Με επιτυχία και σε μια ιδιαίτερα ζεστή ατμόσφαιρα, με ειλικρίνεια και συναισθήματα συντροφικότητας, πραγματοποιήθηκε στον πολύ όμορφο χώρο του παταριού του Βιβλιοπωλείου Δημοκρίτειο η εκδήλωση παρουσίασης του τέταρτου στη σειρά λογοτεχνικού έργου του κοινωνικού ανθρωπολόγου και καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Βαγγέλη Αυδίκου.
Πρόκειται για το τρίτο μυθιστόρημα του Βαγγέλη Αυδίκου μετά τα:
• «Ο δικός μου Θεός» (Εκδ. Ταξιδευτής) στο οποίο πρωταγωνιστεί η Θράκη, η Ροδόπη και η Ξάνθη, και ο έρωτας δυο συμπολιτών, ενός μουσουλμάνου και μιας χριστιανής, παρέχοντας στον συγγραφέα αφορμή να περιγράψει την πολυπολιτισμικότητα της περιοχής και τα τείχη που υψώνονται εκατέρωθεν των δυο πληθυσμιακών ομάδων τεχνηέντως.
• «Η κίτρινη ομπρέλα» (Εκδ.Μεταίχμιο), ένα πολυφωνικό και πολυπρισματικό μυθιστόρημα που συγκαταλέχθηκε στη short list των υποψήφιων για το βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού «Διαβάζω»
• και το τέταρτο λογοτεχνικό του έργο, αφού ο Βαγγέλης Αυδίκος πρωτοπαρουσιάστηκε στη λογοτεχνία όταν υπηρετούσε ακόμη στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης με τη συλλογή διηγημάτων «Το βλέμμα στον τοίχο με τη μαντανία» (Εκδ. Ελληνικά Γράμματα).
Το τελευταίο μυθιστόρημα του Βαγγέλη Αυδίκου ανέλαβαν να παρουσιάσουν στην ζεστή ομήγυρη η γράφουσα Τζένη Κατσαρή-Βαφειάδη και ο καθηγητής της Ποινικής Δικονομίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης Θεοχάρης Δαλακούρας.
Η πρώτη αναφέρθηκε στο λογοτεχνικό- ιστορικό πλαίσιο που συγκαταλέγεται το μυθιστόρημα και είναι αυτό της λογοτεχνίας με θέμα τη μετανάστευση, το οποίο είναι ιδιαίτερα ευρύ όσο και το μεταναστευτικό φαινόμενο, η δε χρονική του αφετηρία κατά πολλούς τοποθετείται στον 8ο αιώνα π.χ με τον πρώτο αποικισμό. Ξεπερνώντας τα περί χρονικής αφετηρίας του φαινομένου, αναφερόμενη στον Νίκο Σβορώνο και στην άποψή του ότι πάγιο πολιτισμικό χαρακτηριστικό του χώρου όπου κατοικούμε, λόγω της πτωχείας και του άγονου της ελληνικής γης, είναι η έξοδος και η καταφυγή στο ταξίδι και στους ανοικτούς ορίζοντες στους οποίους εγκαλεί το πέλαγος που μας περιβάλλει, η ομιλούσα αναφέρθηκε στο ειδολογικό εύρος της λογοτεχνίας για τη μετανάστευση,(λογοτεχνία για την εσωτερική μετανάστευση, τους πολιτικούς εξόριστους, τους μετανάστες ανά ήπειρο, την παραχθείσα επίσης λογοτεχνία από μετανάστες ανά ήπειρο, το δημοτικό τραγούδι της ξενιτειάς κ.α.), αναφερόμενη στη συνέχεια στη λογοτεχνία της μετανάστευσης των τελευταίων αιώνων και σε μυθιστορήματα που είναι γνωστά όπως η «Μετανάστις» και ο «Αμερικάνος» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, η συλλογή «Διηγημάτων της ξενητειάς» του συμπατριώτη του συγγραφέα Χρήστου Χρηστοβασίλη, αλλά και στην ιδιαίτερα σημαντική καταγραφή του μεγάλου έλληνα γλωσσολόγου Μανόλη Τριανταφυλλίδη, ο οποίος παρουσίασε αναλυτικότατα τους έλληνες μετανάστες της Αμερικής, ως τμήμα της ελληνικής διασποράς πλέον, με εξαιρετικά συστηματικό τρόπο.
Ακολούθως αναφέρθηκε στην ιστορία της Μίκας, η οποία ήταν πρόσφυγας από τη Σμύρνη που διέκοψε λόγω μικρασιατικής καταστροφής τις σπουδές της στη Γαλλία και έφυγε μετανάστης στην Αμερική, όπου εργάστηκε σκληρά χωρίς να δικαιωθεί σύμφωνα με το στερεότυπο του αμερικάνικου ονείρου. Οι περιπέτειες της Μίκας που αρχίζει να εργάζεται πουλώντας λουλούδια σε καρότσι, ερωτεύεται τον Ιρλανδό Πάτρικ και τον Τζων, αποκτά δύο παιδιά, παρουσιάζονται σε δώδεκα κεφάλαια από τον αφηγητή Κοσμά Τρίκαρδο που πορεύεται στη σκιά της Μίκας προκειμένου να την αναστήσει και να διαλευκάνει το πού θα κατευθυνθούν οι μετοχές τις οποίες είχε αγοράσει και οι οποίες εν ζωή ουδέν όφελος της απέφεραν.
Το νήμα της ανάλυσης και του σχολιασμού του μυθιστορήματος ανέλαβε στη συνέχεια ο καθηγητής της Νομικής Σχολής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θεοχάρης Δαλακούρας, ο οποίος εκκινώντας από τη φιλοσοφία της φαινομενολογίας, στην οποία αναλίσκεται τελευταία, παρουσίασε με εξαιρετικό τρόπο της σύζευξη μεταξύ των λέξεων της λογοτεχνίας με τα φαινόμενα της πραγματικής ζωής, χαρακτηρίζοντας το μυθιστόρημα «Η σκιά της Μίκας» ως «μυθιστόρημα ενός κοινωνικού ανθρωπολόγου», υπονοώντας την πολυεπίπεδη επιστημονική σκευή του επιστήμονα- κοινωνικού ανθρωπολόγου Βαγγέλη Αυδίκου, την οποία μπορεί να απεκδύεται όταν γράφει, εν τούτοις αυτή εξακολουθεί, εν σιωπή έστω, να υφίσταται.
Ο κ. Δαλακούρας εστίασε στα όσα προσκομίζει το μυθιστόρημα σε δεύτερο επίπεδο από τον πολιτισμό των ελλήνων της Αμερικής, τη γλώσσα, την κουζίνα, τον διχασμό των μεταναστών που εξαναγκάζονται να ζουν πολλές φορές ανάμεσα σε δυο κουλτούρες, τις διαφορές μεταξύ ενός ελλαδίτη μετανάστη και ενός μετανάστη από το χώρο του μείζονος ελληνισμού όπως η Μίκα που προέρχεται από τη Σμύρνη και μπορεί να είναι ανεκτικότερη στη συμβίωση με τους άλλους, όπως συνέβη με τη σχέση της, τον Ιρλανδό Πάτρικ, τις υιοθεσίες ελληνοπαίδων που γίνονταν μεταπολεμικά στην Αμερική για λόγους «αντιλήψεων», επαναφέροντας στην επικαιρότητα ένα θέμα αποσιωπημένο μεν στην ελληνική κοινωνία, αλλά υπαρκτό.
Εκκινώντας από τη φαινομενολογία και τον κανόνα της μετανάστευσης ο κ. Δαλακούρας προέβη επίσης στη σύγκριση του κόσμου των ευρωπαίων μεταναστών και εκείνον των μεταναστών της Γερμανίας όπου ο ίδιος έζησε με τον κόσμο των μεταναστών της Αμερικής και στη βασική διαφορά τους που έγκειται στο ότι οι έλληνες της Αμερικής δεν είχαν ένα γεγενημένο ήδη έθνος, όπως το γερμανικό να αντιμετωπίσουν, αλλά ένα έθνος στη γέννησή του, το αμερικάνικο, στο σχηματισμό του οποίου έπρεπε να συμμετάσχουν. Στο σημείο αυτό εστίασε στις διαφορές της ορθόδοξης και της προτεσταντικής αντίληψης, και στην επικέντρωση της δεύτερης στην ωφελιμότητα, ως φορέα της οποίας περιέγραψε τον Πάτρικ.
Ο κ. Δαλακούρας σημείωσε επίσης τα στοιχεία suspense και εκπλήξεων που διανθίζουν το μυθιστόρημα και το καθιστούν ενδιαφέρον ανάγνωσμα, καθώς και στη διασάφηση του κλειστού όρου γκασταρμπάιτερ για τον ευρωπαίο μετανάστη στη Γερμανία, που ουσιαστικά χαρακτηρίζεται ως φιλοξενούμενος εργάτης, και στον μετανάστη της Αμερικής και τους ορίζοντες που η νέα αυτή ήπειρος του άνοιγε, μια κι εκεί είχε την ελευθερία να ξεκινήσει τα πάντα από την αρχή, όχι μόνον ως εργάτης, αλλά και ως έμπορος, ως εισαγωγέας, ως επιστήμονας κ.ά.
Στη συνέχεια, ο συγγραφέας Βαγγέλης Αυδίκος χαρακτήρισε τη δημιουργία κάθε μυθιστορήματος ως γέννα, διευκρίνισε δε ότι ό,τι τον απασχολεί όταν γράφει είναι η λογοτεχνική αρτιότητα του πονήματός του, θύμισε ότι εξακολουθεί να θεωρεί τη Θράκη δικό του χώρο, και δήλωσε τη χαρά του που συνάδελφοι λαογράφοι αλλά και φίλοι κομοτηναίοι προσήλθαν στην παρουσίαση.
Ακολούθησε συζήτηση με αφορμή ερώτηση-τοποθέτηση της Ελένης Λαφτσή για τη σύγχρονη μετανάστευση και τα σύγχρονα παθήματα των ανθρώπων που εξαναγκάζονται να αναζητήσουν πατρίδα, και η παρουσίαση έκλεισε με ανάγνωση αποσπάσματος από τη «Σκιά της Μίκας» που διάβασε ο φιλόλογος Σπύρος Κιοσσές.
Πρόκειται για το τρίτο μυθιστόρημα του Βαγγέλη Αυδίκου μετά τα:
• «Ο δικός μου Θεός» (Εκδ. Ταξιδευτής) στο οποίο πρωταγωνιστεί η Θράκη, η Ροδόπη και η Ξάνθη, και ο έρωτας δυο συμπολιτών, ενός μουσουλμάνου και μιας χριστιανής, παρέχοντας στον συγγραφέα αφορμή να περιγράψει την πολυπολιτισμικότητα της περιοχής και τα τείχη που υψώνονται εκατέρωθεν των δυο πληθυσμιακών ομάδων τεχνηέντως.
• «Η κίτρινη ομπρέλα» (Εκδ.Μεταίχμιο), ένα πολυφωνικό και πολυπρισματικό μυθιστόρημα που συγκαταλέχθηκε στη short list των υποψήφιων για το βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού «Διαβάζω»
• και το τέταρτο λογοτεχνικό του έργο, αφού ο Βαγγέλης Αυδίκος πρωτοπαρουσιάστηκε στη λογοτεχνία όταν υπηρετούσε ακόμη στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης με τη συλλογή διηγημάτων «Το βλέμμα στον τοίχο με τη μαντανία» (Εκδ. Ελληνικά Γράμματα).
Το τελευταίο μυθιστόρημα του Βαγγέλη Αυδίκου ανέλαβαν να παρουσιάσουν στην ζεστή ομήγυρη η γράφουσα Τζένη Κατσαρή-Βαφειάδη και ο καθηγητής της Ποινικής Δικονομίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης Θεοχάρης Δαλακούρας.
Η πρώτη αναφέρθηκε στο λογοτεχνικό- ιστορικό πλαίσιο που συγκαταλέγεται το μυθιστόρημα και είναι αυτό της λογοτεχνίας με θέμα τη μετανάστευση, το οποίο είναι ιδιαίτερα ευρύ όσο και το μεταναστευτικό φαινόμενο, η δε χρονική του αφετηρία κατά πολλούς τοποθετείται στον 8ο αιώνα π.χ με τον πρώτο αποικισμό. Ξεπερνώντας τα περί χρονικής αφετηρίας του φαινομένου, αναφερόμενη στον Νίκο Σβορώνο και στην άποψή του ότι πάγιο πολιτισμικό χαρακτηριστικό του χώρου όπου κατοικούμε, λόγω της πτωχείας και του άγονου της ελληνικής γης, είναι η έξοδος και η καταφυγή στο ταξίδι και στους ανοικτούς ορίζοντες στους οποίους εγκαλεί το πέλαγος που μας περιβάλλει, η ομιλούσα αναφέρθηκε στο ειδολογικό εύρος της λογοτεχνίας για τη μετανάστευση,(λογοτεχνία για την εσωτερική μετανάστευση, τους πολιτικούς εξόριστους, τους μετανάστες ανά ήπειρο, την παραχθείσα επίσης λογοτεχνία από μετανάστες ανά ήπειρο, το δημοτικό τραγούδι της ξενιτειάς κ.α.), αναφερόμενη στη συνέχεια στη λογοτεχνία της μετανάστευσης των τελευταίων αιώνων και σε μυθιστορήματα που είναι γνωστά όπως η «Μετανάστις» και ο «Αμερικάνος» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, η συλλογή «Διηγημάτων της ξενητειάς» του συμπατριώτη του συγγραφέα Χρήστου Χρηστοβασίλη, αλλά και στην ιδιαίτερα σημαντική καταγραφή του μεγάλου έλληνα γλωσσολόγου Μανόλη Τριανταφυλλίδη, ο οποίος παρουσίασε αναλυτικότατα τους έλληνες μετανάστες της Αμερικής, ως τμήμα της ελληνικής διασποράς πλέον, με εξαιρετικά συστηματικό τρόπο.
Ακολούθως αναφέρθηκε στην ιστορία της Μίκας, η οποία ήταν πρόσφυγας από τη Σμύρνη που διέκοψε λόγω μικρασιατικής καταστροφής τις σπουδές της στη Γαλλία και έφυγε μετανάστης στην Αμερική, όπου εργάστηκε σκληρά χωρίς να δικαιωθεί σύμφωνα με το στερεότυπο του αμερικάνικου ονείρου. Οι περιπέτειες της Μίκας που αρχίζει να εργάζεται πουλώντας λουλούδια σε καρότσι, ερωτεύεται τον Ιρλανδό Πάτρικ και τον Τζων, αποκτά δύο παιδιά, παρουσιάζονται σε δώδεκα κεφάλαια από τον αφηγητή Κοσμά Τρίκαρδο που πορεύεται στη σκιά της Μίκας προκειμένου να την αναστήσει και να διαλευκάνει το πού θα κατευθυνθούν οι μετοχές τις οποίες είχε αγοράσει και οι οποίες εν ζωή ουδέν όφελος της απέφεραν.
Το νήμα της ανάλυσης και του σχολιασμού του μυθιστορήματος ανέλαβε στη συνέχεια ο καθηγητής της Νομικής Σχολής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θεοχάρης Δαλακούρας, ο οποίος εκκινώντας από τη φιλοσοφία της φαινομενολογίας, στην οποία αναλίσκεται τελευταία, παρουσίασε με εξαιρετικό τρόπο της σύζευξη μεταξύ των λέξεων της λογοτεχνίας με τα φαινόμενα της πραγματικής ζωής, χαρακτηρίζοντας το μυθιστόρημα «Η σκιά της Μίκας» ως «μυθιστόρημα ενός κοινωνικού ανθρωπολόγου», υπονοώντας την πολυεπίπεδη επιστημονική σκευή του επιστήμονα- κοινωνικού ανθρωπολόγου Βαγγέλη Αυδίκου, την οποία μπορεί να απεκδύεται όταν γράφει, εν τούτοις αυτή εξακολουθεί, εν σιωπή έστω, να υφίσταται.
Ο κ. Δαλακούρας εστίασε στα όσα προσκομίζει το μυθιστόρημα σε δεύτερο επίπεδο από τον πολιτισμό των ελλήνων της Αμερικής, τη γλώσσα, την κουζίνα, τον διχασμό των μεταναστών που εξαναγκάζονται να ζουν πολλές φορές ανάμεσα σε δυο κουλτούρες, τις διαφορές μεταξύ ενός ελλαδίτη μετανάστη και ενός μετανάστη από το χώρο του μείζονος ελληνισμού όπως η Μίκα που προέρχεται από τη Σμύρνη και μπορεί να είναι ανεκτικότερη στη συμβίωση με τους άλλους, όπως συνέβη με τη σχέση της, τον Ιρλανδό Πάτρικ, τις υιοθεσίες ελληνοπαίδων που γίνονταν μεταπολεμικά στην Αμερική για λόγους «αντιλήψεων», επαναφέροντας στην επικαιρότητα ένα θέμα αποσιωπημένο μεν στην ελληνική κοινωνία, αλλά υπαρκτό.
Εκκινώντας από τη φαινομενολογία και τον κανόνα της μετανάστευσης ο κ. Δαλακούρας προέβη επίσης στη σύγκριση του κόσμου των ευρωπαίων μεταναστών και εκείνον των μεταναστών της Γερμανίας όπου ο ίδιος έζησε με τον κόσμο των μεταναστών της Αμερικής και στη βασική διαφορά τους που έγκειται στο ότι οι έλληνες της Αμερικής δεν είχαν ένα γεγενημένο ήδη έθνος, όπως το γερμανικό να αντιμετωπίσουν, αλλά ένα έθνος στη γέννησή του, το αμερικάνικο, στο σχηματισμό του οποίου έπρεπε να συμμετάσχουν. Στο σημείο αυτό εστίασε στις διαφορές της ορθόδοξης και της προτεσταντικής αντίληψης, και στην επικέντρωση της δεύτερης στην ωφελιμότητα, ως φορέα της οποίας περιέγραψε τον Πάτρικ.
Ο κ. Δαλακούρας σημείωσε επίσης τα στοιχεία suspense και εκπλήξεων που διανθίζουν το μυθιστόρημα και το καθιστούν ενδιαφέρον ανάγνωσμα, καθώς και στη διασάφηση του κλειστού όρου γκασταρμπάιτερ για τον ευρωπαίο μετανάστη στη Γερμανία, που ουσιαστικά χαρακτηρίζεται ως φιλοξενούμενος εργάτης, και στον μετανάστη της Αμερικής και τους ορίζοντες που η νέα αυτή ήπειρος του άνοιγε, μια κι εκεί είχε την ελευθερία να ξεκινήσει τα πάντα από την αρχή, όχι μόνον ως εργάτης, αλλά και ως έμπορος, ως εισαγωγέας, ως επιστήμονας κ.ά.
Στη συνέχεια, ο συγγραφέας Βαγγέλης Αυδίκος χαρακτήρισε τη δημιουργία κάθε μυθιστορήματος ως γέννα, διευκρίνισε δε ότι ό,τι τον απασχολεί όταν γράφει είναι η λογοτεχνική αρτιότητα του πονήματός του, θύμισε ότι εξακολουθεί να θεωρεί τη Θράκη δικό του χώρο, και δήλωσε τη χαρά του που συνάδελφοι λαογράφοι αλλά και φίλοι κομοτηναίοι προσήλθαν στην παρουσίαση.
Ακολούθησε συζήτηση με αφορμή ερώτηση-τοποθέτηση της Ελένης Λαφτσή για τη σύγχρονη μετανάστευση και τα σύγχρονα παθήματα των ανθρώπων που εξαναγκάζονται να αναζητήσουν πατρίδα, και η παρουσίαση έκλεισε με ανάγνωση αποσπάσματος από τη «Σκιά της Μίκας» που διάβασε ο φιλόλογος Σπύρος Κιοσσές.
Περισσότερες φωτογραφίες στη σελίδα μας στο facebookhttps://www.facebook.com/paratiritis.thrakis
Συντάκτης:Τζένη Κατσαρή - Βαφειάδη
e-mail: tkatsari@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου