Άρης Γεράρδης: «Ευτυχώς είναι ακόμα σήμερα»
Κάπου ανάμεσα σε Τρίτη και Τετάρτη πρέπει να παράπεσε η αληθινή σου μέρα. Το δίστιχο αυτό του Ελύτη (Μαρία Νεφέλη) είναι η προμετωπίδα της ποιητικής συλλογής του Άρη Γεράρδη. Συμπυκνώνει την πρόθεση του ποιητή, όπως αποτυπώνεται στον τίτλο της συλλογής του, Ευτυχώς είναι ακόμα σήμερα. Η υπαρξιακή αγωνία για τον χρόνο. Ένα θέμα που διατρέχει τα περισσότερα από τα σύντομα ποιήματα που περιλαμβάνονται στη συλλογή.
Αν ο τίτλος υπαινίσσεται τη συνειδητοποίηση της ρευστότητας του χρόνου που χρειάζεται τη διαρκή μάχη και εγρήγορση, ο Γεράρδης υπονομεύει τη δυνατότητα του ανθρώπου να ελέγξει τη διαρκή ροή του χρόνου στο επίπεδο της καθημερινότητας.
Χαρακτηριστικό είναι το πρώτο ποίημα, «Τα κρυφά ελατήρια του ωρολογοποιού», στο οποίο ο ωρολογοποιός μπορεί να είναι ο κοσμικός χρόνος «που πυροβολεί τ’ όνειρό σου και σπάει το ρολόι σου» ή μπορεί να είναι οι μηχανισμοί εξουσίας που αποδομούν τους ατομικούς κήπους και αφυδατώνουν τα όνειρα καταστρέφοντας και ανανοηματοδοτώντας.
Η ποιητική συλλογή οργανώνεται γύρω από αυτή τη βασική αντίθεση: τον χρόνο της καθημερινότητας και την υπέρβαση αυτών των καταναγκαστικών ορίων. Ανάμεσα στην Κυριακή της σχόλης, που αδρανοποιεί τη συνείδηση και δημιουργεί έναν κόσμο παραμυθίας, και την άλλη μέρα, δρεπάνι που θα «θερίσει τους ύπνους μας». Ο ποιητής ουσιαστικά εισάγει στο ποιητικό σύμπαν έννοιες που έρχονται από πολύ παλιά, αποκαθαίροντάς τες από τη νοηματοδότηση των προηγούμενων δεκαετιών. Πρόκειται για την αλλοτρίωση, στην οποία ο χρόνος προσαρμόζεται αποκτώντας τα χρώματα και τα αισθήματα που εγχέονται από τον «ωρολογοποιό». Ο χρόνος της κατανάλωσης και των σούπερ μάρκετ που πουλάνε γάλα –τροφή– αλλά και όνειρα. Είν’ αυτά που μετατρέπουν τους ανθρώπους σε σκελετούς της ντουλάπας. Που χάνουν τη βούληση. Γίνονται αθύρματα της κατανάλωσης, υπακούοντας στις επιταγές.
Αυτό είναι ένα από τα βασικά θέματα που διατρέχουν τα ποιήματα αυτής της συλλογής. Η συγκεκριμένη αντίθεση αποκτά διάφορες μορφές, αλλά στο τέλος παραμένει η ίδια. Είναι ο χρόνος της κυριακάτικης σχόλης, που στις πόλεις βρέχει μοναξιά. Η ποίηση του Γεράρδη αποκτά ανεπαίσθητα έναν ελεγειακό τόνο, καθώς η μοναχικότητα παρελαύνει με διάφορους τρόπους και δημιουργεί το δικό της στρατόπεδο, κλείνοντας την ψυχή και την πόρτα στον διπλανό. Δεν ανοίγω ποτέ, δηλώνει το ποιητικό του υποκείμενο, στον ένοικο του διπλανού που χτυπάει την πόρτα για ζάχαρη και καφέ. Προπάντων, για επικοινωνία. Ο χρόνος των σύγχρονων κοινωνιών παραλύει τη βούληση και προκαλεί τρόμο στην προοπτική της διάδρασης. Τα ποιητικά υποκείμενα του Γεράρδη επαναφέρουν στη μνήμη τους μοιραίους του Βάρναλη. Μόνο που η μοναξιά των μοιραίων είχε ως σκηνή της έναν δημόσιο χώρο, την ταβέρνα. Ο Γεράρδης εγκιβωτίζει τα μοναχικά του άτομα σε διαμερίσματα φυλακές. Το καναρίνι κρέμεται ανάποδα στο κλουβί του, βαρέθηκε να βλέπει ουρανό που δεν είναι δικός του. Στην καλύτερη περίπτωση, οι εγκλωβισμένοι επιλέγουν τον συμβιβασμό. Το μόνο που επιτρέπουν στον εαυτό τους είναι να υιοθετήσουν την αλήθεια των άλλων. Αρνούνται να κοιτάξουν τον ουρανό που δεν είναι δικός τους.
Η ποίηση του Γεράρδη αποκτά ανεπαίσθητα έναν ελεγειακό τόνο, καθώς η μοναχικότητα παρελαύνει με διάφορους τρόπους και δημιουργεί το δικό της στρατόπεδο, κλείνοντας την ψυχή και την πόρτα στον διπλανό.
Αναπόφευκτα, η ποιητική αντίθεση αποκτά νέα μορφή. Από τη μια μεριά είναι το σκοτάδι κι από την άλλη το φως. Το μαύρο και τα όνειρα. Ο φόβος για μια ζωή που χάθηκε. Που άλλαξε. Φόβος για τη μέρα που φοράει αναπνευστική μάσκα κι αδιαφορεί. Που παρακάμπτει τα προβλήματα κλείνοντας τα μάτια ή συνηθίζοντας στα καυσαέρια και την τοξικότητα που διαχέεται στις διαπροσωπικές και κοινωνικές σχέσεις. Ο ποιητής δανείζει τη γραφίδα του στη γενιά του. «Κίτρινη απελπισία πνίγει τους καταυλισμούς», διαπιστώνει. Κι αυτό τον οδηγεί να κλειστεί στο καβούκι του.
Μυρίζει θάνατο ο αγέρας. Η γενιά του Γεράρδη αρχικά υιοθέτησε την τακτική του καναρινιού. Μετά, ανέπτυξε ιδρυματισμό επιλέγοντας την ιδιώτευση. Όσο σπρώχνω προς το φως, τόσο με τραβάει το σκοτάδι.
Μυρίζει θάνατο ο αγέρας. Η γενιά του Γεράρδη αρχικά υιοθέτησε την τακτική του καναρινιού. Μετά, ανέπτυξε ιδρυματισμό επιλέγοντας την ιδιώτευση. Όσο σπρώχνω προς το φως, τόσο με τραβάει το σκοτάδι.
Η πρώτη ποιητική συλλογή του Γεράρδη είναι ενδεχομένως οποιητικός απολογισμός μιας γενιάς που ονειρεύτηκε να πιάσει ψάρια με τις χούφτες. Να πετύχει το αδύνατο. Και καθώς το όνειρο έχει ξεθωριάσει και στην τσέπη του παλτού του έχουν απομείνει μόνο τα εισιτήρια μιας άλλης εποχής, ο ποιητής παρακολουθεί την οριστική διάσταση του εαυτού του από τον
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου