Χάρης Μελιτάς, Εξαιρέσεις, εκδ. Μανδραγόρας, Αθήνα 2018.
το μαύρο απόλυτο
Η νέα ποιητική συλλογή του Χάρη Μελιτά ξεκινά με μια απόλυτη ρήση: Black is black. Δεν αφήνει περιθώρια ο ποιητής για το σκοτεινό χρώμα, που δεν ξανοίγει σε πιο φωτεινά παρά στέκει εκεί μέσα στη δική του ομορφιά (ναι, είναι όμορφο παραδόξως) και την κυριαρχία του απέναντι σε όλα τα άλλα της χρωματικής κλίμακας. Σκυθρωπό και σκληρό, αχόρταγο, και, κυρίως, ανθεκτικό στις ποιητικές επεμβάσεις. Ποιο ποίημα μπορεί να σε διαλύσει;
Η ποίηση του Χάρη Μελιτά δεν έχει αυταπάτες, δεν πατά σε λυρισμούς ανέξοδους, σε ανθισμένα τοπία και άλλα συναφή που ελκύουν τους κατ’ όνομα μόνον ποιητές. Η ποίηση από τη φύση της συχνάζει στα πιο σκληρά τοπία, ξεκινά τις λέξεις της από τις πιο βαθιές πληγές, απιθώνει το βάρος της σε υπόστρωμα πένθους· ακόμη κι όταν καμιά φορά μιλά με πιο φωτεινά χρώματα, είναι γιατί αντιπαραθέτει τις δύο όψεις ενός και του αυτού στην πιο μυστηριακή και εξαίσια αντίφαση. Πρέπει να βιώσεις το πάθος και το πένθος για να μπορέσεις να μιλήσεις για τις εμβόλιμες στιγμές χαράς.
Γράφει έχοντας επίγνωση της ανελέητης φύσης του έρωτα, που τον φοβίζει με τον σκληρό αριθμό του και θέλει πάντα σε δύο να μοιράζεται, ενώ μέσα του κρύβει από τη μια την ανισότητα και από την άλλη την ημερομηνία λήξεως καλά ραμμένες και τις δύο στη σάρκα του (Απ’ τους ακέραιους φοβήθηκα το δύο/ιδίως στο πεδίο των ερώτων – μα είσαι κρασί που χύνεται στο άγνωστο/νησί που βολοδέρνει στο τυχαίο). Έχει επίγνωση του θαλερού ανέφικτου που πυρπολεί τη θέληση κι όλο σε σπρώχνει να ζητάς ολόκληρες τις έννοιες – κι ας μην τις βρίσκεις πουθενά (μια επανάσταση χωρίς πρεσβυωπία/το ποίημα που θα έκοβε τα ράμματα/ ένα παράθυρο κρυμμένο στον καθρέφτη).
Ίσως αυτό είναι το σημείο της εσωτερικής έκρηξης, τότε που αντλείται από τα βαθύτερα της απόγνωσης μια ειρωνεία θεραπευτική – ο Μελιτάς χειρίζεται με τον καλύτερο τρόπο το λεπτό σημείο που εκδηλώνεται με μια σαρκαστική αλλά και κυρίως αυτοσαρκαστική ειρωνική διάθεση με τη δυναμική να φτάσει τον αποδέκτη της ποίησής του και να τον πάρει μαζί του συνοδοιπόρο.
Λυπάμαι, Κύριε, είπε ο ποιητής
αφήνοντας στην έδρα το γραπτό του.
Χιλιάδες χρόνια δεν σας είδα πουθενά
οι βοηθοί σας επί γης παρέδιδαν
μαθήματα καθολικής ευθύνης.
Σ’ ένα θρανίο έμπλεο οξείδια του φόβου
διδάχτηκα πως φταίω εκ γενετής
αρίστευσα στα τεστ των ενοχών
απολογήθηκα με λέξεις αλεξίσφαιρες
ενώπιον ανθρώπων και ανθρώπων.
Στα παιδικά φαντάσματα
στις εύφορες γυναίκες
στις διψασμένες θάλασσες
στις άπιστες σημαίες.
Και τώρα άκριτος κριτής
μιλάτε στη σκιά μου
ζητώντας να δηλώσω ανομήματα
πριν υποστώ τις νόμιμες κυρώσεις.
Φοβάμαι θα με κόψετε αλλά
αδύνατον να γράψω πεθαμένος.
(Λευκή Κόλλα)
Συνομιλίες προς εαυτόν, θεραπευτικές κι αυτές, όπως άλλωστε κάθε γνήσια ποιητική εκδοχή (το γνωρίζουμε αυτό όπως και το σύντομο δυστυχώς της ίασης), άλλοτε στο πρώτο πρόσωπο, άλλοτε στις παραπλανητικές μορφές των άλλων προσώπων που υποδύονται το ποιητικό υποκείμενο στοχεύοντας ωστόσο πάντοτε το ίδιο το πρόσωπο του ποιητή. Οδυνηρές μέσα στον μανδύα που τους φορά, ώστε να προσεγγίζουν την αλήθεια τους εκεί στο όριο της απελπισίας με την λεπταίσθητη ειρωνεία του έσω δράματος.
[…] Ο φίλος που ταξίδεψε προχθές
μπροστά σε μια κατάμεστη αρένα
ήταν στ’ αλήθεια ο παλιός μου εαυτός
που πάσχιζε ν’ ανέβει το ποτάμι.
Τι κάνει στο μπαλκόνι μου ξυπόλητος;
Χορεύει; Αγορεύει;
Εκλιπαρεί;
πουλώντας σκουριασμένες εξαρτήσεις
ή καταπίνει σιωπές μη με προδώσει;
(Ο Σκοπός)
Η ποίηση του Χάρη Μελιτά βαθιά συνείδηση των πραγμάτων φέρει μέσα της. Αντέχει να κοιτάζεται στον καθρέφτη της και να αποδέχεται το είδωλό της. Να αναμετριέται με το παρελθόν και να βγαίνει πιο δυνατή, όχι αλώβητη. Να λέει με σταθερή φωνή:
Κάποτε είχα μια καρδιά ζεστό ψωμί
την έφαγε ο έρωτας καιρός
υπάρχουν ψίχουλα ακόμα στο τραπέζι.
Κι ύστερα ο ποιητής αντέχει να μεταλλάσσεται από στόχος (και πότε δεν ήταν στόχος ο κάθε ποιητής;) σε στίχο, να γίνεται ποίημα περνώντας μέσα από συντρίμμια και θρύψαλα ζωής:
Αέρας αρραγής με κομματιάζει.
Ξηλώνω με το αίμα μου τα ράμματα:
Γίνομαι στίχος.
Τις εξαιρέσεις/αιρέσεις της ποιητικής του Μελιτά τις αντιλαμβάνεσαι σε κάθε τι που γράφει, είτε μιλά με τα μικροσκοπικά χαϊκού που πολύ αγαπά είτε με μεγαλύτερες ποιητικές δημιουργίες, όπως εδώ. Είναι εξαιρέσεις, με την έννοια του διακριτού και εξαίρετου. Είναι ταυτόχρονα αιρέσεις, με την έννοια των δύσκολων επιλογών, που αιτιολογούν απολύτως τους προηγούμενους δύο χαρακτηρισμούς. Το εξώφυλλο κοσμεί μια ζωγραφιά του Γεώργιου Φραγκάκη, ενώ τα μέρη της συλλογής συνοδεύονται, και εμμέσως σχολιάζονται, εικαστικά από έξι ακόμη ζωγραφιές (Γεώργιος Φραγκάκης, Ίρις Κολλιδά). Μια ακόμη έξοχη έκδοση του Μανδραγόρα, και η ποίηση του Χάρη Μελιτά στην ωριμότερη στιγμή της, εξαίρεση και αίρεση μαζί.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Έργο: Edmond Simpson. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]
:
Χάρης Μελιτάς αποτελεί μία ιδιαίτερη περίπτωση ποιητή με σταθερή παρουσία στα ελληνικά γράμματα τα τελευταία χρόνια. Χωρίς καλλιτεχνικούς δεσμούς με τη λογοτεχνική του γενιά, ώριμος και δυναμικός εμφανίζεται στην εποχή της «ποιητικής αγανάκτησης», λίγο πριν την κρίση και δείχνοντας μία ιδιαίτερη αδυναμία στη βραχυλογία των χαϊκού και τον εκφραστικό πειραματισμό στο στίχο∙ προσθέτει τίτλο στα χαϊκού, μα κυρίως αξιοποιεί την ολιγόστιχη φόρμα προκειμένου με σαρκασμό να εξωτερικεύσει τον βαθύ πόνο που τον πνίγει, εγκαταλείποντας την ιαπωνική φυσιολατρία.
Ωστόσο, δεν εγκαταλείπει τη στιχουργία σε άλλες φόρμες
[1]. Η ποιητική συλλογή «
εξαιρέσεις» (
Μανδραγόρας, 2018) αποτελεί έναν σταθμό στον μεγαλύτερο στίχο καταδεικνύοντας ακριβώς την πειραματική διάθεση του δημιουργού.
Στις συνθέσεις του διακρίνεται μία πολυκεντρικότητα. Ενώ αναπτύσσει ένα θέμα, παράλληλα γύρω του αποκαλύπτονται άλλα επιμέρους θέματα μικρότερης εμβάθυνσης. Δίαυλος σε αυτή τη θεματική επικοινωνία είναι ο συνυποδηλωτικός λόγος και η βαθιά ποιητική ειρωνεία. Προσωποποιήσεις (black is black, το υπόλοιπο, η άνοιξη δεν μένει πια εδώ, κούκος μονός, χρόνος φιλάργυρος) και συνυποδηλώσεις (το υπόλοιπο, ο κάβος) συνδέουν στοιχεία γλωσσοκεντρικά με τον έρωτα (bitter, δίψα, μακροζωία, βυθός) ή της προβληματικής για τον χρόνο με την τέχνη (δούρειος ίππος, βυθός, αυτόπτης μάρτυς) αποκαλύπτοντας τη βαθύτερη ψυχολογία του ποιητικού υποκειμένου.
Το ποιητικό εγώ κυριαρχεί σε όλη τη συλλογή με μία σπάνια ποιητική ειλικρίνεια που οικοδομείται στη μετωνυμική έκφραση. Ήπιες μεταφορές, κινούμενες στον αφηγηματικό ή εξομολογητικό κυματισμό του στίχου, εκθέτουν την αγωνία και τον πόνο του πρωτοπρόσωπου ποιητικού ήρωα (η άνοιξη δεν μένει πια εδώ).
Καθώς όμως ο συνυποδηλωτικός λόγος του κινείται στο πεδίο της προφορικότητας, διανθισμένης με αποφθεγματικά στοιχεία, δεν κουράζει (δίψα, το τίμημα). Η γραφή του ακολουθώντας μια συνειρμική κίνηση γοητεύει και φωτίζει τις σκιές της ζωής που αισθητοποιεί ο ποιητής (η άνοιξη δεν μένει πια εδώ).
Άλλωστε, μία μελαγχολική διάθεση καλύπτει σα λυκόφως όλη τη συλλογή. Τούτη η απογοήτευση αισθητοποιείται από το σκοτεινό κάδρο. Συχνά ο ποιητικός χώρος είναι αποπνικτικός (ο κάβος, σχήμα πρωθύστερο, η διαδήλωση, βυθός, ο άγνωστος Χ, μουσική δωματίου) και κλειστός (δίψα, μακροζωία, ή ταν ή επί τας), ενώ το σκοτάδι συνυποδηλωτικά είναι κυρίαρχο (black is black, το υπόλοιπο, η άνοιξη δεν μένει πια εδώ).
Ακόμα και οι συνθέσεις σε ανοιχτούς χώρους εκτίθενται με μία ασπρόμαυρη διάθεση γεμάτη σκιές (μακροζωία). Η απώλεια του ονείρου και η απογοήτευση των ψευδαισθήσεων συμπληρώνουν τη σκοτεινή διάθεση (μηχανική βλάβη).
Ταυτόχρονα, όμως, πλήθος κοινωνικών στιγμιότυπων παρεισφρέουν στις συνθέσεις της συλλογής ισορροπώντας με τον κλειστό χώρο και φέρνοντας σε μία ακόμα αντίθεση τη μοναξιά του υποκειμένου προς τον κοινωνικό χώρο (σκυλίσια ζωή, το βλέμμα του αστακού). Εξάλλου, το συναίσθημα της μοναξιάς διατρέχει ως ατμόσφαιρα όλη τη συλλογή, σκοτεινιάζοντας το ποιητικό κάδο (διόδια).
Η μελαγχολική αυτή διάθεση ενίοτε φτάνει στην κατάθλιψη της αυτοχειρίας μέσα σε μια ατμόσφαιρα απόλυτης απογοήτευσης και μοναξιάς (διόδια, λευκή κόλλα, αυτόπτης μάρτυς) ή θανάτου (ρελάνς) οικείων προσώπων (σκληρό καρύδι, κούκος μονός, επανάληψη, Περσεφόνη) -ενίοτε με μεταφορική προσέγγιση (εθελουσία).
Οι κοινωνικές αναπαραστάσεις (εκτός θέματος, ή ταν ή επί τας, το παιχνίδι) -και ενίοτε άλλες εικόνες- με την επιλογή συγκεκριμένων λέξεων ή φράσεων με αναφορά στην κρίση (πεινασμένος ή ληγμένες ψευδαισθήσεις κλπ) υποστηρίζουν την πολυκεντρικότητα της ποιητικής του (μηχανική βλάβη, λευκή κόλλα, αυτόπτης μάρτυς, βυθός, μουσική δωματίου), δίχως να δίνουν έμφαση στο επίκαιρο, μα απλώνοντάς τα στη διαχρονικότητα με τη βοήθειά του συνυποδηλωτικού λόγου (διόδια, το γενναίο πιόνι, μεγάλες προσδοκίες).
Ο Μελιτάς ως ταχυδακτυλουργός του λόγου ελέγχει τη συναισθηματική κλιμάκωση. Το τέλος των συνθέσεων οδηγεί σταθερά σε μία δυνατή κορύφωση, όχι σε κάθαρση αναγκαία. Βουτηγμένη η στιχουργική του στην ειρωνεία και τις αντιθέσεις ή την ανοικείωση των συνυποδηλώσεων κορυφώνει το συναίσθημα στο κλείσιμο (λευκή κόλλα, διόδια, σκληρό καρύδι, Περσεφόνη, κούκος μονός, ή ταν ή επί τας, ρελάνς). Ποιητική ειρωνεία, εξάλλου, αναδύεται και από τις παρωδίες (το γενναίο πιόνι, δικαστική πλάνη, εκτός θέματος) και τις διακειμενικές αναφορές (αυτόπτης μάρτυς, δούρειος ίππος).
Συχνά δε αντιθέσεις προς το στιχουργικό επίκεντρο (δούρειος ίππος, το παιχνίδι, το τίμημα, δίψα, το υπόλοιπο, ή ταν ή επί τας) ή αρνήσεις (μηχανική βλάβη, βυθός, ο κάβος) και άλλοτε κάποιο επιμύθιο (μακροζωία, η άνοιξη δεν μένει πια εδώ, bitter, σχήμα πρωθύστερο, εγκάρσια τομή, το γενναίο πιόνι, το παιχνίδι) ορίζουν διά της ποιητικής ειρωνείας το ψυχικό σκοτάδι που περικυκλώνει το αυτοαναφορικό υποκείμενο.
Με την ίδια άνεση ελέγχει και τον στιχουργικό ρυθμό. Με δημιουργική διάθεση πειραματίζεται τόσο με τον ελεύθερο στίχο όσο και με τον έμμετρο. Ξεχωρίζουν οι -ανισοσύλλαβοι- ίαμβοί του διαμορφώνοντας έναν μεταμοντέρνο ελευθερωμένο στίχο (το υπόλοιπο, bitter, η διαδήλωση, η άνοιξη, δεν μένει πια εδώ, μακροζωία, βυθός, δούρειος ίππος, το παιχνίδι, ή ταν ή επί τας).
Ο Χάρης Μελιτάς είναι ένας άριστος χειριστής του ποιητικού λόγου αξιοποιώντας τη μεταφορική και την εικονοπλαστική διάσταση της γλώσσας. Με μαεστρία μεταχειρίζεται ένα λόγο συμπυκνωμένο που απλώνει στην ποιητική πλοκή προς μία κορύφωση μέσα στο μελαγχολικό κλίμα, το οποίο εμποτίζεται από το κοινωνικό βίωμα.
Ας μη λησμονούμε πως ο ποιητής μετασχηματίζει την ατομική εμπειρία και τις κοινωνικές προσλήψεις στη συλλογική διάθεση και βίωμα περνώντας τα μέσα από τα δικά του ψυχικά φίλτρα. Είναι το αισθητήριο όργανο της κοινωνίας που αγγίζει όσα βλέπει και βιώνει και με τη μαγεία της τέχνης τα μετουσιώνει σε συναίσθημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου