χ. αγάπης και μίσους, τρυφερότητας και σκληρότητας, θυμού και ευφροσύνης, οίκτου και εκδικητικότητας-∙ συναισθημάτων που, όλα μαζί, συντείνουν στην εκκόλαψη και στην καλλιέργεια νοσηρών, στην πλειονότητά τους, σκέψεων και επιθυμιών και έμμονων ιδεών, όπως η κυρίαρχη, στα Φτερά παγωνιού, ιδέα της μητροκτονίας που, ευτυχώς, εξαντλείται στο πλαίσιο μιας κατάστασης ονειρικής και, εξαντλούμενη, μεταλλάσσεται σε έναυσμα αγάπης, κατανόησης, επαναπροσδιορισμού και αυτογνωσίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου