Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2023

Ευάγγελος Αυδίκος, Καλοκαιρινές πρεμιέρες, EFSYN, 24 Ιανουαρίου 2023

 

Η έξοδος από τα εγκόσμια του Ξανθόπουλου έβγαλε στην επιφάνεια εικόνες ξεχασμένες. Μες στον χειμώνα αναδύθηκαν εικόνες του καλοκαιριού της δεκαετίας του 1960 και του 1970. Τότε, οι δύο σινεμάδες τοποθετούσαν τα διαφημιστικά τους ταμπλό σε εμφανές σημείο της πόλης. Ηγεμόνευε η λέξη «πρεμιέρα».

Σαν κορδέλα που αγκάλιαζε όλη την επιφάνεια. Εντονα γράμματα και μεγάλα, δεν μπορούσαν να περάσουν απαρατήρητα από όσους διάβαιναν από την κεντρική αγορά. Και για όσους έμεναν μακριά από το κέντρο, τα μεγάφωνα του αυτοκινήτου που περνούσε από τις γειτονιές υπενθύμιζαν το μεγάλο γεγονός. Πρεμιέρα. Και μάλιστα με το αγαπημένο τους ζευγάρι: τον Νίκο Ξανθόπουλο και τη Μάρθα Βούρτση.

Κι όταν τα απόσκια γέρνανε, άρχιζαν τα μπουλούκια να βγαίνουν από τις γειτονιές. Οικογένειες, μικροί και μεγάλοι. Κατά βάση γυναικείες συντροφιές. Είχαν βγει από τα θερμοκήπια, συγύριζαν το σπίτι, οι μεγαλύτερες φόραγαν τα φακιόλια κι άρχιζε η σιωπηλή πορεία προς το «Ακταίον», στην παραλία, ή την «Γκλόρια». Από κάθε κονάκι έβγαιναν τα μπουλούκια κι όλα μαζί αντάμωναν στη δημοσιά σε μια σιωπηλή παρέλαση.

Πρεμιέρα απόψε. Τα βλέμματα ζωηρά και το φακιόλι δεμένο με μαστοριά στο πλάι. Ηταν η δική τους έξοδος. Το δικό τους ραντεβού. Μαζί τους, στην ποδιά, κουβαλούσαν κι ένα μαντίλι. Χρειαζόταν για τον κινηματόγραφο. Εμαθαν πια, ήξεραν. Αυτό το παλικάρι με το τσουλούφι και τα τραγούδια, τους ξαλάφρωνε. Ποτάμι το δάκρυ. Το μαντίλι έσωζε τα προσχήματα, δεν ήθελαν αυτοί που βολτάριζαν ή κάθονταν για παγωτό στην «Αστόρια» να τους πιάσουν στο στόμα. Οι κυράδες με τα πολύχρωμα φορέματα να τις συμπονέσουν. Λαουτζίκος, αυτή τη λέξη άκουσε κάποια φορά η τέτα Σήλα. Μόλις είχε τελειώσει η ταινία, βαλάντωσε από το κλάμα. Της θύμισαν τα δικά της παιδέματα, με το τίποτε να αναστήσει την οικογένεια. Ψιρούτζι έφκιανε, κορόιδευε τα στομάχια των παιδιών. Λίγο αλεύρι, που το ζύμωνε και το έριχνε σε ζεστό νερό.

Αυτό το παλικάρι το αγάπαγε. Ηταν ο άντρας που δεν είχε. Που μπεκρόπινε στον καφενέ. Τον καιρό που δεν γκιζέραγε στο μπατζαριό, πέρα από τη θάλασσα. Να το καμαρώνει η μάνα του, ποιος ξέρει πόσο πόνεσε αυτό το παιδί, ο κινηματόγραφος δεν έλεγε ψέματα. Την ημέρα δεν προλάβαινε να δακρύσει το μάτι. Δύσκολα όλα. Τι να πρωτοκάνει. Να σηκωθεί αχάραγα, να ζυμώσει, να το φουρνίσει. Και μετά, με την ψυχή στο στόμα στα λιοστάσια. Με τη βροχή να μουλιάζει το κορμί της. Και μετά, να λιώνει στα θερμοκήπια, της κοβόταν η ανάσα από τα φαρμάκια που ρένταγαν τα παιδιά.

Εμαθε η τέτα Σήλα το μαντάτο από την κοπέλα στην τηλεόραση. «Να πας στο καλό, παιδάκι μ’, μου ’δωκες δύναμη να ξαλαφρώνω από τα βάσανα».

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου