Φιλόσοφος, μυθιστοριογράφος, κριτικός, θεωρητικός του φεμινισμού, εκδότρια της πολιτικής επιθεώρησης «Les Τemps Μodernes», μαζί με τον Ζαν-Πολ Σαρτρ, διανοουμένη της δημόσιας σφαίρας, αντιστασιακή στη διάρκεια του Β΄Παγκόσμιου πολέμου και ακτιβίστρια αργότερα υπέρ της ανεξαρτησίας της Αλγερίας και κατά του πολέμου στο Βιετνάμ. Η Γαλλίδα Σιμόν ντε Μποβουάρ (1908-1986) στην οποία αφιερώνει το doodle της 9ης Ιανουαρίου η Google, με αφορμή την παρέλευση 106 χρόνων από τη γέννησή της στο Παρίσι στις 9 Ιανουαρίου του 1908, είχε πολλές ιδιότητες.
Η ειρωνεία είναι ότι αυτή η πολυγραφότατη συγγραφέας και σύμβολο του φεμινιστικού κινήματος, που αγωνίστηκε για τη χειραφέτηση της γυναίκας, στη συλλογική μνήμη βρίσκεται στη σκιά ενός άνδρα, του υπαρξιακού φιλοσόφου Ζαν-Πολ Σαρτρ, και, όπως παραπονούνται οι σοβαροί μελετητές του έργου της, η ιδιότυπη ερωτική και πνευματική σχέση της με τον Σαρτρ είναι ο πρώτος συνειρμός που συνοδεύει το όνομα Μποβουάρ.
Καταρρίπτοντας το πρώτο ταμπού της αστικής ανατροφής της, μια Κυριακή του Δεκεμβρίου του 1921, η Μποβουάρ, μια καθωσπρέπει κόρη και θρησκευόμενη καθολική, χάνει την πίστη της, δεν ξαναπάει στην εκκλησία και γίνεται η άθεη που παρέμεινε σε όλη τη ζωή της. Ακολουθούν λαμπρές σπουδές στα μαθηματικά και στη φιλοσοφία, η προετοιμασία για την agrégation de philosophie το 1929, με συμμαθητές τον μελλοντικό φαινομενολόγο Μερλό-Ποντύ και τον ανθρωπολόγο Κλοντ Λεβί Στρος, η επιτυχία της στις εξετάσεις, η είσοδος στην κλειστή κλίκα της École normale των Πολ Νιζάν, Σαρτρ και Ρενέ Μαέ –ο οποίος τη βαφτίζει με το χαϊδευτικό ψευδώνυμο «Κάστορας»–, η έλξη προς τον Σαρτρ, η στενή τους σχέση και η «οικογένεια» από διανοουμένους, θαυμαστές και ερωμένες που σχηματίζεται γύρω τους. Ζουν δράματα ζήλιας και επιρροής στον μικρόκοσμό τους με τα καφέ και τις εκδρομές και το 1947 πηγαίνει στις ΗΠΑ για να ζήσει με τον αμερικανό εραστή της, τον συγγραφέα Νέλσον Άλγκρεν.
Αμφιφυλόφιλη, διατηρούσε μόνιμο –πλατωνικό στο μεγαλύτερο διάστημά του– δεσμό με τον Σαρτρ και περιστασιακές σχέσεις με άνδρες και γυναίκες, κάποιες από αυτές μαθήτριές της στο δημόσιο λύκειο, τις οποίες μοιραζόταν με τον Σαρτρ. Τις εμπειρίες αυτές περιγράφει στο 1943 στο μυθιστόρημα Η καλεσμένη που γίνεται αμέσως επιτυχία.
Στην εποχή μας, που αγαπά τα σκάνδαλα και τις αμφιλεγόμενες προσωπικότητες, ο θυελλώδης δεσμός της με τον Νέλσον Άλγκρεν και οι λεσβιακές σχέσεις της είναι τα επόμενα θέματα –μετά τη σχέση της με τον Σαρτρ– στην ατζέντα Μποβουάρ, όπως τεκμηριώνουν οι σχετικές εκδόσεις. Κατά τους εορτασμούς των 100 χρόνων από τη γέννησή της το 2008 στη Γαλλία περισσότερη συζήτηση είχε προκαλέσει το εξώφυλλο του «Νouvel Οbservateur» με τη γυμνή Μποβουάρ να μαζεύει τον χαρακτηριστικό κότσο της όρθια μπροστά στον καθρέφτη παρά οι νέες μελέτες για την απήχηση του έργου της.
Αυτό πάντως που λαχταρούσε από τα εφηβικά της χρόνια η Σιμόν ντε Μποβουάρ ήταν να γίνει διάσημη συγγραφέας. Την επιτυχία του Η καλεσμένη ακολούθησε το 1949 η έκδοση του Δεύτερου φύλου, το οποίο έγινε αμέσως μπεστ-σέλερ. Χρησιμοποιώντας βιολογικά, ψυχολογικά, κοινωνικά και ιστορικά δεδομένα, η Μποβουάρ παρουσιάζει τη γυναίκα στην Ιστορία και στην κοινωνία, τους ρόλους που καλείται να παίξει και τους μύθους που τη συνοδεύουν, την αντιμετώπισή της από το περιβάλλον της και τη σύγκρουση των προσδοκιών των άλλων με τις δικές της ανάγκες. Το βιβλίο απαγορεύτηκε από το Βατικανό, μεταφράστηκε στα αγγλικά, έγινε η βίβλος του λεγόμενου δεύτερου κύματος του φεμινισμού και αποτέλεσε έναν από τους θεωρητικούς πυλώνες των «σπουδών του έμφυλου λόγου».
Αργότερα, με το μυθιστόρημά της Οι Μανδαρίνοι (1954), με πολλά στοιχεία από τη ζωή της με τον Άλγκρεν, η Μποβουάρ παίρνει το βραβείο Γκονκούρ και έπειτα από τέσσερα χρόνια κυκλοφορεί το πρώτο από τα καθαρά αυτοβιογραφικά γραπτά της, Οι αναμνήσεις μιας καθωσπρέπει κόρης (1958). Ακολούθησαν, μεταξύ άλλων, το Ένας πολύ γλυκός θάνατος (1964), για τον θάνατο της μητέρας της, και το La Cérémonie des adieux (1980), μετά τον θάνατο του Σαρτρ, όπου αναφέρεται με αποκαλυπτικές λεπτομέρειες στη σχέση τους.
Γυναίκα δυναμική, κυριευμένη από πόθο για γνώση και για ελευθερία, πάλεψε ενάντια σε κάθε σύμβαση. Πίστευε ότι «ο θάνατος καταδικάζει την επίγεια ύπαρξη, τη μία και μοναδική, να είναι πλούσια και μεστή», γι’ αυτό και έζησε με μεγάλη ένταση.
Στην Ελλάδα, στα τέλη της δεκαετίας του 1970 δύο τίτλοι της Γαλλίδας σημείωναν μεγάλη εκδοτική επιτυχία: το Δεύτερο φύλο και Οι αναμνήσεις μιας καθωσπρέπει κόρης. Σήμερα, μολονότι Το δεύτερο φύλο (πρωτομεταφρασμένο το 1958) διασώζεται σε πρόσφατη έκδοση, οι Μανδαρίνοι (Μαίανδρος, 1961) βρίσκονται μονάχα στα παλαιοπωλεία, μαζί με το υπαρξιακό Για μια ηθική της αμφισβήτησης και το μεγαλύτερο μέρος της εργογραφίας της γαλλίδας φιλοσόφου και λογοτέχνιδας, που είχε μεταφραστεί σχεδόν στο σύνολό της από τις εκδόσεις Γλάρος του Μπάμπη Γραμμένου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου