Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2019

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑΣ,ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΑΥΔΙΚΟΣ, Οδός Οφθαλμιατρείου, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σελ. 213, εφημερίδα Κυριακάτικη Αυγή,/Αναγνώσεις, 10 Νοεμβρίου 2019,

Δεύτερη ζωή

Σωτήρης Πανουσάκης, ahead, 2019, λάδι σε καμβά, 60 x 80 εκ.
Ο Κρυστάλλης φθάνει κατατρεγμένος και φυγόδικος στην ελεύθερη Αθήνα το 1889 από την ακόμα υποδουλωμένη πατρίδα του, καταδικασμένος σε πολυετή εξορία από τα τουρκικά δικαστήρια εξαιτίας ενός πρωτόλειου ποιήματος του με πατριωτικό και εθνικοαπελευθερωτικό περιεχόμενο. Ένας άσημος ψυχωμένος νέος με ασθενική κράση, λιπόσαρκος και φτωχός, αφού ο έμπορος πατέρας του είχε ξοδέψει αφειδώς την περιουσία του για τον εθνικό σκοπό. Ένας εμπνευσμένος δημιουργός, με περίσσεια ποιητικού οίστρου και πάθους για την γνώση, που εργάζεται νυχθημερόν για να εκπληρώσει τα οράματα της τέχνης του, βάζοντας σε κίνδυνο την εύθραυστη υγεία του.
Στην πλοκή του μυθιστορήματος ο Κώστας Κρυστάλλης αναδύεται από τον κόσμο των σκιών και ζει μια δεύτερη ζωή καθοδηγώντας παραστέκοντας και εμπνέοντας τον Κρυστ. Συνοδοιπορεί με παλιούς και νέους ποιητές και πεζογράφους επιχειρώντας μια διακειμενική σύντηξη. Στοχάζεται το παρελθόν και καταθέτει όσα δεν πρόλαβε στον σύντομο βίο του. Μιλά για τις ανολοκλήρωτες σχέσεις, τον βραχνά της επιβίωσης, τον εξευτελισμό της πείνας, αλλά κυρίως για την ζωογόνο πνοή της τέχνης και το σαράκι της δημιουργίας. Για την αδυναμία του να ενσωματωθεί στον αστικό τρόπο ζωής, για την μοναξιά και τα αγκάθια του έρωτα, για την καχυποψία της καλλιτεχνικής ελίτ και την άρνηση των περισσοτέρων δημιουργών να αποδεχθούν αυτόν τον βουνίσιο και απόμακρο Ηπειρώτη ως ισότιμο μέλος στις λογοτεχνικές τους συντροφίες. Αυτό το αετόπουλο της Πίνδου με τις σπασμένες φτερούγες: «Παρακαλώ σε Σταυραητέ, για χαμηλώσου λίγο και δος μου τις φτερούγες σου και πάρε με μαζί σου· Πάρε με πάνω στα βουνά, τι θα με φάει ο κάμπος».
Ο Ευάγγελος Αυδίκος με την στέρεη επιστημονική σκευή του λαογράφου, αλλά και την ευαισθησία του αδιαμεσολάβητου προσωπικού βιώματος, γνωρίζοντας κάμπους και βουνοκορφές, πετρόχτιστα χωριά και ακύμαντες λίμνες, τοπωνύμια, λεκτικά ιδιώματα και ντόπιες εκφράσεις και πρακτικές, διαχειρίζεται με έμπνευση, παρρησία και τόλμη ένα διαφορετικό πορτραίτο του ποιητή και ένα ψυχογεωγραφικό πανόραμα του τόπου, ανοίγοντας κι αυτός, όπως κι ο ποιητής, διάπλατα ένα «παράθυρο στα Τζουμέρκα». Στο μυθιστόρημά του μας συστήνει ξανά τον παραγνωρισμένο και για πολλούς ξεχασμένο Κώστα Κρυστάλλη. Τον ιδιόρρυθμο νέο, με την φλογέρα και την γκλίτσα, που μίλησε στις καρδιές των ξεριζωμένων από τον τόπο τους απλών ανθρώπων. Τον ακάματο δημιουργό –που στις πληθωρικές γλαφυρές και αποκαλυπτικές περιγραφές της φύσης των πεζογραφημάτων του, που κατηγορήθηκαν ως «φωτογραφικές»– αγωνιζόταν να συγκεράσει την απλότητα της δημώδους ποίησης και της λαϊκής σοφίας, με τις νέες αναζητήσεις της τέχνης του λόγου.
Ο «δημοτικός» ποιητής δεν ήταν παρά ένα κουρασμένο και φιλάσθενο παιδί, που οι στίχοι του πηγαία και γάργαρα ανάβλυζαν από τις λέξεις και τις φράσεις του, διψασμένο για συγκινήσεις. Ανυπόμονο να φωτίσει με την ποίησή του «τα πρόσωπα του κόσμου του».
«Κλωνάρια ἀπ᾿ ἀγριοπρίναρα, φουρκάλες ἀπὸ ἐλάτια θέλω νὰ στρώνω στοιβανιὲς κι ἀπάνου νὰ πλαγιάζω,ν᾿ ἀκούω τὸν ἦχο τῆς βροχῆς καὶ νὰ γλυκοκοιμιέμαι».

Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής   










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου