Στις ιστορίες της η Αναστασέα δουλεύει με δίπολα και επανέρχεται στον ίδιο ιστό από ιστορία σε ιστορία. Στην πρώτη ιστορία, «Κάτι που αξίζει να σωθεί», μια μάνα στα όρια της απαντοχής σκοτώνει τον ναρκομανή γιο της. Η ίδια, με εξωτερική αταραξία και εσωτερικό σπαραγμό, περιγράφει πρωτοπρόσωπα τη δίκη της, κάνοντας διαρκή φλασμπάκ και αναλύοντας τον γολγοθά της. «Μια στάλα ντροπής και λίγη ανθρωπιά, το μόνο που αξίζει να σωθεί», λέει πριν αποφασίσει το αδιανόητο: τον θάνατο του παιδιού της, «ενός νέου εικοσιτριών εικοσιτεσσάρων ετών». Και πιο μέσα πόση τρυφερότητα, πόση έγνοια, πόση πίκρα, πόση σιωπή στην ψυχή της.
Στο δεύτερο διήγημα «Μόνο και μόνο επειδή σ’ αγαπάω», που έχει δομή θεατρικού μονόπρακτου, η Κωνσταντίνα και ο Σταμάτης, ένα ζευγάρι στην έβδομη δεκαετία της ζωής τους, φαίνεται πως κρατούν και μεγαλώνουν την εγγονή τους, τη Λουίζα, τις μέρες που δουλεύει η κόρη τους η Αντιγόνη. Εχουν λατρεία για τη μικρή. Τα Σαββατοκύριακα που μένουν μόνοι δεν τους χωράει ο τόπος∙ συζητούν, ανταλλάσσουν κουβέντες ανούσιες, καθημερινές, ψευτοφιλοσοφούν και πλήττουν. Μέσα από τη «στημένη», την αριστοτεχνικά σκηνοθετημένη, πραγματικότητά τους όμως περνάει η αληθινή τους ζωή που είναι άλλη: Η κόρη και η εγγονή δεν υπάρχουν –για τη δεύτερη αμφιβάλλουμε αν υπήρξε ποτέ–, η γιαγιά αρνείται να δεχτεί την αλήθεια και ο παππούς συμπαραστέκεται στην ψύχωσή της από αγάπη και μόνον, όπως δηλώνει και ο τίτλος.
Στην τρίτη ιστορία, «Μεταξένιος φανοστάτης», μια πενηντάρα ηθοποιός, η Λίλα Βρυώνη, γνωστή μέχρι τότε ως καρατερίστα, προάγεται σε πρωταγωνίστρια. Θα παίξει τη Μάρθα στο έργο του Εντουαρν Αλμπι Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ. Εχει βρει πλήρη αντιστοιχία της ζωής της με εκείνη της ηρωίδας του Αλμπι. Εχει δουλέψει πολύ στην προετοιμασία. Τη μέρα της πρεμιέρας όμως παθαίνει κρίση πανικού. Οι αλυσιδωτές ταραχές και παλινδρομήσεις της, που αποδίδουν τη ζωή και τον ψυχισμό της, τελειώνουν με ένα εντυπωσιακό φινάλε. Σ’ αυτό δεν μετράει τόσο η ευτυχής έκβαση όσο η ανθρώπινη συμπαράσταση από όλους τους συνεργάτες της την κρίσιμη στιγμή.
Η προσωπική στέρηση της γυναίκας στην επαρχία σε συνάρτηση με μια περίεργα πληγωμένη αξιοπρέπεια και η συνάφεια των ντόπιων με τους ξένους στις μικρές κοινωνίες απασχολούν την Αναστασέα στο «Η προσβολή». Αξιοπρόσεκτος ο τρόπος με τον οποίο ξυπνά ο επί είκοσι χρόνια καταπιεσμένος ερωτισμός της Λέλας. Στο πέμπτο διήγημα, «Είπαν πως ήταν ατύχημα», ένα σπαραξικάρδιο, σαλεμένο ζευγάρι πενηντάρηδων ξεσκίζονται κάθε βράδυ, σ’ ένα «ψυχικό μακέλεμα» από όπου προκύπτουν η φθορά, ο εκφυλισμός και η παρανόηση στις ανθρώπινες συμπεριφορές.
Στην καταληκτική ιστορία «Ανοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χιονιάς» τέλος, η φυσική διαδοχή των εποχών μεταφέρεται στις σχέσεις και τις ψυχές των ανθρώπων. Ξετυλίγεται το πώς κυλάει και πώς διαταράσσεται μια ζωή, σακατεμένη και δύσκολη, ανάμεσα σε δύο γυναίκες και ένα καθυστερημένο παιδί. Και φαίνεται το πώς καταφέρνει η εγκαταλελειμμένη και μοναχική Ειρήνη, μετά την ταραχή και την καταιγίδα, να βεβαιώνει τον εαυτό της ότι «Ναι, όλα θα πάνε καλά».
Κάποιες γενικές επισημάνσεις: Εκτός από τις οικογενειακές σχέσεις, η συγγραφέας δείχνει μια συμπάθεια στην ηλικία των πενήντα ετών, στη μέση ηλικία που προετοιμάζεται για το γήρας∙ έλκουν την προσοχή της οι αδύναμοι και οι παραβατικοί∙ ο θυμός, ο φόβος, η περιφρόνηση, η οδύνη, η θλίψη είναι συναισθήματα που κυριαρχούν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εξοβελίζονται η αγάπη, η τρυφερότητα, η έγνοια, η ανησυχία για τον άλλον. Με πέντε λέξεις και δυο χαρακτηριστικές πινελιές δίνει τους ήρωές της, ως παρουσιαστικό αλλά και ως χαρακτήρες.
Εκείνο που θέλω τελικά να πω για τη γραφή της Αναστασέα είναι η δεξιοτεχνία της να αφηγείται, να στήνει σκηνικά, να ζωντανεύει εικόνες και κυρίως να βυθίζεται στη σκέψη και στην ψυχή των ηρώων της και να τους διαμορφώνει σε ολοκληρωμένους χαρακτήρες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου