Εχουν περάσει
πάνω από είκοσι χρόνια από τότε που η ηρωίδα του Σκαμπαρδώνη («Γερνάω
επιτυχώς») έκανε απολογισμό της ζωής της που κινήθηκε, κάτω από τον πέπλο της
επίπλαστης ευδαιμονίας, μέσα από αντιφάσεις, διαψεύσεις, συμβιβασμούς. Δεν ξέρω
τι θα έλεγε μια γυναίκα για τον εαυτό της σήμερα. Ηταν μεσήλικας όταν πρωτοκυκλοφόρησε
το βιβλίο, έβλεπε, πίσω από την ηρωίδα, τη μάνα της, τις θειάδες και τις
γειτόνισσες.
Η αναγνώστρια του Σκαμπαρδώνη, στην
αφετηρία της τρίτης χιλιετίας, μεγάλωσε. Τα παιδιά της μεγάλωσαν, άνοιξαν τα
φτερά τους. Το ένα βρίσκεται στας Ευρώπας, για πολύν καιρό αγνάντευε το
κορνιζαρισμένο πτυχίο του. Ωσπου το αποφάσισε να ξενιτευτεί. Της λείπουν τα
εγγόνια της, ευχαριστημένη είναι που τα βλέπει μια φορά τη βδομάδα ή τις δέκα
μέρες, μάνα έχουμε πολλή δουλειά, δεν προκάνουμε. Δεν έχει παράπονο, να ’ναι καλά
η βιντεοκλήση. Μα αυτηνής της λείπει η αγκαλιά. Ο γιος της την παρηγορεί,
κάποια στιγμή θα γυρίσουμε. Παρηγοριά στον άρρωστο. Πού να ’βρει δουλειά.
Σάμπως η κόρη της ξενιτεμένη δεν είναι; Δουλεύει όλη μέρα, δεν παίρνει ανάσα.
Στην αρχή πέρναγε να τη δει κάθε βδομάδα. Αγχωμένη, δεν προλαβαίνω μάνα,
δυσκόλεψε η ζωή, από τη μια στιγμή στην άλλη μπορεί να βρεθώ με τα παπούτσια
στο χέρι. Τόσοι είναι χωρίς δουλειά.
Ο ήχος της τηλεόρασης δυναμώνει. Η
στατιστική υπηρεσία, διαπιστώνει, μετράει περισσότερους θανάτους από γεννήσεις.
Πάλι τα ίδια αναλογίζεται. Θυμώνει στην αρχή. Εξοργίστηκε, μερικούς μήνες πιο
μπροστά. Για όλα φταίνε οι γυναίκες που κάνουν εκτρώσεις. Είναι αμαρτία. Αυτό
το τελευταίο την μπαρούτιασε. Της απαγόρευαν να κάνει κουμάντο στο σώμα της.
Ομως, για στάσου. Ετούτο που λένε είναι άλλο. Η κόρη της έφτασε τα σαράντα για
να γεννήσει. Με τα χίλια ζόρια. Με θεραπείες που κόστισαν έναν σκασμό λεφτά.
Εχει ένα μονάκριβο. Κι αυτό δεν ήξερε τι να το κάνει. Προσφέρθηκε να τη
βοηθήσει. Να μένει μαζί τους, στην άκρη της Αττικής το σπίτι. Να φροντίζει το
παιδί. Θα χάσουμε τους ρυθμούς μας, σχολίασε. Τι να κάνει. Εβαλε το χέρι στη
σύνταξή της. Τότε μόνο χαμογέλασε η κόρη.
Η τηλεόραση μπαχλάτιζε. Δίκιο είχε μια
νεαρή, ομορφούλα η σκασμένη. Να της πάρεις το κεφάλι. Μα και γλώσσα κοφτερή,
γυάλιζε το μάτι της. Καλά τα είπε. Πώς να κάνουμε παιδιά τα νέα ζευγάρια. Με
τρεις κι εξήντα; Με την ανεργία να κάνει εφιάλτες τα όνειρά μας; Χωρίς
ασφάλιση; Γεια στο στόμα σου, φίλησε την οθόνη. Αμέσως μετά συννέφιασε. Εχουμε
και τη δική μας ζωή. Τα παιδιά μπορεί να γίνουν βάρος. Οχι, κοκόνα μου.
Ξανασκέψου το. Η φωνή της ίσα που ακουγόταν. Επέστρεψε τον καναπέ. Γερνάμε
ανεπιτυχώς; Στο τηλέφωνο η κόρη της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου