Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2018

Παργινόσκαλα Πρέβεζας, Σεπτέμβριος 1944, ο παραλογισμός που έγινε τυφλό μίσος και πολιτική επιλογή


 Μαζεύτ’καν όλοι αχάραγα, είχε σηκώσει πολλή υγρασία το βράδυ, θα έχει πολλή ζέστα, σκέφτ’κα, καλά είναι που θα ταξιδέψουν νωρίς το πρωί. Μπήκαν σε δυο γραμμές, εφτά στη μια και εφτά στ’ν άλλη, τους δέσαμε με αγκαθωτό σύρμα, σφιχτά, μου είπε ο λοχαγός. Δεν πρέπει να διαφύγει κανείς, ας μας γίνει μάθημα αυτό που συνέβη στον Άγιο Γεώργιο, κατά τη μεταφορά από το Γυμνάσιο. Ξεκινήσαμε, εγώ ήμ’ να στην ουρά, ο λοχαγός μαζί μου, τρεις αντάρτες του ΕΔΕΣ, μπάντα κι άλλη[1]. Οι Επονίτες με δυσκολία έσερναν τα πόδια τς, βγήκαμε απ’ το κάστρο, στρίψαμε αριστερά, στο δρόμο για τ’ν Παργινόσκαλα. Ο Λώλος ορθώνει, όσο μπορεί, το κορμί τ’, γυρίζει το κεφάλι τ’ αριστερά. Η Λευκάδα ήταν βουτηγμένη στο σύννεφο της υγρασίας, ίσια που ξεχώριζε, σαν μια μουντζούρα. Τεντωμένο το κεφάλι, ακούστηκε η βροντερή φωνή του λοχαγού, μη με αναγκάσετε να λάβω πειθαρχικά μέτρα. Στον προσφυγικό οικισμό του Παντοκράτορα έχουν ανάψει τα λυχνάρια σε πολλά σπίτια, πριν από την εκκλησία ένα αγροτικό κάρο ετοιμάζεται να πάει στο χωράφι. Οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή μετά την καταστροφή του 1922 παλεύουν να στήσουν τη νέα τους ζωή δίπλα από το Ιόνιο πέλαγος, λίγα μέτρα βορειότερα από τη φυλακή τους, το κάστρο που έχτισε ο Αλή Πασάς στις αρχές του 19ου αιώνα. Σ’ αυτό τον τόπο, κάτω από τον δρόμο, στα βράχια, τόλμησα ν’ απλώσω το χέρι μ’ σε μια γειτονοπούλα, τη Σαββούλα. Δεν θυμάμαι καλύτερο ηλιοβασίλεμα στη ζωή μου. Και τώρα βαδίζουμε για πού; Σαν κηδεία μοιάζουμε, έτσι που σέρνουμε τα πόδια μας.
 Μετά την εκκλησία βγαίνουν δυο τρεις γυναίκες απ’ τα σπίτια τς, ο ήχος των ποδαριών που σέρνονταν ήταν ο μόνος που άκ’γα σ’ όλο τον δρόμο, άμα είδανι τα παιδιά και τς στρατιώτις μπήκαν στα σπίτια τς, πού να μπλέξ’νι με φασαρίες. Μόνο ένα παιδάκι έμεινε, κούτσ’κο, είχε τα μάτια τ’ τεντωμένα, σα παγωμένο ήταν το προσωπάκι τ’, στο μπούτι του έτρεχε το κάτουρο. Γιωργάκη, γρήγορα μέσα, το αρπάζει η μάνα τ’ απ’ τον καρπό και τον σβάρνισε μέσα στο σπίτι. Περάσαμε τον συνοικισμό, μπήκαμε σ’ ένα χωραφόδρομο. Λοχαγέ, από δω είναι η Παργινόσκαλα. Θα επιστρέψουμε, Αντώνη, να έχεις εμπιστοσύνη στην ηγεσία μας, αρχίν’σαν να με τρώνι τα φίδια. Πού πάμι; Ο λοχαγός σηκώνει το χέρι, θα στρατοπεδεύσουμε δεξιά. Θα τα κάνω απάνου μ’, άκ’σα να λέει ένα απ’ τα παιδιά. Κυρ λοχαγέ, θα τα κάνει απάνου στο καϊκι. Δεν έχουμε χρόνο, δεν έχω τέτοια εντολή, νεαρέ, μου έκοψε τη φόρα και δεν έβγαλα μιλιά μετά. Γιατί να μην τον αφήσει να χέσει, από χέσιμο κινδύνευε η πατρίδα; Όμως γρήγορα κατάλαβα, το μυαλό μ’ σκοτείνασε, άρχισα να τρίβω τς παλάμες μου, είχα φαγούρα σ’ όλο το στόμα μ’, κόλλαγε η γλώσσα μ’. Στρατιώται, είσθε έτοιμοι; Στις διαταγές, κύριε λοχαγέ, ακούστηκε η ταυτόχρονη απάντηση από τους αρματωμένους. Σηκώθηκαν όρθιοι και δοκίμαζαν τα όπλα τς. Τα καθάρισαν, δοκίμασαν να σημαδέψουν και μετά βάλανι σφαίρες. Η καρδιά μ’ χοροπήδαγε, πότε κρύωνα, πότε ίδρωνα, όμως δεν πίστευα, όχι, δεν θα ντουφεκίσ’νι τα παιδιά, κάτι άλλο θα γίνει, άσκηση κάνουνι με τα ντουφέκια, περιμένοντας να ’ρθει το καΐκι.
 -Η εκτέλεσις θα γίνει ανά πεντάδα, ο λοχαγός έδωσε τη χαριστική βολή στις ελπίδες μου, Δεν βγαίνουν πεντάδες, κυρ λοχαγέ, να τους λύσουμε; Η εντολή είναι σαφεστάτη, Αντώνη, δεν θα λυθεί κανείς, τρεις φορές από τέσσερις και στην τελευταία δύο. Φέρε τους πρώτους. Τα μάτια του άστραφταν, δεν έχουμε χρόνο, έχουμε πολλή δουλειά σήμερα, βιάσου, νεαρέ. Τα χέρια μου έτρεμαν, τα πόδια μου λύγιζαν, που να το φανταστώ, να γένω νεκροθάφτ’ς φίλων, γνωστών που ήταν με τς άλλους; Εντάξει, αυτοί που σκοτώθ’καν στα κάστρα, στ’ν Εθνική Τράπεζα, στ’ν ντάπια. Εκεί ήταν μάχες, αρματωμένοι, μπάντα κι άλλη. Εδώ, ντουφεκίζουμε παιδιά, δεμένα μ’ αγκαθωτό σύρμα, δεν το χώραγε το μυαλό μου. Κινδυνεύει η Ελλάδα, Σπυρίδων, από παιδιά δεκαέξι και δεκαεπτά χρονών; Κάνε γρήγορα, νεαρέ, είσαι στρατιώτης της πατρίδος, ουδείς οίκτος δια τους εχθρούς της. Πλησίασα, πήρα τις δυο πρώτες δυάδες, τους οδήγησα στο μέρος που μου έδειξε ο λοχαγός, απέναντί τους ήταν οι έξι οπλισμένοι στρατιώτες. Δεν είχα το θάρρος να κοιτάξω τα παιδιά στα μάτια. Καλή αντάμωση, μου είπε ο Λώλος. Όλοι τους στάθηκαν θαρραλέα, μόνο εγώ χέστ’κα απ’ τον φόβο μ’. Ακούστ’καν τέσσερις φορές ‘πυρ’ από το στόμα του λοχαγού, όταν μας έδωσε εντολή να τους ρίξουμε στον ανοιγμένο λάκκο, πέντε επί πέντε ήταν. ήταν εκεί κι άλλοι, μεγαλύτεροι. Βάλτε τους τον ένα δίπλα στον άλλο κι όταν τελειώστε τη μια σειρά, ρίξτε χώμα, κάμποσο χώμα, θα βάλουμε κι άλλους από πάνω.


[1] Στις δυο πλευρές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου