·
Κάθε Οκτώβρη η μνήμη μου παρασύρεται από τους ήχους της μουσικής του Θωμά Μπακαλάκου. Να δω τον κάμπο από ψηλά, από τον υψαύχενα Ολυμπο, της Θεσσαλίας τα χωριά. Τα χωριά της δυτικής Θεσσαλίας, τα καραγκουνοχώρια, έχουν αλλάξει. Τη θέση των πλινθόκτιστων ταπεινών σπιτιών έχουν πάρει σύγχρονα σπίτια.
Οι ηλιοκαμένοι καραγκούνηδες που δούλευαν από ήλιο σε ήλιο, φέροντας τα σημάδια της επίπονης εργασίας στο αργασμένο δέρμα τους, έχουν γίνει σύγχρονοι επιχειρηματίες. Με πολλά αγροτικά μηχανήματα, μάρτυρες μιας επινοητικότητας που αναπτύσσουν τα εγγόνια και δισέγγονα των παλιών κολίγων. Στέκοντας στη μέση του απέραντου κάμπου, με το φως να έχει αποκτήσει την ηρεμία του Οκτωβρίου, ο τρακτεροήχος μπερδεύεται με το ποδοβολητό του αλόγου του Κούρκουλου στην ταινία «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο».
Ο κάμπος της δυτικής Θεσσαλίας είναι ζυμωμένος με ιδρώτα και αίμα. Με ατελείωτη δουλειά και κλειστό ουρανό. Με θυμωμένα μάτια για όσους τους αδικούσαν αλλά και όνειρα για έναν δικό τους, κιτρινισμένο από τα σπαρτά κάμπο. Στον κάμπο πια λιγόστεψαν οι άνθρωποι. Ακόμη και τα πουλιά απόστασαν να διασχίζουν τον κάμπο. Ξέχασαν τις νότες του τραγουδιού τους, που μπερδεύεται με μαρσαρίσματα.
Σ’ αυτή τη σιωπή που απλώθηκε στον κάμπο της δυτικής Θεσσαλίας εμφανίστηκαν οι καινούργιοι πραματευτάδες. Που μάζευαν τραγούδια, μορφές ζωής του παρελθόντος. Και τα κάνανε βιβλία, φτιαγμένα με αγάπη για τη γη τους. Τα έντυσαν με ήχους που μιλούσαν για τις παλιές πληγές. Για την αδικία και τα σκυμμένα κεφάλια.
Και ανάμεσα σ’ αυτούς τους πραματευτάδες ξεχωριστή είναι η θέση των γυναικών της καραγκούνικης γης. Που έγιναν όλες η σπονδυλική στήλη και η μέση της οικογένειας και του τόπου τους. Αυτές οι γυναίκες ανέλαβαν την αρμάτα του κάμπου που αφέθηκε στην τύχη της μετά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Αρχισαν την πορεία τους προς την ψυχή του τόπου. Επιστροφή στην απαξιωμένη κληρονομιά. Που τη μάζεψαν σπυρί, σαν πολύτιμα πετράδια ενός παρελθόντος που έκλεινε τον κύκλο του.
Σ’ αυτή την πινακοθήκη των γυναικών της καραγκούνικης γης ξεχωριστή θέση έχει η Βάσω Κοζιού. Ταμένη στην καταγραφή όσων τη μεγάλωσαν. Εκείνων που της έδωσαν αξιακά παραδείγματα. Που της έμαθαν πως η έγνοια για τους άλλους νοστιμίζει τη δική της ζωή.
Στέκομαι κατακαμπίς. Στο βάθος τα Αγραφα έμειναν ορφανά, το μόνο που τους απέμεινε είναι τα κλέφτικα τραγούδια, η αντήχηση της φωνής του κλέφτη που γίνεται αέρας, συχνά γίνεται καριοφίλι αλλά και κλαγγή σπαθιών. Μέρες που είναι, ο αέρας γίνεται το άλογο του Μπουκουβάλα και των συμμαχητών του που δίνουν τη μάχη της σοδειάς. Και μέσα σ’ όλα αυτά αντηχεί η φωνή της καραγκούνας κυράς που τραγουδάει στο σεργιάνι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου