Παλιότερα το
ξενύχτισμα του νεκρού γινόταν αφορμή για τους συγγενείς να ξορκίσουν το κακό.
Γινόταν αφορμή για κατάφαση στη ζωή. Για να τραβήξουν τη γραμμή που τους
χωρίζει από τον θάνατο. «Δεν θα πεθάνουμε ποτέ, κουφάλα, νεκροθάφτη», αναφώνησε
ο Μικρούτσικος. Μια φράση που συμπυκνώνει, με δραματική ένταση, την ψευδαίσθηση
του ανθρώπου.
Τα τελευταία χρόνια ο θάνατος έγινε
δημόσιο θέαμα. Και στα χρόνια της τηλοψίας, ο θάνατος χρησιμοποιήθηκε ως υλικό
για να οργανωθεί τηλεοπτική υπερπαραγωγή. Αρέσουν στους πολλούς ο πόνος, το
κλάμα, το θλιμμένο πρόσωπο. Αν η χαρά του άλλου κουφιάζει την ψυχή του ανθρώπου
για την ξένη επιτυχία, ο πόνος βοηθάει την ταύτιση. Τη συμπόνια. Η απώλεια
γεννάει συμπάσχον αίσθημα.
Το διαπίστωσα πρώτη φορά στο Λονδίνο,
μπροστά στο Κένσινγκτον, μία βδομάδα μετά τον θάνατο της Νταϊάνας. Γεμάτος ο
χώρος από ανθοδέσμες και μηνύματα. Μια απώλεια που έγινε οικεία στους Αγγλους.
Ενα πένθος μιας οικογένειας που εξελίχθηκε σε εθνικό. Ως μια συλλογική θλίψη.
Κάτι τέτοιο δεν συνέβη στην Ελλάδα. Με αφορμή την εκδημία του τέως βασιλιά. Η
προετοιμασία της ταφής και των συνοδών τελετουργιών έφεραν στην επιφάνεια
πληγές ιστορικές, που δεν είναι εύκολο να κλείσουν. Ο νεκρός δεν μπορούσε να
εκφράσει μια ομόθυμη θλίψη. Αιτία, όσα συνέβησαν στη διάρκεια της βασιλείας
του.
Ο θάνατος ως βιολογική έξοδος προκαλεί
θλίψη. Και κάθε άνθρωπος, πέρα από τα αξιώματά του, δικαιούται τη σιωπή.
Τουλάχιστον την ημέρα που το σώμα του συναντάει τη γη. Ωστόσο, αυτό δεν
σημαίνει διαγραφή της μνήμης.
Οι συλλυπητήριες ανακοινώσεις και
δηλώσεις, έτσι κι αλλιώς, πρώτες αυτές προστρέχουν να ανατάξουν τη μνήμη, με
οποιονδήποτε τρόπο. Το ίδιοι και οι επικήδειοι. Επιχειρούν να συνδαυλίσουν τον
μύθο. Που χτίστηκε όσο ο νεκρός ζούσε. Ενα από τα γνωρίσματα αυτής της
μυθοποίησης του τέως βασιλιά είναι η νίκη του στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης.
Η τήβεννος της δόξας αποδίδεται, κατά κανόνα, στον τότε νεαρό πρίγκιπα, που
συμμετείχε στην ιστιοπλοϊκή ολυμπιακή ομάδα. Οι άλλοι δύο (Εσκιτζόγλου και
Ζαΐμης) εμφανίζονται να συμπληρώνουν απλώς την ομάδα. Να υποστηρίζουν τον
βασιλικό γόνο.
Οι μονάρχες έχουν ανάγκη από μύθους. Οσο
πιο αυταρχικό είναι ένα πολιτικό σύστημα τόσο πιο πολύ συγκροτεί μύθους. Που
λειτουργούν ως προσάναμμα για τη συνέχιση της νομιμοφροσύνης προς την απόλυτη
αλήθεια του ηγέτη. Την υπεροχή του έναντι των άλλων. Που κονταίνονται. Που δεν
αμφισβητείται. Που όλα τα φώτα φωτίζουν μόνο αυτόν. Πρωτίστως στις επιτυχίες.
Μια εποχή έκλεισε. Οριστικά. Ομως, η
«θεοποίηση»των εκλεγμένων ηγετών έχει κληροδοτηθεί και στις σύγχρονες
δημοκρατίες, που προσφέρουν «άρτον και θεάματα». Που μας έρχεται από τα ρωμαϊκά
χρόνια. Ως ανάγκη ψευδαίσθησης. Για συμμετοχή, διά του θεάματος, στα
τεκταινόμενα στην κοινωνία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου