Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2020

Η σκιά της Μίκας και η κοινά μοίρα των μεταναστών και προσφύγων



       «Μπροστά η Έλεν και λίγο πιο πίσω την ακολουθώ με το δικό μου καρότσι. Νιώθω περίεργα στους δρόμους αυτής της πόλης. Έκανα τόσο ταξίδι για να πουλάω λουλούδια στους δρόμους; Η Έλεν κάνει στάσεις σε μεγάλα μαγαζιά, ‘αν είμαστε τυχερές θα πετύχουμε ευτυχισμένα ζευγάρια’. Έχει προχωρήσει η ώρα και στην Έκτη Λεωφόρο μπαινοβγαίνει αρκετός κόσμος στα μαγαζιά. ‘Να προτιμάς τα στέκια που το πορτοφόλι είναι ακόμη ανοιχτό. Τότε είναι πιο εύκολο να ξοδέψουν για λουλούδια’. Η Έλεν συνεχώς με συμβουλεύει. Την ακούω με μεγάλη ευχαρίστηση, ενώ την ίδια στιγμή το βλέμμα μου ανεβοκατεβαίνει στα θεόρατα κτίρια, περιεργάζεται τους ανθρώπους που περπατούν στα πεζοδρόμια, ξεχνιέμαι στις στολισμένες βιτρίνες.
       Στον κεντρικό σταθμό της  Τάιμς Σκουέαρ η Έλεν σταματάει, ‘εδώ είναι το πόστο μου. Θα παρκάρεις το καρότσι σου δίπλα από το δικό μου για μερικές μέρες κι ύστερα βλέπουμε’. Δεν χάνω τίποτε από όσα κάνει ή λέει. Το πόστο της είναι σε πολύ καλό σημείο, κόσμος πάει κι έρχεται. Αεικίνητη, χαμογελαστή αλλά σοβαρή, έχει τον τρόπο της να πείθει τους διστακτικούς. Δεν χάνει την ψυχραιμία της, ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές. ‘Θα το μάθει ο πατρόνος’, ακούω σε μια στιγμή τη φωνή της, ενώ την ίδια στιγμή βλέπω  μια ανδρική πλάτη να απομακρύνεται τρέχοντας. ‘Μην ρωτάς να μάθεις περισσότερα από όσα είδες’. Η Έλεν προλαβαίνει οποιοδήποτε σχόλιό μου.
       Η Έλεν έχει ανέκφραστο πρόσωπο, θα μπορούσε κάποιος να την χαρακτηρίσει σκληρή αν δεν ζήσει μαζί της. Το έπαθα κι εγώ στην αρχή της γνωριμίας μας. Της μίλησα για τον εαυτό μου, για τα όνειρά μου. ‘Πολύ εύκολα αποκαλύπτεις τα αδύνατα σημεία σου. Μην το κάνεις αυτό ποτέ’. Οι λέξεις  κοφτές. Δεν σηκώνει κουβέντα για όσα λέει. Προσπαθώ να μάθω κάτι περισσότερο από  το μικρό της όνομα. ‘Είμαι από τη Μάνη’. Η φράση της σπάει τη βραδινή σιωπή μιας κουραστικής μέρας. Δίνει την πληροφορία χωρίς να έχει προηγηθεί συζήτηση, σα να το ετοίμαζε από καιρό. ‘Ο πατέρας μου θύμα βεντέτας. Τρεις αδερφές και η μάνα μου. Έφυγα απροειδοποίητα’. Σιωπώ. Ξέρω πως αν την ρωτήσω θα αντιδράσει. ‘Αυτά πέρασαν. Δεν γυρίζω στα παλιά. Είμαι η αμερικανίδα Έλεν Βαλόν, αυτό να μην το ξεχάσεις. Ήρθα για να αλλάξω ζωή και θα το κάνω, ο κόσμος να γυρίσει ανάποδα’.
       Όταν προσαρμόστηκα διαλέγω για πόστο μου το Ροκφέλερ Σέντερ στην Πέμπτη Λεωφόρο, ενώ κάποιες φορές, στις μεγάλες παραστάσεις, μετακινούμαι  στο Ράδιο Σίτι. Το βράδυ επιστρέφουμε μαζί με την Έλεν. Περνάει  από το πόστο μου και κατηφορίζουμε στην Κανάλ Στριτ. Εκεί αδειάζουμε την είσπραξή μας στο τραπέζι,  ‘το αφεντικό είναι πολύ ευχαριστημένο από τη συνεργασία που έχει μαζί σας’. Το αφεντικό που δεν το έχω δει ποτέ, που η Έλεν ονόμασε πατρόνο. Πρώτη φορά άκουσα τη λέξη, η βραδινή όμως ώρα που καταθέτουμε τις εισπράξεις μας με πονηρεύει. ‘Το αφεντικό έκανε πολλά έξοδα για σας, για το διαβατήριο, το εισιτήριο, το νοίκι του σπιτιού. Θα’ ρθει όμως η ώρα που θα τον ξεπληρώσετε, τότε θα μπορείτε να δουλέψετε για τον εαυτό σας’. Η απάντηση του λογιστή στην γκρίνια μου για το μεροκάματο που δεν έφτανε να ζήσω με πάγωσε.
        Όλη τη μέρα στους δρόμους και καμιά προκοπή. Δεν μπορώ καν να μαζέψω μερικά δολάρια. Τα εισιτήρια μόνο θέλω, ακόμη θυμάμαι τον Πάτρικ. Ίσως να βρίσκεται στο Κολόμπους του Οχάιο.  Αποφασίζω να επισκεφτώ την πόλη. Το μόνο που χρειάζομαι είναι μερικά δολάρια.
       Η απόφασή μου γίνεται αμετάκλητη μιαν ηλιόλουστη ημέρα που ανέβαινα με το καρότσι  στο πόστο μου. Χωρίς να το καταλάβω βρίσκομαι  ξαπλωμένη στο πεζοδρόμιο στην προσπάθειά μου να συγκρατήσω το καρότσι. Τα καταφέρνω. Ένας μεσήλικας σκύβει  και με βοηθάει να σταθώ στα πόδια μου. Είναι ο Τάσος, από τα Επτάνησα. Έχει πέντε χρόνια στη Νέα Υόρκη, τα τέσσερα πουλάει χοτ ντογκ στο Σέντραλ Παρκ. Του ζητάω να με συγχωρέσει για την αφηρημάδα μου. Το βλέμμα του είναι στραμμένο στην τράπεζα. Με ψιθυριστή φωνή με παρακαλάει να τον βοηθήσω, δεν ξέρει ούτε αγγλικά ούτε γράμματα. Ανησυχεί για τα δολάριά του, πολλά λένε για τον πατρόνο. Του κάνω το χατίρι. Η Έλεν αναλαμβάνει να φυλάξει τα καρότσια μας. Μπαίνουμε στην Τράπεζα. Συνεννοούμαι με τον υπάλληλο, είχα ήδη μάθει τις βασικές λέξεις. Οι αριθμοί όμως έχουν τη δική τους γλώσσα, λένε τη δική τους αλήθεια και με τι κουράγιο να τη μεταφέρω στον Τάσο. ‘Ο πατρόνος’, ψιθυρίζει. Το πρόσωπό του κερώνει. Εμπιστεύτηκε τον πατρόνο να του βάζει τα λεφτά στην τράπεζα. Τον κοροϊδεύει τόσα χρόνια. ‘Πώς να γυρίσω πίσω; Με άδεια χέρια;’
       Πήρα την απόφασή μου μετά απ’ αυτό. Θα ψάξω να βρω τον Πάτρικ. Έχει δίκιο η Έλεν, «το καρότσι είναι η σκλαβιά μας», μονολόγησε κάποιο βράδυ μετά από ένα εξαντλητικό δωδεκάωρο στους δρόμους. Ο Πάτρικ είναι η ελευθερία μου.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου