ΑΠΟΨΕΙΣ
Σαν να σίμωσαν όλες οι ημερομηνίες φέτος. Το Ψυχοσάββατο, η Γιορτή της Γυναίκας και οι Αποκριές. Οι γιορτές, οι σημαδιακές μέρες, αποκτούν το δικό τους πρόσωπο. Που για τον καθένα/καθεμία παίρνει οικεία γνωρίσματα. Δεν γίνεται αλλιώς να μπει στο πετσί σου. Να νιώσεις τον συγκλονισμό, ίσως και την ενοχή γι’ αυτά που δεν ειπώθηκαν.
Το καντήλι τρεμοσβήνει. Το λάδι γλείφει το δοχείο. Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει. Ποιος νοιάζεται γι’ αυτούς που έφυγαν. Η ζωή παραέχει ανήφορο, δεν περισσεύει χρόνος για σκέψεις. Κι έρχεται αυτή η άτιμη σύμπτωση και το λάδι που ανεβάζει στάθμη, δίνει χρώμα στα μάτια. Το κάρβουνο που έσβηνε ζωηρεύει. Γίνεται αυτό το περίεργο θαλασσί που για τους αγαπημένους της γινόταν βάρκα. Τότε που ανοίγονταν στον κόσμο μέσα από τα δικά της μάτια.
Μέρες που είναι θα ειπωθούν πολλά για τον φεμινισμό ως παγκόσμιο κίνημα, για τη σκληρή ζωή των γυναικών στο παρελθόν. Για τις γυναίκες θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης. Για τις ανισότητες στον εργασιακό χώρο. Για τη βία, μέσα στο σπίτι κι έξω απ’ αυτό. Είναι ανοιχτός ο κατάλογος και συνεχίζει να γράφεται ακόμη και σήμερα. Και στον λεγόμενο «πολιτισμένο» κόσμο.
Αυτό που θυμάμαι είναι το φλογοβόλο βλέμμα της. Πέταγε φωτιές να κάψει όσους ενοχλούσαν τους δικούς της. Στη στιγμή γινόταν απάνεμος κόλπος που προσέφερε τη σιγουριά. Το απάνεμο. Το βλέμμα της σάρωνε τα πάντα. Στο μεροκάματο και στο σπίτι. Χωρίς να γογγύσει για τις δυσκολίες. Μόνο ένα πνιχτό παράπονο, πότε πότε, που είχε μόνο δυο χέρια και δεν μπορούσε να κάνει περισσότερα.
Δεν ήταν η ζωή της εύκολη. Σαν πολλές άλλες γυναίκες, της δικής της αράδας όπως έλεγε. Καταπιεσμένη, θα έλεγαν πολλοί. Με σκληρή ζωή. Και δούλα και κυρά, σχολίαζε αυτή. Με ένα παπούτσι έτρεχε απ’ το χωράφι στο σπίτι. Αντί να πάρει ανάσα, παραήταν μεγαλύτερο από το μπόι της το τσαπί, κοσί στο σπίτι να μαγειρέψει, να κάνει τη λάτρα του σπιτιού. Και μετά να βυθίζεται στον ύπνο. Από νωρίς. Ενα αδύναμο σώμα που σήκωνε πολλά βάρη. Μια αρσιβαρίστρια της ζωής.
Κι όταν τα χρόνια πέρασαν και η αντρική τυραννία της κεραυνοβολήθηκε, ήταν εκεί δίπλα. Υψωνε τον τόνο της φωνής. Τα μάτια της γίνονταν λάβα. Δεν νογάτε εσείς, έλεγε. Ζήσαμε μαζί.
Ημέρα της Γυναίκας οσονούπω. Κι αν ψάχνω κάτι είναι η έγνοια. Είναι αυτό το άοσμο υγρό που κάνει τις οικογένειες, τις συντροφικές σχέσεις. Που χαρακτηρίζει όλες τις γυναίκες, ακόμη κι αν οι εποχές έχουν αλλάξει. Η έγνοια για τους δικούς τους που γίνεται αγκαλιά και φωλιά. Ακόμη και τώρα που όλα άλλαξαν. Η Τάντω και οι άλλες δικαιούνται αναμμένο το καντήλι τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου