6/01/2021, 2:16 ΠΜ
✔ Ευάγγελος Αυδίκος: «Ένιωσα σαν τον ακροβάτη, που επιχειρεί να ισορροπήσει στο συρματόσχοινο»
Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα //
«Χωρίς δεύτερη σκέψη, το μυθιστόρημα “Οδός Οφθαλμιατρείου”. Δεν εντασσόταν σε ό,τι είχα γράψει ως τότε». Μας λέει για το βιβλίο του το οποίο γράφτηκε με τον πιο αλλόκοτο τρόπο ο Ευάγγελος Αυδίκος και βραβεύτηκε.
Η «Οδός Οφθαλμιατρείου» έλαβε επαξίως το βραβείο μυθιστορήματος the Athens prize for literature αποδεικνύοντας ότι το καινούργιο αναδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο τα τιμαλφή από το παρελθόν:
«Χρειάστηκε πολύ διάβασμα όλου του έργου του Κρυστάλλη αλλά και ποιητικών και πεζογραφικών κειμένων που ασχολούνταν με ζητήματα παρόμοια και με τα οποία συνομιλώ στο μυθιστόρημα. Είχε μεγάλο ερευνητικό και αναγνωστικό κόπο», αποκαλύπτει ο συγγραφέας. «Πέρα απ’ αυτά, ένιωθα αμήχανα μπροστά στο υλικό μου. Πώς το χειρίζομαι; Μήπως βγει μια τυπική βιογραφία; Δεν ήταν στις προθέσεις μου να μιλήσω μόνο για τον Κρυστάλλη, να είναι ένα κείμενο λογοτεχνικής του αποκατάστασης. Αφετηρία μου ήταν η ενδιαφέρουσα προσωπικότητά του, η ίδια η ζωή του. Όλα αυτά επανέφεραν καίρια ζητήματα της λογοτεχνίας και του καιρού μας. Αυτή η απόπειρα βρισκόταν επί ξηρού ακμής. Ένιωσα σαν τον ακροβάτη, που επιχειρεί να ισορροπήσει στο συρματόσχοινο. Ήταν εύκολο να εκτραπεί η στόχευσή μου, να εξελιχθεί σε μια γλυκανάλατη ιστορία, ή να γίνει μια μελέτη φιλολογική. Ναι, είχα την αίσθηση της αβεβαιότητας για το εγχείρημά μου. Πάντα έχω τις αμφιβολίες μου γι’ αυτό που γράφω. Στη συγκεκριμένη περίπτωση έζησα με τον αφηγηματικό ίλιγγο.»
Και μας αποκαλύπτει τα γεμάτα συρτάρια του και το συγγραφικό του εργαστήρι: τελετουργίες, ήρωες, ιστορίες, αγάπες, εμμονές, όλα θα μας τα πει ο κύριος Αυδίκος.
-Αγαπητέ κύριε Αυδίκο, υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;
Η άποψή μου είναι, και λόγω της επιστημονικής σχέσης με τις τελετουργίες, ότι, ανεξάρτητα από τον χώρο, η γραφή έχει από μόνη της ενσωματωμένη την τελετουργοποίησή της, μιας και συνιστά μετάβαση σ’ έναν άλλον τόπο και χρόνο, όπως ορίζεται από την ιστορία, την αφηγηματική σύμβαση. Ουδείς/μία μπορεί να γράψει αν δεν μεταβεί στον τόπο και τον χρόνο αφήγησης, χωρίς αυτό ασφαλώς να οδηγεί σε μια ρομαντική αντίληψη για την έμπνευση και σε ρομαντικοποίηση της ίδιας της γραφής. Συνεπώς, οποιοσδήποτε τόπος που μπορεί να επιβάλλεται από διάφορες συνθήκες (βιοτικές, συνήθειες) εξελίσσεται σε αφορμή και λάκτισμα για τη μετάβαση στον αφηγηματικό τόπο.
Σε ό,τι με αφορά γράφω στο σπίτι μου. Μπορεί το μπλοκάκι που έχω στην τσάντα, ή σημειώσεις στο κινητό και το τάμπλετ, να χρησιμοποιούνται οπουδήποτε (στα μέσα συγκοινωνίας, στις παρέες, στο περπάτημα, σε οποιαδήποτε διαβάσματα) ως τόπος αποθήκευσης εμπειριών, βιωμάτων, εικόνων, αναμνήσεων, μορφολογικών χαρακτηριστικών προσώπων, λέξεων κρίσιμων για την οργάνωση της αφήγησης, όμως δεν γράφω σε οποιοδήποτε χώρο. Γράφω στο σπίτι μου, στον χώρο που εγκαθιστώ τον υπολογιστή μου, με τον οποίο με συνδέει μια καθημερινή σχέση από το 1987 κι εντεύθεν. Έγραφα σε οποιαδήποτε πόλη κατά καιρούς έζησα – στην Αλεξανδρούπολη, στον Βόλο, στο Χαλάνδρι και βεβαίως στη Σκαμνούλα, στην Πρέβεζα-, όπου πάντα επιστρέφω. Δεν γράφω ποτέ εκτός σπιτιού. Αυτοσυγκεντρώνομαι στον δικό μου, τον οικείο χώρο, που τον διαμορφώνω όπως με εξυπηρετεί, με πολλά βιβλία δίπλα μου που μπορεί να συνδράμουν την προσπάθειά μου, με τις σημειώσεις. Κάθε φορά η θέση μπροστά στον υπολογιστή συνοδεύεται από τον καφέ της παρέας, μέτριο ή εσπρέσο χωρίς ζάχαρη, που μπορεί να διαρκέσει δυο και τρεις ώρες. Η κίνησή μου προς το φλιτζάνι λειτουργεί σαν το ισοκράτημα στο πολυφωνικό τραγούδι. Ακούω τα πρώτα δέκα λεπτά ραδιόφωνο, μουσική, απαλή, με χαλαρώνει και με προετοιμάζει για τη γραφή. Αν πρόκειται για καινούριο κεφάλαιο ανοίγω φάκελο στον υπολογιστή με τον αριθμό του και στη συνέχεια κάνω έναν κατάλογο με πρόσωπα και τα βασικά τους γνωρίσματα, με λέξεις κλειδιά. Όλα αυτά με αποσπούν από το περιβάλλον του δωματίου, με μεταφέρουν στον αφηγηματικό χρονοτόπο.
-Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;
Ζηλεύω αυτούς/ές που μπορούν να έχουν οργανώσει εκ των προτέρων την αφήγησή τους. Δεν ανήκω σ’ αυτή την κατηγορία. Μακάρι να μπορούσα να έχω εξ αρχής την αρχή και το τέλος. Ωστόσο, ο πλήρης προγραμματισμός μού στερεί τον αιφνιδιασμό της ίδιας της αφηγηματικής διαδικασίας. Έχω την άποψη ότι πλήρης προγραμματισμός και προαποφασισμένο τέλος είναι δύσκολο να γίνουν πράξη την ώρα που γράφεται ένα βιβλίο. Η ίδια η αφήγηση συνήθως αυτονομείται και επιβάλλει τις δικές της συνθήκες. Νιώθει ο συγγραφέας να τον σύρουν τα πρόσωπα του βιβλίου σε διαφορετική ρότα, όπως έχει επικρατήσει να λέγεται. Κι αυτό μου συμβαίνει σε κάθε βιβλίο, σε κάθε ιστορία, ιδιαίτερα στα μυθιστορήματα που έχουν μπροστά τους μεγάλο αφηγηματικό δρόμο. Σημαντικό για μένα είναι οι λέξεις κλειδιά, γύρω από τις οποίες θα οργανωθεί η ιστορία. Και βεβαίως η εικόνα που μπορεί να γίνει τόπος αλλά και αφορμή για δράση. Χρειάζομαι το μαγικό κλειδί, για να ξεδιπλωθεί η ιστορία και γι’ αυτό δεν περιμένω την τυχαιότητα, να συναντήσω την έμπνευση. Δίνω μεγάλη βαρύτητα, ωστόσο, στη συνειρμικότητα, με άλλα λόγια στις λέξεις, τα πρόσωπα και τις εικόνες που θα προκαλέσουν προϋποθέσεις ευνοϊκές για την αφήγηση αλλά και για ξεστράτισμα από τον υποτυπώδη σχεδιασμό.
-Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;
Χωρίς δεύτερη σκέψη, το μυθιστόρημα «Οδός Οφθαλμιατρείου». Δεν εντασσόταν σε ό,τι είχα γράψει ως τότε. Χρειάστηκε πολύ διάβασμα όλου του έργου του Κρυστάλλη αλλά και ποιητικών και πεζογραφικών κειμένων που ασχολούνταν με ζητήματα παρόμοια και με τα οποία συνομιλώ στο μυθιστόρημα. Είχε μεγάλο ερευνητικό και αναγνωστικό κόπο. Πέρα απ’ αυτά, ένιωθα αμήχανα μπροστά στο υλικό μου. Πώς το χειρίζομαι; Μήπως βγει μια τυπική βιογραφία; Δεν ήταν στις προθέσεις μου να μιλήσω μόνο για τον Κρυστάλλη, να είναι ένα κείμενο λογοτεχνικής του αποκατάστασης. Αφετηρία μου ήταν η ενδιαφέρουσα προσωπικότητά του, η ίδια η ζωή του. Όλα αυτά επανέφεραν καίρια ζητήματα της λογοτεχνίας και του καιρού μας. Αυτή η απόπειρα βρισκόταν επί ξηρού ακμής. Ένιωσα σαν τον ακροβάτη, που επιχειρεί να ισορροπήσει στο συρματόσχοινο. Ήταν εύκολο να εκτραπεί η στόχευσή μου, να εξελιχθεί σε μια γλυκανάλατη ιστορία, ή να γίνει μια μελέτη φιλολογική. Ναι, είχα την αίσθηση της αβεβαιότητας για το εγχείρημά μου. Πάντα έχω τις αμφιβολίες μου γι’ αυτό που γράφω. Στη συγκεκριμένη περίπτωση έζησα με τον αφηγηματικό ίλιγγο.
-Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;
Πώς θα μπορούσα να αποτελώ εξαίρεση; Όλοι έχουμε εμμονές, είναι αυτό που τρέφει τη γραφή. Κι εν τέλει είναι αυτές που διαμορφώνουν τη λογοτεχνική ιδιοπροσωπία του συγγραφέα. Οι τεχνικές προσδιορίζονται από το ίδιο το θέμα και την αφηγηματική στόχευση. Με ενδιαφέρουν οι πολυφωνικές αφηγήσεις, όπου συμμετέχουν τα πάντα: αρχεία, επιστολές, πρωτοπρόσωπη και τριτοπρόσωπη αφήγηση, δεν είμαι ωστόσο δογματικά προσηλωμένος σε κάτι. Κι αυτό γιατί όλα υπηρετούν το θέμα. Τεχνικές και ιστορία συναντώνται σε μια δημιουργική γονιμοποίηση. Σε ό,τι αφορά τα αινίγματα, θεωρώ πως ο/η συγγραφέας δεν είναι ένας προφήτης ούτε καλείται να λύσει τα παγκόσμια ζητήματα. Μακάρι οι συγγραφείς να μπορούσαν να αλλάξουν τον κόσμο. Όμως, εκείνο που μπορεί κάνει είναι να πάρει το χέρι του αναγνώστη/τριας και να το θέσουν μαζί επί τον τύπον των ήλων, εκείνων των θεμάτων που απασχολούν τους ανθρώπους. Με ενδιαφέρουν τα οντολογικά ζητήματα σαν τη βία, όπως και αν εκφράζεται, κι επομένως τα πάθη που συνταράσσουν τον άνθρωπο. Ένα άλλο θέμα είναι η μνήμη και ο τόπος, οι περίοδοι κρίσης και ό,τι τις συνοδεύει. Όμως, δεν έχω την αίσθηση πως γράφοντας μπορώ να προτείνω ή να δώσω λύσεις. Η λογοτεχνία αυτό που μπορεί να κάνει είναι να αναδείξει τα ζητήματα, να ευαισθητοποιήσει. Να συζητήσει.
-Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;
Πρωτίστως να μου προκαλέσει το ενδιαφέρον και να ανήκει στον κύκλο των αφηγηματικών μου εμμονών. Ωστόσο, αυτό είναι η αρχή, γιατί δεν είναι πάντοτε η ιστορία η αφετηρία για τη γραφή. Μπορεί η εκκίνηση να γίνεται από το θέμα που με απασχολεί, οπότε η ιστορία δημιουργείται εξ υπαρχής. Κάποια από τα βιβλία μου γράφτηκαν με αφορμή κάποια ιστορία, ενώ τα άλλα στηρίζονται σε πυρηνικές αντιλήψεις γύρω από τις οποίες φτιάχτηκαν τα πρόσωπα και συγκροτήθηκε η ιστορία. Και στις δυο περιπτώσεις το ερέθισμα είναι σημαντική αφορμή, όμως είναι έλασσον σε σχέση με το ίδιο το μυθιστόρημα που απομακρύνεται από την πρωτογενή ιστορία.
-Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;
Έτσι κι αλλιώς οι ήρωες/ηρωίδες δεν είναι φωτογραφικά αντίτυπα. Ουδέποτε έχει συμβεί, ακόμη κι όταν υπήρξε ένας ήρωας, στο μυθιστόρημα μεταπλάθεται. Εντάσσεται και υπηρετεί τις ανάγκες του αφηγηματικού σύμπαντος, έχοντας, σε σχέση με το περιβάλλον αυτό, και τη δική του αυτονομία. Συνεπώς, ο ήρωας, η ηρωίδα στα μυθιστορήματά μου οφείλουν να υπηρετούν την τραγικότητα, τα αδιέξοδα, τα πάθη. Υπ’ αυτή την έννοια, δεν έχει σημασία η κοινωνική του θέση ούτε η λαμπρή και ακτινοβόλα προσωπικότητά του. Είναι ήρωες που έχουν μια θέση αλληλεπίδρασης, με αδυναμίες. Δεν με ενδιαφέρουν οι υπερήρωες και ούτε στόχος μου είναι να δημιουργήσω μισητά πρόσωπα, για αφηγηματική εκτόνωση. Τρέφω τρυφερότητα και για εκείνους που δεν κερδίζουν τη δημοφιλία.
-Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;
Θυμάμαι τη Μίκα στο μυθιστόρημά μου «Η σκιά της Μίκας», που ασχολείται με τη μετανάστευση στην Αμερική. Ήταν μια μετανάστρια στο Μεσοπόλεμο στην Αμερική. Κανείς δεν ήξερε από πού μετακινήθηκε. Ουδείς γνώριζε περισσότερα στοιχεία. Το βέβαιο ήταν πως δεν ζούσε, όταν έμαθα γι’ αυτήν, στην Αμερική. Η ιστορία έφτασε σ’ εμένα από έναν Έλληνα, που ασχολήθηκε με τον εντοπισμό απογόνων της, ώστε να μην δεσμευτούν οι μετοχές που είχε αγοράσει πριν από το μεγάλο κραχ του 1929 και οι οποίες απέκτησαν βαρύτητα στα τέλη του 20ου αιώνα. Συνεπώς, είχα απέναντί μου μια σκιά, η οποία απέκτησε όνομα, αφηγηματική υπόσταση και μέσω αυτής ετέθησαν όλα τα ζητήματα.
-Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας εντυπωσίασε;
Θα μπορούσα να επινοήσω κάποιο βαρύγδουπο. Όμως, θα είμαι κοινότυπος. Ήταν ο μικρός ήρωας, δεν είναι ακριβώς βιβλίο. Αυτό που με εντυπωσίασε την ίδια εποχή ήταν «Τα κατά συνθήκην ψεύδη». Έμαθα πως, κόντρα σε όσα μου έλεγαν περί αληθείας, υπάρχουν στη ζωή μας και τα ψέματα. Αυτό με έφερε κοντά στη μυθοπλασία.
-Υπάρχει βιβλίο που μπορείτε να πείτε ότι σας άλλαξε τη ζωή ή βιβλίο στο οποίο συχνά επιστρέφετε;
Δεν ξέρω αν μου άλλαξε τη ζωή. Ασφαλώς μου άνοιξε τους ορίζοντες. Ήταν τα διηγήματα του Βιζυηνού, που τα γνώρισα στα σχολικά αναγνωστικά λειτουργώντας ως ερέθισμα για να αναζητήσω τα υπόλοιπα στο μικρό πρακτορείο εφημερίδων του Τσουτσάνη στην Πρέβεζα. Με εντυπωσίασε ο τρόπος της αφήγησης που έριξε ρίζες μέσα μου. Ήταν μια σπουδή στην τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Ταξίδεψα μαζί του στα μέρη του κι όταν αξιώθηκα να ταξιδέψω στη Βιζύη, τη γενέτειρά του, ήταν σαν να εκπληρώθηκε ένα όνειρό μου.
-Αγαπημένοι σας συγγραφείς και ποιητές;
Από τους πεζογράφους οι Βιζυηνός, Παπαδιαμάντης, Θεοτόκης, Μητσάκης, Καραγάτσης, Δημήτρης Χατζής, Στρατής Τσίρκας, Γιώργος Ιωάννου, ο Μπαλζάκ, ο Τόμας Μαν, ο Ντοστογιέφσκι. Από τους ποιητές ο Σολωμός, ο Κρυστάλλης και ο Παλαμάς, ο Καρυωτάκης, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος κι ο Ελύτης, ο Χρήστος Μπράβος και ο Θανάσης Τζούλης.
-Κατά την διαδικασία της συγγραφής, ακούτε μουσική, έχετε ανάγκη από απόλυτη σιωπή, διαβάζετε άλλα βιβλία ή ποιητές, καταφεύγετε σε εικαστικά έργα;
Η μουσική συνοδεύει πάντα τη συγγραφή, η ένταση εξαρτάται από τις συνθήκες. Όταν επιχειρείται η οργάνωση της αφήγησης έχω ανάγκη από πλήρη αυτοσυγκέντρωση. Μόλις αρχίσει το γράψιμο, με ηρεμεί η μουσική blues/Jazz, ιδίως τα ιερά τέρατα σαν την Μπίλι Χόλιντεϊ, την Αρίθα Φράνκλιν και την Πάττι Σμίθ. Φροντίζω να μην είμαι απομονωμένος, να διαβάζω ποίηση, ιδίως σύγχρονους ποιητές και ποιήτριες, υπάρχουν καλές φωνές, η σύγκριση με το παρελθόν τους αδικεί. Διαβάζω πεζογραφία ή να παρακολουθώ την καλλιτεχνική δραστηριότητα. Δεν πιστεύω στην πλήρη απομόνωση από ό,τι λέγεται και γράφεται.
-Να αναφερθούμε σε εκείνο που γράφετε σήμερα;
Βρίσκομαι στο τελευταίο στάδιο της γραφής ενός νέου μυθιστορήματος. Επιχειρώ να επιστρέψω, με διαφορετικούς όρους, σε όσα έχω γράψει. Ο προβληματισμός μου είναι αν τα μυθιστορήματα κλείνουν ερμητικά με το τέλος τους. Και δεν αναφέρομαι σε τριλογίες που ακολουθούν κάποια οικογενειακή ή άλλη ιστορία σε βάθος ιστορικού χρόνου και γενιών. Πώς μπορεί να ανοίξουν τα παλιά μυθιστορήματα ενός συγγραφέα και να συναντηθούν οι ήρωες και οι ηρωίδες, που μπορεί να κινούνται σε διαφορετικό περιβάλλον; Αυτό είναι το γενικό πλαίσιο.
-Μια φωτό σας στο γραφείο ή και άλλες φωτό γραφείου σας [αγαπημένα ή απαραίτητα αντικείμενα, άλλα που για σας αποτελούν γούρι ή έμπνευση]
Με περιστοιχίζουν οι δυο Φωτεινές μου, η γιαγιά και η εγγονή. Με ηρεμεί η ματιά τους. Είναι και οι φωτογραφίες των γονιών μου. Οφειλή στην παρότρυνση να μάθω γράμματα, μόλο που αυτοί ήταν αγράμματοι και ολιγογράμματοι. Είχαν όμως μεγάλη καρδιά και ισχυρή διαίσθηση. Δίπλα μου είναι και οι πέτρες μου, οι ταπεινές μου πέτρες που τις μαζεύω όπου κι αν πηγαίνω. Είναι η γεωγραφία των μετακινήσεών μου αλλά και η υπόμνηση να δίνω φωνή και σ’ αυτούς που δεν έχουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου