Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2019

Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης, Επιστροφή , αναφέρεται στην επιστροφή του Κρυστάλλη στην Κόπραινα




                         

              Το βραδινό αεράκι έφερε την ελπίδα πως το ταξίδι θα είναι όμορφο , αφού η ασυνήθιστη για την εποχή ζέστη με την υγρασία σου έκοβαν την ανάσα. Τα ρούχα είχαν κολλήσει στο κορμί και με την αύρα που ήλθε από τη θάλασσα  όλοι οι ταξιδιώτες κατευθύνθηκαν προς το κατάστρωμα.  Μερικοί  είχαν κοντά τις αποσκευές τους.  Οι περισσότεροι όμως  δεν είχαν τίποτε. Από τα ρούχα καταλάβαινες πως ήταν φτωχοί. Πήγαιναν στο λιμάνι της Κόπραινας  για  να κάνουν κανένα μεροκάματο. Δούλευαν λίγες μέρες κάνοντας τους αχθοφόρους  , ξεφορτώνοντας τα εμπορεύματα από τα καράβια . Άλλοι πουλούσαν κότες , αυγά , λαχανικά . Έπειτα γύριζαν με το πλοίο της γραμμής πίσω στο νησί τους την Κέρκυρα.  Με αυτό τον τρόπο μάζευαν χρήματα και βοηθούσαν την οικογένειά τους. Συμπλήρωναν το εισόδημα με τις αγροτικές δουλειές , όπως και με την αλιεία. Οι καιροί ήταν δύσκολοι και η οικονομία της χώρας δεν πήγαινε καλά. Πολλά μέρη της Ελλάδας στέναζαν κάτω από τον τουρκικό ζυγό. Τα τελευταία μέρη που απελευθερώθηκαν  , άλλαξαν  τη συνοριακή γραμμή και την έφεραν μέχρι το γεφύρι της Άρτας. Από  το 1881 που απελευθερώθηκε η περιοχή , άρχισε να λειτουργεί το λιμάνι της Κόπραινας. Από το λιμάνι γινόταν η διακίνηση των εμπορευμάτων από τον Πειραιά στην Άρτα και την υπόλοιπη Ελλάδα. Η Κόπραινα έπαιξε το ρόλο σταθμού μεταφορών και επικοινωνίας. Έγιναν τελωνειακές εγκαταστάσεις , αποβάθρα , γραφεία πρακτόρων και λιμενεργατών . Ακόμη άνοιξε καφενείο και Αστυνομικός Σταθμός. Το λιμάνι έσφυζε από οικονομική και  εμπορική κίνηση. Αυτό το γεγονός βοήθησε στο να κατοικήσουν γύρω από αυτό  πολλοί άνθρωποι. Δύο  από  τα πλοία που αγκυροβολούσαν στο λιμάνι το « Πύλαρος» και το « Πέτρος». Αυτά τα εμπορικά πλοία  πραγματοποιούσαν το διαμετακομιστικό εμπόριο. Ήταν σημαντικοί παράγοντες για την ανάπτυξη της οικονομίας της ευρύτερης περιοχής.   Η λειτουργία του λιμανιού της Κόπραινας είχε ζωτική σημασία ,  αφού δεν υπήρχε οδικό δίκτυο από τη Στερεά Ελλάδα προς την Ήπειρο.
……………………………………………………………………………..
             Το «Πύλαρος »έπλεε μέσα στα γαλάζια νερά του Αμβρακικού. Το πρωινό φως αντιφέγγιζε με τα χρώματα του πλοίου. Άσπρο με κόκκινες και μπλε λωρίδες. Το φουγάρο έβγαζε μαύρο καπνό που το έβλεπες από τα γύρω βουνά. Η διέλευση του «Πύλαρου» έμοιαζε με τα βήματα ενός δεξιοτέχνη χορευτή. Έστριβε με δεξιόστροφες και αριστερόστροφες αργές κινήσεις.  Η πλώρη έσκιζε τα νερά και το πίσω μέρος άφηνε   ίχνη δημιουργώντας αφρούς  .  Γλάροι έκαναν περίεργους διασκελισμούς  λες και υποδέχονταν το πλοίο. Δελφίνια χοροπηδούσαν  και έπαιζαν με τους κυματισμούς της θάλασσας. Οι αιώνιοι φίλοι του ανθρώπου ακολουθούσαν το περίεργο πλεούμενο.
Οι  περισσότεροι επιβάτες , πάνω στο κατάστρωμα , απολάμβαναν το διάπλου του πλοίου. Η αίσθηση της υπεροχής , όταν βλέπεις τα βουνά  και τη θάλασσα από ψηλά , σου δημιουργεί μεγάλη ευχαρίστηση. Νιώθεις περηφάνια,  γιατί γεύεσαι το συνδυασμό θάλασσας και στεριάς. Και όταν αυτή την ικανοποίηση  την απολαμβάνεις , τότε προσπαθείς να αδράξεις την ευκαιρία για να μην τη χάσεις.
Η Κόπραινα και όλη η έκταση που απλώνεται από το όρος της Περάνθης μέχρι το Μακρυνόρος δημιουργήθηκε από προσχώσεις  του Αράχθου με ρου , τα παλιά χρόνια ,   βορειοανατολικά , κατά μήκος του όρους της Περάνθης που χυνόταν στον Αμβρακικό κόλπο. Λέγεται  πως όταν ο Άραχθος άλλαξε κατεύθυνση , ακολουθώντας το σημερινό ρου , αποκαλύφθηκε μεγάλη πεδινή έκταση. Γύρω από την περιοχή υπάρχει το Μενίδι , όπως και το  Κομπότι.  Αξιοσημείωτο  είναι ότι όλες οι περιοχές που περιέκλειε ο Αμβρακικός κόλπος ήταν καταπράσινες  από πυκνή βλάστηση .Οι μυρωδιές  του πράσινου  και της θάλασσας έδιναν βαθιές ανάσες ζωής στους επιβάτες του «Πύλαρος » . Ήξεραν πως το ταξίδι πλησιάζει στο τέλος και σε λίγο θα άρχιζε ο καθημερινός αγώνας της βιοπάλης. Κοιτούσαν στο βάθος και έψαχναν να ανταμώσουν με την όψη των κτηρίων της Κόπραινας. Όταν διέκριναν τα κεντρικά κτήρια του  τελωνείου τότε ένα χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη τους . Έκαναν το σταυρό και ευλόγησαν το μεγαλοδύναμο  που έφτασαν σώοι. Το τριπλό σφύριγμα του  « Πύλαρος» και ο βρυχηθμός της  μηχανής έπλασε την εικόνα του αγέρωχου πλεούμενου που την κυριαρχία του αποδέχονταν όλοι .
……………………………………………………………………………..
      Καθισμένος σε μια γωνιά του καταστρώματος είχε διπλωθεί στα δύο.  Ρίγη διαπερνούσαν το κορμί. Αν και φορούσε χειμωνιάτικα ρούχα έτρεμε ολόκληρος. Δίπλωσε το γιακά και ένιωσε καλύτερα. Έσμιξε τα πόδια προσπαθώντας να ζεσταθεί. Όταν κατάλαβε πως δεν μπορεί να κάνει τίποτε, σηκώθηκε για να περπατήσει πάνω στο κατάστρωμα . Δεν είχε το κουράγιο να  δρασκελίσει δυο βήματα. Κρατήθηκε κάπου και ένας μορφασμός απογοήτευσης απλώθηκε στο πρόσωπό του. Κοίταξε προς τα βουνά , καθώς το καράβι έμπαινε  στο λιμάνι της Κόπραινας.
«Αθάνατα Τζουμέρκα »σκέφτηκε και κούνησε το κεφάλι.                          «Ας  όψονται οι Τούρκοι που  με  καταδίωξαν όταν έγραψα την ποιητική συλλογή  Αι σκιαί του Άδου .  Δεν ταίριαζε με το κλίμα της εποχής . Οι Τούρκοι απαιτούσαν  υποταγή.  Έτσι δραπέτευσα στην Αθήνα. Για να τα βγάλω πέρα δούλεψα σε  τυπογραφείο. Έπαιρνα τριάντα δραχμές. Πού να με φτάσουν ; Τι να αγόραζα φαγητό , ρούχα…
Φορούσα  συνεχώς τα ίδια ρούχα. Καλά που ο Σπύρος με άφησε να κοιμάμαι στο εργαστήριο του. Είχε πολλή υγρασία. Το χειμώνα , το κρύο  περόνιαζε το κορμί. Πόσες φορές κρύωσα και σήκωσα πυρετό. Αλλά και στο τυπογραφείο τα μελάνια μου έκοβαν την ανάσα . Ο γιατρός μού είπε να σταματήσω . Και τι να κάνω , πού να δουλέψω ; Κάποιος γνωστός με βοήθησε. Έπιασα δουλειά ως υπάλληλος στους Ελληνικούς Σιδηρόδρομους. Δυστυχώς χάρηκα μόνο  για λίγο. Με απέλυσαν και τώρα δεν ξέρω πού να πάω; Να πω την αλήθεια δε φοβάμαι κάτι θα βρω αλλά είναι και η υγεία. Εδώ και λίγα χρόνια κάνω αιμοπτύσεις. Ο γιατρός μου επανέλαβε πως χρειάζομαι καλό φαγητό και ξεκούραση.  Η ανέχεια με κάνει να μην  μπορώ να ακολουθήσω τις  συμβουλές  του.  Έτσι μπαίνω και βγαίνω στο νοσοκομείο. Οι φίλος μου ,  ο Δημήτρης  με κάλεσε στην Κέρκυρα . Μου έστειλε γράμμα και μου πρότεινε να πάω να ξεκουραστώ. Είναι αλήθεια  πως όταν έφτασα στην Κέρκυρα  με υποδέχτηκε σαν αδελφός ..  Νοίκιασα  στο Hotel Charles . Το ξενοδοχείο βρισκόταν μακριά από τις πλατείες και δεν μπορούσα να περπατήσω . Μια φορά με πολύ κόπο κατάφερα  να  φτάσω ως την Σπιανάδα Τι όμορφα ! Οι μεγάλοι έπαιρναν τον καφέ στα καφενεία και τα μικρά παιδιά έπαιζαν γύρω απ την πλατεία. Θεέ μου τι ωραίες φωνές  ! Φωνές  ζωής , ελπίδας. Η εικόνα αυτή  με έκανε να νιώσω καλύτερα .  Μου αναπτέρωσε το ηθικό.                                             Την πρώτη εβδομάδα τα πήγα καλά. Άρχισε όμως πάλι ο καταραμένος βήχας. Οι ανοιξιάτικες βροχές επιδείνωσαν την κατάσταση .Πότε βροχή , πότε συννεφιά ,μούχλιασα από την υγρασία. Και άρχισε και ο πυρετός.  Ο Δημήτρης φοβήθηκε. Φώναξε το γιατρό . Με εξέτασε και προσπάθησε να μου δώσει κουράγιο. Κοίταξα τα μάτια του γιατρού. Εκείνος κατέβασε το κεφάλι. Κατάλαβα και μάλιστα πολύ καλά. Λίγες μέρες μου έμεναν για το μεγάλο ταξίδι. Όταν έφυγε ο γιατρός υπαγόρευσα ένα γράμμα στο Δημήτρη. Στο γράμμα ειδοποίησα την αδελφή μου να με περιμένει στην Κόπραινα. Επιθυμώ  να είμαι δίπλα στη  Μαρία την τελευταία στιγμή. Να μου κρατά το χέρι,  όπως όταν ήμουνα μικρό παιδί. Τότε που με το παραμικρό κρύωμα όλοι στην οικογένεια  μου έκαναν συντροφιά.  Και πρώτη και καλύτερη η αδελφούλα μου.                   Τώρα ανήμπορος θέλω  πολύ να  τη συναντήσω» .
………………………………………………………………………….
         Το καράβι έριξε άγκυρα διακόσια μέτρα μακριά από την παραλία. Επειδή το λιμάνι ήταν ρηχό δεν έδεσε  στο μουράγιο. Υπήρχαν βάρκες που μετέφεραν τους επιβάτες , όπως και τα εμπορεύματα στην παραλία. Εκεί τους υποδέχονταν σε παράταξη οι αστυνομικοί, οι τελωνειακοί , οι αχθοφόροι , οι αγωγιάτες με τα κάρα και οι συγγενείς  των επιβατών.
Οι πρώτοι που κατέβαιναν στην αποβάθρα συναντούσαν τους δικούς τους και χάνονταν μέσα στην αγκαλιά τους. Έπειτα αποχωρούσαν από το λιθόστρωτο που οδηγούσε στην Άρτα. Πάνω στα κάρα , με οδηγό τον αγωγιάτη διάβαιναν τα χωριά του  κάμπου. Μετά από μια ώρα έφταναν στην Άρτα , την πόλη που τη χώριζε ο ποταμός Άραχθος από τους Τούρκους. Χτισμένη γύρω από το κάστρο και δίπλα στον ποταμό αντίκριζε τον κάμπο με υπερηφάνεια.
  Η Μαρία είχε έρθει από νωρίς για να  υποδεχθεί  τον Κώστα. Γνώριζε την κατάσταση της υγείας του και ήθελε να του συμπαρασταθεί και να μείνει στο πλευρό του. Τον αγαπούσε  και από μικρό παιδί τον θαύμαζε για την καλοσύνη και τη λεβεντιά του. Όταν παντρεύτηκε στην Άρτα κάπου χώρισαν οι δρόμοι . Αλληλογραφούσαν συχνά. Της εκμυστηρευόταν όλα τα μυστικά . Πόσο χάρηκε για τη γρήγορη εξέλιξή του  στην ποίηση. «Στην Αθήνα» της έγραφε «με δέχτηκαν και με αναγνώρισαν σαν ποιητή. Μου συμπαραστάθηκαν στις δυσκολίες που βρήκα .Ακόμη και τώρα που είμαι άρρωστος με βοηθούν,  όσο μπορούν. Τους θεωρώ αδέλφια» . Τα κρατούσε τα γράμματα του αδελφού της . Τα διάβαζε όποτε είχε ελεύθερο χρόνο από τις δουλειές του σπιτιού. Τι χαρά έκανε όταν ο ταχυδρόμος της έφερνε γράμμα . Το έπιανε από τις άκρες και με περηφάνια  ψιθύριζε το όνομα του αποστολέα ,  « Κώστας Κρυστάλλης « . Και έπειτα αφού μάθαινε τα νέα του στρωνόταν να του γράψει. « Τον ευλογημένο , είναι ψυχούλα» σκεφτόταν και  παρακαλούσε το Θεό να τον έχει καλά. Όμως ο Θεός κάπου φαίνεται τον ξέχασε και να τώρα που τα πράγματα είναι δύσκολα. Το ξέρει πως δεν έχει γιατρειά, μα πρέπει να του δώσει την ψυχή της,  η ελπίδα άλλωστε πεθαίνει τελευταία. Χαμένη στις σκέψεις πρόσεξε πως όλοι οι επιβάτες άδειασαν την αποβάθρα .Τα εμπορεύματα μεταφέρονταν με  τα βαγονέτα πάνω στους συρμούς προς τα κτίρια του τελωνείου. Εκεί γινόταν ο διαχωρισμός. Έπειτα τα πήγαιναν στην πλάστιγγα και τα έλεγχε ο τελώνης. Τι παράξενο αναρωτήθηκε ,  για φαντάσου πόσα φορτία έχουν ξεφορτωθεί σ αυτό το λιμάνι ! Σκεπτόμενη όλα αυτά είδε τον ενωματάρχη να πλησιάζει προς το μέρος της. Το θεώρησε ευκαιρία και τον ρώτησε ;                                                                                                                    -  Έχουν κατεβεί όλοι οι επιβάτες από το πλοίο «Πύλαρος» κύριε ;
- Περιμένουμε τον τελευταίο.  Είναι άρρωστος ο φουκαράς , τη βγάζει δε τη βγάζει της είπε και έφυγε προς το κεντρικό κτίριο του τελωνείου.  Η Μαρία γύρισε προς τη μεριά του πλοίου και είδε μια βάρκα να έρχεται προς την αποβάθρα. Όταν έφτασαν διέκρινε δυο νεαρούς που κρατούσαν από τις μασχάλες έναν άντρα. Δεν μπορούσε να βαδίσει μόνος. Έμοιαζε με μωρό που μαθαίνει τα βήματα για να περπατήσει. Όταν έφτασε κοντά δεν πίστευε ότι ήταν αυτός. Αδυνατισμένος , έπλεε σε ρούχα που ήταν φθαρμένα και παλιά . Κούνησε το κεφάλι και σκέφτηκε να ξεσπάσει σε κλάματα. Γρήγορα το μετάνιωσε. Έφτασε κοντά του και αλλάζοντας διάθεση του φώναξε να την προσέξει  «Κώστα μου, καλωσόρισες» και τον σφιχταγκάλιαζε. Με τη βοήθεια των δυο νεαρών τον φόρτωσε στην άμαξα. Αφού τους ευχαρίστησε έδωσε σύνθημα στον αμαξά να ξεκινήσει. Ο αγωγιάτης τράβηξε το χαλινάρι και το άλογο ακολούθησε το γνωστό δρομολόγιο, Κόπραινα –Άρτα.
………………………………………………………………………….   
        Τον μετέφεραν σ ένα  δωμάτιο κοντά στην εκκλησία της Αγίας Θεοδώρας. Στο μπροστινό μέρος υπήρχε  σιδηρουργείο και στην πίσω αυλή  ένα χαμηλό κτίσμα . Από τη στιγμή που ξάπλωσε δεν ξανασηκώθηκε. Ο πυρετός  δεν έλεγε να σταματήσει. Του έδιναν γάλα και νερό. Η Μαρία έμεινε στο πλευρό του. Τα μόνα λόγια που της είπε ήταν να φωνάξει τον πατέρα . Έπειτα χάθηκε στον ύπνο και τις παραισθήσεις. Κοιμόταν και για δυο μέρες έπεσε σε λήθαργο .Όταν ξύπνησε αναζήτησε τον πατέρα . Κάποια στιγμή  βαριανασαίνοντας είπε :
- Πατέρα ,  γιατί αργείς ;
Άλλαξε πλευρό και συνέχισε τον ύπνο. Την επόμενη μέρα πέθανε. .Μεγάλη Παρασκευή , 22 Απριλίου του 1894 . Ο ποιητής  του βουνού και της στάνης Κώστας Κρυστάλλης ήρθε στην Άρτα και κοιμήθηκε  σ αυτή αιώνια .
Γύρισε στην Ήπειρο , εκεί που θέλησε να περάσει τα στερνά  του. Επιστροφή στην πατρίδα ,  καθώς  « παν άλλο χώμα θα του ήτο ξένον και θα εβάρυνε το φέρετρόν του ως βράχος ».*



















* Η τελευταία πρόταση είναι από τη μυθιστορηματική βιογραφία του Μιχάλη Περάνθη «Ο Τσέλιγκας »,  εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου