Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2019

Κουζέλη Λαμπρινή, Τα προσωπεία της γραφής Ενας άγνωστος συγγραφέας της ελληνιστικής εποχής, μια έκδοση που δεν έγινε, ένα φιλολογικό μυστήριο και ένας ύμνος στη γλώσσα είναι τα συστατικά του τελευταίου βιβλίου του Γιώργη Γιατρομανωλάκη , εφ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 28.08.2019, 09:58


Eνας έλληνας κλασικός φιλόλογος και συγγραφέας και έμπειρος εκδότης αρχαίων ελληνικών και νεοελληνικών κειμένων γίνεται αποδέκτης ενός φωτοτυπημένου κώδικα που περιέχει δεκαοχτώ άγνωστα αρχαιοελληνικά κείμενα. Του τον στέλνει ο παλαιός συμφοιτητής του Stephan Markevil, γνωστός παπυρολόγος, ο οποίος ετοιμάζει την πρώτη έντυπη έκδοση των κειμένων, την editio princeps, στη διάσημη παπυρολογική εκδοτική σειρά «The Oxyrhynchus Papyri» του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Ο Markevil όμως πεθαίνει, τα σχέδια για την έκδοση πιθανόν αναστέλλονται και ο έλληνας φιλόλογος αποφασίζει να πραγματοποιήσει την παλιά επιθυμία του φίλου του, να εκδώσει τα κείμενα αυτά σε νεοελληνική μετάφραση/μεταγραφή.
Αυτό είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο καθοδηγούμαστε να διαβάσουμε τα δεκαοκτώ κείμενα που εκδίδει ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης, και με όλα τα εργαλεία της φιλολογικής του σκευής, με εισαγωγή και σχόλια, δηλώνει χάσματα με τα απαραίτητα sigla, επεξηγεί χωρία στις σημειώσεις, ταυτίζει παραθέματα άλλων που βρίσκουν τον δρόμο τους και εισέρχονται στο κείμενο. Από τα εκ των ων ουκ άνευ της εκδοτικής είναι βέβαια η χρονολόγηση και η πατρότητα ενός κειμένου. Παρότι δεν υπάρχουν θρησκευτικές, ιστορικές και πολιτικές αναφορές στο κείμενο που να βοηθούν τον μελετητή να το τοποθετήσει χρονικά, χρονολογείται στα τέλη της ελληνιστικής εποχής, αρχές ή μέσα του 3ου μ.Χ. αιώνα, σύμφωνα με την έρευνα του Markevil. Ο συγγραφέας, άγνωστος, ήταν κάποιος από τους «Ελληνες ή ελληνόγλωσσους litterati της Αυτοκρατορικής Εποχής, με έμμονες ιδέες για την τέχνη της γραφής και γενικότερα τη λογοτεχνία», ίσως κάποτε υπάλληλος στη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, που τώρα ζει απομονωμένος στην έρημο. Για τη γνησιότητα του κειμένου αποδείξεις δεν υπάρχουν, ωστόσο ο Markevil ήταν πεπεισμένος για τη γνησιότητά του. Την υπόθεση συσκοτίζει η εξαφάνιση του Markevil, του περίφημου παπυρολόγου που δεν έχει αφήσει ίχνη στην ακαδημαϊκή βιβλιογραφία, όχι μόνο από τη ζωή, αλλά και στον χώρο του Διαδικτύου ος τα πανθ’ ορά…
Σπαράγματα γραφής
Οι ιστορίες του «συγγραφέα του Ζαά», όπως ονόμασε τον κώδικα ο Markevil, από το όνομα του αιγύπτιου εργάτη που τον ανακάλυψε, είναι οι ιστορίες ενός γραμματιζούμενου και γραφέα, ένα ιδιότυπο ημερολόγιο της ζωής του στην αμμώδη απομόνωση. Εκεί τον επισκέπτονται οράματα, της μητέρας του που του έχει διδάξει τη γλώσσα, του φίλου του Στ… από τον Κάτω Κόσμο, αλλά και γυναίκες, ερωτικές, θελκτικές και προκλητικές, κι ένας τραγικός ταλαίπωρος εραστής που του ζητεί να γράψει μια επιστολή για την αγαπημένη του. Η γλώσσα αυτού του γραφέα, όπως μεταφέρεται στη μετάφραση/διασκευή του Γιατρομανωλάκη, είναι ιδιόρρυθμη, εκκεντρική, πεποιημένη, ακραία εξεζητημένη, σπασμένη, με κενά, χάσματα, κατακερματισμένη στα όρια της αποσύνθεσης, αλλά ταυτόχρονα παράξενα γοητευτική. Η ελληνιστική κοινή της εποχής, με παραθέματα από τον Ομηρο, τον Αριστοτέλη, τον Πλάτωνα, ένα μωσαϊκό όπου χωρούν αποχρώσεις της εκκλησιαστικής γλώσσας και της κρητικής διαλέκτου, παιδικές λέξεις, λέξεις χωρίς νόημα, άναρθροι φθόγγοι: «η[…]ον η[…]ν <***> (desunt verba quaedam) και εισέβην ετότες εις τον εμόν οίκον του χώμ[ατος] (;). Μεσημβρίας ούσης. Εισελθών δε είδα κατά γης εσπαραγμένα τα εγεγραμμένα μου άπαντα. Ερειπιώδη όλα. Και τα σκεύη της γραφής συντετριμμένα αγχ[…]α. Συντεθλα[σμένος] ο κάλαμος ο εμού ο εμός, ο γράφων και ο ομιλών μετ’ εμού. Ράκη τα βύβλ[ινα]. Ερείπια οι μεμβράνες. […] Θρύψαλλα δ’ ομοίως [και] τα φωνήεντα γραμμένα τα λόγϊα. Κατεσχισμένα τα εις έτη ιζ’ τα γεγραμμένα μου. Ολα».
Εξομολόγηση αγνώστου
Γι’ αυτή την καταστροφή που συμβαίνει αναίτια μια μέρα, παρηγορεί τον γραφέα το φάσμα της μητέρας του, και τον εμψυχώνει να δράσει. Αναζητεί δουλειά ως γραφέας σε πανδοχεία και δικαστήρια ώσπου να μαζέψει τα χρήματα για να αγοράσει ξανά τα χρειαζούμενα για τα γραψίματά του. Και τότε επιστρέφει στην απομόνωσή του.
«Επορεύτηκα οπίσω». Και μιλώντας στον εαυτό του, πράγμα που κάνει συχνά στη διάρκεια της μοναχικής συγγραφής, τον προστάζει: «»Γράφε! Γραφεύ!» Ειπά μου [τω]. «Γράφε και χαίρου εν λύπη»». Ανταποκρίνεται ευθύς στην προσταγή: «Και με επήκουσεν ο εμός του εμού ο άνθρωπος. Ευθύς. Ο μόνος μετ’ εμού άνθρωπος ζων. Κι ενωτισάμενος ήρχισα. Πάλιν γράφων ήρχισα τα γραφτά τα γραφόμενα. Πάλιν τα ράκη του νοός μου έγραφα. Τα πολυτελή μου τα ράκη και τα συντετριμμένα των φωτ[…]ων(;) Καταξέσχιστοι φθόγγοι και λέξεις. Ε και; Καταξεσχισμέναι πλην έκλαμπρες αι φλόγες των ρημάτων και των ρηματίων. Οτι τας έσω φωνάς των γραμμάτων κατέγραφα. Ατελών μεν ναι, λελαμπρυσμένων δε ναι, <***> (desunt fortasse plurima verbaων[…]ερει νωμε νααιπιερε (;) Πλην τα έγραφα δ’ όλα σωστά».
Είναι οπωσδήποτε μια εξομολόγηση. Του άγνωστου συγγραφέα; Του έλληνα διασκευαστή; Πρόσωπα και προσωπεία μπερδεύονται σ’ αυτό το ιδιαίτερο, απαιτητικό, κοπιώδες και παιγνιώδες κείμενο που στέκεται ως φόρος τιμής στη γλώσσα, στην τέχνη της γραφής αλλά και στη φιλολογία, στην επιστήμη της αποκατάστασης των κειμένων, της αποκατάστασης της γλώσσας ως σώματος, και του νοήματος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου