Τα γλυκά
κουταλιού είναι η ηδονή του λάρυγγα σε μικρή δόση. Σε αντίθεση με το φαγητό,
όπου η όραση έχει τον πρώτο λόγο, το στομάχι τον τελευταίο. Κατά κανόνα, το
τραπέζι είναι γεμάτο στις γιορτές για να χορτάσει το μάτι. Προηγείται η οπτική
ηδονή, που αποτελεί τη βάση των συμποσιασμών. Με το γλυκό κουταλιού αλλάζουν οι
ηδονές. Το πιατάκι μικρό, το μάτι εστιασμένο στο γλυκό και στο σιρόπι. Ολα τα
άλλα βγαίνουν από το κάδρο. Ακόμη και το νεροπότηρο μοιάζει εμπόδιο στην
αναμονή της επίγευσης. Η προσμονή διαρκεί ελάχιστα.
Η Ελένη στον Γοργοπόταμο φέρνει τον δίσκο
με το γλυκό από δαμάσκηνο. Οι πρώτες αναγνωριστικές ματιές με το γλυκό και
αμέσως δοκιμή. Αργά και απολαυστικά. Μικρές στιγμές που αποκτούν τη διάρκεια μιας
προσωπικής αιωνιότητας. Η ηδονή απλώνεται στο στόμα, στον ουρανίσκο, στη
γλώσσα. Εκεί εκλύονται τα αρώματα. Εκεί γίνεται η συνάντηση με τον δημιουργό.
Με τα χέρια εκείνα που φιλοτέχνησαν το γλυκό κουταλιού. Εκεί γίνεται η αποδοχή.
Είναι ο ουρανίσκος που εκδίδει το πιστοποιητικό της επίγευσης. Από εκεί αρχίζει
η σύντομη διαδρομή της ηδονής. Ο χρόνος διαστέλλεται στον λάρυγγα. Γίνεται
χρόνος της ηδονής.
Το διαπίστωσα
για ακόμη μια φορά, με το γλυκό κουταλιού της Ελένης. Μ’ αυτό έγινε η είσοδός
μου στον κόσμο της Ελένης και του Αποστόλη. Ο ιστορικός χρόνος του Γοργοπόταμου
έδωσε τη θέση του στον χρόνο τους.
Η τέχνη της Ελένης άνοιξε την πόρτα στη
μικρή τους φάρμα. Ενα ζευγάρι που τα μάτια τους γελούσαν από καλοσύνη και
νοιάξιμο για τους άλλους. Ενα σπίτι που δεν εντυπωσιάζει, που όμως γίνεται μια
μεγάλη αγκαλιά για τα ζώα τους. Για το άλογο, τον Ντορή τους, που καλωσόριζε
τους επισκέπτες. Πάστρα παντού. Σε κάθε γωνιά καθρεφτιζόταν η αγάπη για τα ζώα.
Η πραγματική φροντίδα για τη συνύπαρξη, με όρους σεβασμού της δικής τους ζωής.
Ενας κόσμος που δεν υπηρετεί πρωτίστως τη μοναξιά και την ανασφάλεια του
ανθρώπου της πόλης. Πάπιες, κουνέλια, κότες με φτέρωμα ώς την άκρη του ποδιού.
Ανάμεσά τους τα κοκόρια, με δυο σπιρούνια βάδιζαν με ψηλά το κεφάλι, έτοιμα να
υπερασπιστούν τις κότες από επίδοξους εισβολείς.
Ο Αποστόλης, ο οικοδεσπότης, χάιδευε τα
ζώα με τη ματιά του. Ηταν περήφανος για εκείνα. Για τον κόσμο που έφτιαξε, για
την ανάγκη να τους προσφέρει τις καλύτερες συνθήκες.
Κάποια στιγμή η επίγευση πικρίζει. Από
όσα μολογούν οι άνθρωποι στον κάμπο. Για την αδιαφορία των Αρχών, που τους
θυμούνται μόνο για την ψήφο. Και μετά, με σφουγγάρι σβήνουν τα λόγια.
Κρατάω όμως την ηδονή από το δαμάσκηνο
και τη γνωριμία με αγωνιστές της ζωής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου