Η πατρίδα μας
–επιβεβαιώνεται με κάθε ευκαιρία– είναι η παιδική μας ηλικία. Μεγάλα λόγια, θα
’λεγε κανείς. Που κάθε φορά όμως τα βρίσκουμε μπροστά μας. Το διαπιστώνω στους
εθνικούς δρόμους. Το κεφάλι μου παίρνει την κλίση προς τη θέση όπου αγρότες
εκθέτουν την πραμάτεια τους.
Τα κιτρινοκόκκινα κολοκύθια με γοητεύουν
περισσότερο από καθετί άλλο. Είναι η στιγμή που παθαίνω σιελόρροια και με
πιάνει ακατάσχετος βήχας. Ανακατεύεται με παιδικές εικόνες από τη γλυκιά
κολοκυθόπιτα που η μάνα έψενε στη γάστρα. Μια εικόνα που στοιχειώνει τη γεύση
μου και με σέρνει από τη μύτη, σαν τον σκύλο του Παβλόφ.
Εκείνο το πρωί ήταν γραφτό να έρθω
αντιμέτωπος μ’ ένα κολοκύθι. Στην αρχή άκουσα περίεργους θορύβους. Συρσίματα κι
αγκούσες. Μισές αναπνοές. Οι ήχοι ήταν καθαροί, μόλις είχε χαράξει. Ο ήχος
έγινε θόρυβος. Από περιέργεια άνοιξα την πόρτα του σπιτιού. Υπήρχε μια
αναστάτωση, όχι έντονη, αλλά δεν περνούσε απαρατήρητη για κάποιον που ξέρει τον
κήπο του σαν την παλάμη του.
Τα φυτά του κήπου είχαν... ξεσηκωθεί. Οι
ντοματιές έκοβαν ντομάτες από τον κορμό τους και τις πετούσαν προς τον φράχτη.
Να κόβεις τις άρρωστες ντομάτες, αυτές που έχουν... τούτα, συμβούλευσε μια
μεγαλύτερη που είχε σχεδόν ξεσταχιάσει. Οι αγγουριές, οι μελιτζανιές, οι
πιπεριές είχαν μετακινηθεί προς τον φράχτη σχηματίζοντας ημικύκλιο.
Λαθροκολοκύθι, γύρνα σπίτι σου, φώναζαν όλα εν χορώ. Τι γυρεύεις στον τόπο μας;
Γιατί πέρασες τα σύνορα; Δεν είδες τον φράχτη;
Τα φυτά δεν ξέρουν από σύνορα, αυτά είναι
διαολιές των ανθρώπων. Μια παρέα βλίτων πάσχιζε να μιλήσει. Του κάκου. Τα άλλα
φυτά έπνιγαν τη φωνή τους. Ο λαθραίος εισβολέας ήταν ένα κολοκύθι. Στρογγυλό
στρογγυλό, κίτρινο, με πράσινες λωρίδες, σημάδι της ηλικίας του. Είχε γαντζωθεί
από τον φράχτη.
Οι πιπεριές ήταν οι πιο επιθετικές,
φαρμάκι τα λόγια τους. Να τσακιστείς, να γυρίσεις στην πατρίδα σου. Ο κήπος
είναι δικός μας. Δεν έχεις το δικαίωμα να είσαι εδώ. Δεν μπορείς να μας
στερήσεις το δικαίωμα να προσφέρουμε, εμείς και μόνο εμείς, ευχαρίστηση στο
αφεντικό μας. Εμείς είμαστε οι πριγκίπισσες του κήπου, αντάμα με τις ντομάτες
και τις μελιτζάνες. Από πού κρατάει η δική σου γενιά, λαθροχοντροκολοκύθι;
Εκείνη τη στιγμή πλησίασα στον φράχτη.
Ολα τα φυτά άνοιξαν δρόμο. Σώσε με, αφεντικό, φώναζε το κολοκύθι. Δεν είμαι
λαθροκολοκύθι. Εδώ γεννήθηκα. Δεν έκανα τίποτε κακό. Στη γλώσσα μας δεν υπάρχει
η λέξη φράχτης και σύνορο. Μην το ακούς, αφεντικό. Είναι βαλτό, δεν βλέπεις που
έχει χοντρύνει, σαν μπάλα έγινε. Φώναζαν εν χορώ τα άλλα ζαρζαβατικά. Είναι
ύπουλο, θέλει να βάλει μπουρλότα στην ησυχία του κήπου. Δεν κάνει για πίτα.
Αχρηστο είναι.
Εσκυψα, το χάιδεψα, έκοψα το κοτσάνι.
Ταμάμ για γλυκιά κολοκυθόπιτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου