Μια περιήγηση στον κόσμο της αριστερής όχθης, στις νέες «πλατωνικές σπηλιές» που ήταν οι μπουάτ, με τους διανοούμενους και τους καλλιτέχνες και απόλυτο ήρωα τον Μπορίς Βιάν
Ο Μπορίς Βιάν ανάμεσα στον Ζαν-Πολ Σαρτρ και στη Σιμόν ντε Μποβουάρ στο Καφέ Προκόπ, Παρίσι, 1951. Φωτογραφία του Ζορζ Ντιντονιόν από τον κατάλογο «Boris Vian/Gallimard/Bibliotheque Nationale de France»
Μία από τις αρετές του Παρισιού, έλεγε ο Ζαν Κοκτό, «είναι ότι σε τούτη την πόλη ξεπετιέται πάντα μια γειτονιά». Μετά τη Μονμάρτρη και το Μονπαρνάς, έρχεται η σειρά του Σεν Ζερμέν ντε Πρε που, για μια δεκαετία, γίνεται το κέντρο της πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής της πόλης.
Ο πόλεμος έχει τελειώσει και η νεολαία γοητεύεται απ' οτιδήποτε έρχεται από την άλλη άκρη του Ατλαντικού, ιδίως τους ρυθμούς της μαύρης μουσικής. Ολοι θέλουν να πάρουν τη ρεβάνς για τα ζοφερά χρόνια.
Αλλοτε, οι ζωγράφοι του Μεσοπολέμου δέχονταν τους φίλους τους στα ατελιέ τους. Το 1945, όμως, οι νεαροί διανοούμενοι και καλλιτέχνες μένουν σε παγωμένα και σκοτεινά δωμάτια υπηρεσίας ή σε φτηνά ξενοδοχεία: πρέπει λοιπόν να βρουν ένα ζεστό μέρος όπου θα συναντώνται. Αυτό εξηγεί, κατά τον Μπορίς Βιάν, την εντυπωσιακή εξάπλωση των καφέ και των υπόγειων μπαρ που δημιουργούν ένα μοναδικό σκηνικό στην αριστερή όχθη του Σηκουάνα. Ξέρουμε τους πρωταγωνιστές: Ζιλιέτ Γκρεκό, Σιμόν ντε Μποβουάρ, Ζακ Πρεβέρ, Ρεϊμόν Κενό, Ζαν Ζενέ, Γκαστόν Γκαλιμάρ... Τους ακολουθεί ένα νεανικό πλήθος διψασμένο για έντονες συγκινήσεις. Ξέρουμε και τη μουσική: η τζαζ της Νέας Ορλεάνης του Σίντνεϊ Μπεσέ και το μπίμποπ του Μάιλς Ντέιβις. Ξέρουμε και τον απόλυτο σταρ: ο Ζαν-Πολ Σαρτρ. Στο καφέ de Flore δεσπόζουν οι εμβληματικές φιγούρες των γαλλικών γραμμάτων και στα γύρω τραπέζια στριμωγμένοι οι πιστοί. Λίγο πιο πέρα, βρίσκονται τα γραφεία των Μοντέρνων καιρών, του περιοδικού που ίδρυσε ο Σαρτρ. Σε λίγους μήνες, η γειτονιά θα γνωρίσει τη δόξα του υπαρξισμού. Σε σημείο που τα πάντα γίνονται υπαρξιστικά: το Tabou είναι ένα μπαρ υπαρξιστικό, το de Flore ένα καφέ υπαρξιστικό· τα καρό πουκάμισα ή τα πάνινα παπούτσια με τις λαστιχένιες σόλες είναι κι αυτά υπαρξιστικά, ακόμα και οι ριγωτές κάλτσες. Απ' την άλλη, ο Σαρτρ σχολιάζει: «Τα βιβλία μου και η υπαρξιστική φιλοσοφία ήταν στη μόδα μεταξύ των σνομπ. Ετσι, πολύ γρήγορα, αποκάλεσαν υπαρξιστές όλους αυτούς τους νεαρούς που σύχναζαν στο Σεν Ζερμέν. Δεν έχουν τίποτα κοινό μαζί μου, ούτε κι εγώ μ' αυτούς».
Τζαζ και φιλοσοφία
Η γειτονιά ήταν το σταυροδρόμι της φιλοσοφίας και της τζαζ, της σοβαρής διανόησης και του νεανικού χιούμορ. Αυτό ακριβώς αποτυπώνει και η κλασική φωτογραφία όπου ο Σαρτρ και η Μποβουάρ κάθονται στο εστιατόριο Le Procope παρέα με τον Μπορίς Βιάν, την άλλη εμβληματική φιγούρα της εποχής. Ο προικισμένος συγγραφέας, ο ευφάνταστος μεταφραστής του Τσάντλερ, ο λάτρης της τζαζ, ο στιχουργός του Λιποτάκτη, ο αρθρογράφος της Combat, της εφημερίδας του Αλμπέρ Καμύ, γοητεύει το ζευγάρι-σύμβολο του υπαρξισμού. Ο Βιάν όμως ελάχιστα ενδιαφέρεται για τις ανησυχίες των υπαρξιστών. «Εγώ δεν είμαι υπαρξιστής», γράφει. Μετά την έκδοση του Αφρού των ημερών, κάνει παρέα με τον Κενό και συναναστρέφεται την ομάδα των Μοντέρνων καιρών. Σμίγουν συχνά είτε σε σπίτια είτε στα στέκια του Σεν Ζερμέν. Μία απ' αυτές τις βραδιές έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον: στο σπίτι των Βιάν, τον Δεκέμβριο του 1946, ξεσπάει καβγάς ανάμεσα στον Αλμπέρ Καμύ και στον Μερλό-Ποντί σχετικά με τον Κέσλερ και τις δίκες της Μόσχας. Μάταια ο Σαρτρ προσπαθεί να τους ηρεμήσει και να συγκρατήσει τον Καμύ...
Ο Βιάν παρακινεί τους διανοούμενους να κατέβουν στις καινούριες «πλατωνικές σπηλιές». Η πιο ονομαστή απ' αυτές ανοίγει το 1947 και γνωρίζει τον θρίαμβο: είναι τοTabou απ' όπου ήχοι τζαζ ξεχύνονται μέχρι το πρωί. Ο καθένας μπορεί να κάνει μουσικούς αυτοσχεδιασμούς, να χορέψει ξέφρενα, ν' απαγγείλει στίχους, να φλερτάρει με ωραία κορίτσια. Μια πραγματική «Αυλή των θαυμάτων»... Πολύ γρήγορα, ο Βιάν γίνεται ο «Πρίγκιπας του Σεν Ζερμέν ντε Πρε»: παίζει τρομπέτα, οργανώνει surprises-parties, καλεί φημισμένους τζαζίστες. Οι συντηρητικές εφημερίδες ωρύονται· αφιερώνουν σελίδες ολόκληρες στους «τρωγλοδύτες» των ύποπτων υπογείων: ξενύχτια, έκλυτος βίος, προσβολή των ηθών. Ο Βιάν και οι φίλοι του το απολαμβάνουν όσο δεν λέγεται: οργανώνουν θεματικές βραδιές, όπως η Νύχτα του Σικάγου, η Νύχτα της Αθωότητας, ή βραδιές άκρως προκλητικές - όπως καλλιστεία για τη Μις Βίτσιο ή τον Απόλλωνα τουTabou...
Υστερα οι παρέες αλλάζουν στέκι· είναι η εποχή της δόξας του Club Saint-Germain, το οποίο ο Βιάν μετατρέπει σε ναό της τζαζ: παρουσιάζει στο κοινό την κατ' αυτόν «μόνη πραγματική μεγαλοφυΐα της τζαζ», τον Ντιουκ Ελινγκτον, τον Μάιλς Ντέιβις και τον Τσάρλι Πάρκερ. Ενας καλλιτεχνικός και πνευματικός οργασμός διεγείρει ολόκληρη την περιοχή και τα σοκάκια γύρω απ' τον Σηκουάνα αποπνέουν το άρωμα της ακολασίας.
Διαφθορείς της νεολαίας
Οι τρελές βραδιές του Σεν Ζερμέν αποτελούν σχεδόν καθημερινή είδηση και οι δημοσιογράφοι προβάλλουν ως «ανυπόληπτη» τη γειτονιά, η οποία γίνεται συνώνυμο των σκανδάλων. Για τον μέσο Παριζιάνο, οι διανοούμενοί της είναι διαφθορείς της νεολαίας. Και ο μεγαλύτερος όλων: ο συγγραφέας Βέρνον Σάλιβαν - το αγαπημένο ψευδώνυμο του Μπορίς Βιάν. Τα πουριτανικά σωματεία ζητούν να καταδικαστεί τοTabou, ο Σαρτρ, το σουίνγκ, καθώς και ο ελευθεριακός, παιγνιώδης και βαθιά ποιητικός άνεμος που φυσούσε πάνω απ' το Σεν Ζερμέν.
Ο Βιάν - ο πολυπράγμων δημιουργός που θα γνωρίσει τη δόξα μεταθανάτια και θα γίνει ο καλτ συγγραφέας της γενιάς του Μάη του '68 - δίνει προκλητικές διαλέξεις. Μιλάει ακόμα και για την πορνογραφία. Η περίφημη αυτή διάλεξη περιλαμβάνεται στα Πορνογραφικά γραπτά. Για τον Βιάν, ο ερωτισμός στη λογοτεχνία είναι η απόλυτη έκφραση της ελεύθερης σκέψης και, όπως λέει ο ίδιος, η ερωτική λογοτεχνία είναι η «ανακούφιση από την καταπιεστική δύναμη των συμβατικών κωδίκων». Κατ' αυτόν, «σεξουαλικά σημαίνει με την ψυχή μου».
Ασφαλώς, δεν παραλείπει να αποτίσει φόρο τιμής στην αγαπημένη του γειτονιά: «Το Σεν Ζερμέν ντε Πρε είναι η γειτονιά των πιστών: των πιστών της εκκλησίας του Σεν Ζερμέν που υμνούν τον Θεό και των πιστών των υπογείων που υμνούν τον έρωτα και τη ζωή».
Πόσο καιρό κράτησε αυτό; Μερικά χρόνια. Λίγο μετά, η Γκρεκό τραγουδάει στο Olympia, η Μποβουάρ παίρνει το Γκονκούρ και φεύγει για το Μονπαρνάς και οι γιατροί συμβουλεύουν τον Βιάν να ξεχάσει την τρομπέτα του.
Κι απ' όλο αυτό το ανεπανάληπτο σκηνικό, τι έχει απομείνει; Κάποια καφέ, κάποια τζαζ μπαρ και τούτη η μοναδική μυθολογία που, ακόμα κι αν συντηρείται τεχνητά, εξακολουθεί να μας σαγηνεύει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου