Διαβάζοντας Αλέξανδρο Κοτζιά
(1926-1992), διαβάζουμε τη μεταπολεμική Ιστορία και λογοτεχνία μας. Τα
εφτά μυθιστορήματά του εκδόθηκαν μεταξύ του 1953 («Πολιορκία») και του
1985 («Φανταστική περιπέτεια»), ενώ φιλοδοξούσε να γράψει ισάριθμες
νουβέλες από το 1987 κι εξής. Τελικά ολοκληρώθηκαν μόνο οι τέσσερις από
αυτές [ο «Ιαγουάρος» (1987), «Η μηχανή» (1989), «Ο πυγμάχος» (1991) και
«Το σοκάκι» (1993)], που συστεγάζονται σ’ αυτόν τον τόμο.
Η αντιστοιχία τους με τα τέσσερα πρώτα μυθιστορήματα υποδεικνύει συνδέσεις όχι μόνο με τα θέματα που απασχολούν τον συγγραφέα, αλλά και με τα πρόσωπα τα οποία διακτινίζονται από το ένα κείμενο στο άλλο. Οι άξονες που τα διατρέχουν τέμνουν τις ατομικές μοίρες των χαρακτήρων του με τις ιστορικές συνθήκες της μεταπολεμικής εποχής. Και πάνω σ’ αυτούς τους δύο πυλώνες διασταυρώνονται και δοκιμάζονται η ηθική της ιδεολογίας, η ηθική της οικογένειας και η ηθική του χρήματος.
Στον «Ιαγουάρο» η Δήμητρα υποδέχεται τη γυναίκα του αδελφού της, τη Φιλιώ, που επιστρέφει μετά από δέκα χρόνια από την Αμερική. Αριστερή η αφηγήτρια τρέφει μίσος για τη νύφη της, γιατί δεν είναι άξια του ήρωα αδελφού της, μολονότι η αλήθεια δεν είναι αυτή που έχει διαστρεβλωτικά υιοθετήσει η Δήμητρα. Στη «Μηχανή» ο Κώστας δουλεύει κομπάρσος στο Εθνικό Θέατρο, ενώ τον έχει διώξει από το σπίτι τους η γυναίκα του Φανή. Αγοράζει μια κλεμμένη τηλεόραση, προκειμένου να την πουλήσει και να κερδίσει. Τελικά η ιδιοτελής στάση του δεν τον απαλλάσσει από την κακομοιριά του, αφού οδηγείται στο ποτό, χάνει τη δουλειά του και δεν ξανασμίγει με την οικογένειά του.
Στον «Πυγμάχο» ο Γιάννης δουλεύει τώρα στην εφημερίδα «Ανεξαρτησία», ενώ θέλει να φύγει στο εξωτερικό για να πλουτίσει. Μέντοράς του ο Στέλιος Αντωνιάδης, που στηρίζει πολλά στα τυχερά παιχνίδια. Η νουβέλα έτσι ταλαντώνεται ανάμεσα στην τύχη και την αναγκαιότητα. Στο «Σοκάκι» o Σπύρος Ζαλαγκάρας είναι λοχαγός, ο οποίος, επειδή αντιτάχθηκε στην άδικη καταδίκη των αξιωματικών τής «ΑΣΠΙΔΑ», έχει μετατεθεί δυσμενώς στο Νευροκόπι και χάνει την ευκαιρία να ανέλθει στην ιεραρχία. Τώρα, επιστρέφει αεροπορικώς από τη Ρώμη, μετά το γαμήλιο ταξίδι με την Αννέτα, την οποία παντρεύτηκε με συνοικέσιο.
Οι νουβέλες του Αλ. Κοτζιά αξιοποιούν δευτερεύοντες συνήθως χαρακτήρες των μυθιστορημάτων του και προσπαθούν να επικεντρωθούν στον «κρίσιμο» χρόνο, με κέντρο το 1958, όταν οι εκλογές της 11ης Μαΐου ανέδειξαν την κομμουνιστική ΕΔΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση της χώρας. Πάνω σ’ αυτό το πολιτικό ορόσημο, με τους απόηχους του Εμφυλίου ακόμα δυνατούς, η ατομική ζωή των προσώπων διασταυρώνεται με τη ζωή άλλων, συντήκει το παρόν με το παρελθόν, δοκιμάζει το χρήμα ως άξονα του μέλλοντος και συχνά καταρρέει από τη σαθρότητα του όλου συστήματος, είτε αυτό αφορά στο εγώ τους είτε στηρίζεται στο αβέβαιο μεταπολεμικό κατασκεύασμα.
Ετσι οι τέσσερις νουβέλες -μαζί με τις τρεις που ο Αλ. Κοτζιάς δεν πρόλαβε να γράψει- πραγματώνουν το ευρύ συγγραφικό του πρόγραμμα που θα αποτελούνταν από δεκατέσσερα συνολικά έργα. Ο Αλ. Κοτζιάς με αυτόν τον πολύεργο λαβύρινθό του καλύπτει τις δεκαετίες από το 1943 έως το 1987 (με κέντρο την τριακονταετία 1943-1973), κινεί πρόσωπα από έργο σε έργο, συνδέει περιστατικά και τα επεκτείνει, ξαναφέρνει μνήμες και ξαναράβει νήματα, δημιουργεί ένα πολυδαίδαλο σκηνικό, πολιτικό και κοινωνικό, το οποίο διαβάζεται μόνο με πολλή προσοχή και με έναν χάρτη πραγματολογικών σημείων. Αυτό εξυπηρετεί ο υπομνηματισμός των κείμενων και το κατατοπιστικό επίμετρο της Μαρίας Ρώτα, που δίνουν ακριβείς συντεταγμένες και ενημερώνουν για ανθρώπους και ιστορικά γεγονότα, πάνω στα οποία αγκιστρώνονται τα «Παιδιά του Κρόνου».
Ο Αλ. Κοτζιάς, ενώ ξεκίνησε να βηματίζει πάνω στα πρότυπα του ρεαλισμού, σμίλευσε γρήγορα μια μοντερνιστική γραφή, όπου κυριαρχεί ο εσωτερικός μονόλογος, με όλο το χάος, τη ροή της συνείδησης, τις διαλείψεις και τους αναστοχασμούς, τον ταυτοχρονισμό, την τήξη των χρόνων και την ανατροφοδοσία της μνήμης. Ο ευθύς λόγος των προσώπων του αποδίδει νατουραλιστικά τον τρόπο ομιλίας τους με τα κενά της σκέψης τους, είναι αποσπασματικός κι ελλειπτικός, γεμάτος ανολοκλήρωτες φράσεις κι εκκρεμή νοήματα, χάσκει κατά βάση προφορικός με πολλές στερεοτυπικές εκφράσεις της καθαρεύουσας, ημι-εξελληνισμένες αγγλικές λέξεις και όρους ποικίλων ιδιολέκτων.
Η αλήθεια είναι ότι ακούγονται κατηγορίες γι’ αυτόν τον αφηγηματικό κυκεώνα, ο οποίος ωστόσο απορρέει από μια βαθιά συγγραφική επιδίωξη της «πλοκής και της αιτιώδους συνάφειας» («Ο πυγμάχος»). Οσο ο Αλ. Κοτζιάς σχεδιάζει κι οργανώνει την υπόγεια δομή κάθε πεζογραφήματός του, τόσο τα διασπαρμένα στοιχεία, οι αποσπασματικές ενδείξεις και οι συνειρμικές μεταβάσεις από το ένα χρονικό επίπεδο στο άλλο δυσκολεύουν ακόμα και τον πιο συνειδητοποιημένο και ενεργό αναγνώστη, ο οποίος πρέπει να είναι ιδιαίτερα ενεργός στη συνολική σύλληψη κάθε έργου.
Γι’ αυτό ίσως ο «Ιαγουάρος» θεωρείται δικαίως η καλύτερη από τις τέσσερις νουβέλες, καθώς διαβάζεται αυτόνομα (σε σχέση με την «Πολιορκία» προς την οποία στοιχίζεται), είναι μέσα στην πολυπλοκότητά του σαφής κι ολοκληρώνει με θαυμαστή κλιμάκωση το λογοτεχνικό μήνυμα. Η χρήση μια αφερέγγυας αφηγήτριας, που παρερμηνεύει, παρεξηγεί και διαστρέφει το παρόν και το παρελθόν, δυναμιτίζει τα λόγια της και τις υποβολιμαίες αναμνήσεις της, καθώς η αλήθεια των άλλων (της Φιλιώς ή του άντρα της) αντικρούει τη δική της κοσμοθεωρία. Απ’ την άλλη, η αριστερή της συνείδηση, που ανάγει την ιδεολογία της και τη φήμη του ήρωα αδελφού της σε παντιέρα υπερηφάνειας, καταρρίπτεται από την ίδια, καθώς υπερκερνά τα «πιστεύω» της χάρη στο οικονομικό της συμφέρον.
Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς είναι σίγουρα μια εμβληματική μορφή της μεταπολεμικής μας πεζογραφίας όχι μόνο χάρη στις βιβλιοκρισίες με τις οποίες άφησε το στίγμα του, αλλά φυσικά και χάρη στα μυθιστορήματα και τις νουβέλες του. Η από κοινού λοιπόν έκδοση των τελευταίων σε έναν τόμο ήταν ανάγκη, που πλέον ικανοποιήθηκε.
Η αντιστοιχία τους με τα τέσσερα πρώτα μυθιστορήματα υποδεικνύει συνδέσεις όχι μόνο με τα θέματα που απασχολούν τον συγγραφέα, αλλά και με τα πρόσωπα τα οποία διακτινίζονται από το ένα κείμενο στο άλλο. Οι άξονες που τα διατρέχουν τέμνουν τις ατομικές μοίρες των χαρακτήρων του με τις ιστορικές συνθήκες της μεταπολεμικής εποχής. Και πάνω σ’ αυτούς τους δύο πυλώνες διασταυρώνονται και δοκιμάζονται η ηθική της ιδεολογίας, η ηθική της οικογένειας και η ηθική του χρήματος.
Στον «Ιαγουάρο» η Δήμητρα υποδέχεται τη γυναίκα του αδελφού της, τη Φιλιώ, που επιστρέφει μετά από δέκα χρόνια από την Αμερική. Αριστερή η αφηγήτρια τρέφει μίσος για τη νύφη της, γιατί δεν είναι άξια του ήρωα αδελφού της, μολονότι η αλήθεια δεν είναι αυτή που έχει διαστρεβλωτικά υιοθετήσει η Δήμητρα. Στη «Μηχανή» ο Κώστας δουλεύει κομπάρσος στο Εθνικό Θέατρο, ενώ τον έχει διώξει από το σπίτι τους η γυναίκα του Φανή. Αγοράζει μια κλεμμένη τηλεόραση, προκειμένου να την πουλήσει και να κερδίσει. Τελικά η ιδιοτελής στάση του δεν τον απαλλάσσει από την κακομοιριά του, αφού οδηγείται στο ποτό, χάνει τη δουλειά του και δεν ξανασμίγει με την οικογένειά του.
Στον «Πυγμάχο» ο Γιάννης δουλεύει τώρα στην εφημερίδα «Ανεξαρτησία», ενώ θέλει να φύγει στο εξωτερικό για να πλουτίσει. Μέντοράς του ο Στέλιος Αντωνιάδης, που στηρίζει πολλά στα τυχερά παιχνίδια. Η νουβέλα έτσι ταλαντώνεται ανάμεσα στην τύχη και την αναγκαιότητα. Στο «Σοκάκι» o Σπύρος Ζαλαγκάρας είναι λοχαγός, ο οποίος, επειδή αντιτάχθηκε στην άδικη καταδίκη των αξιωματικών τής «ΑΣΠΙΔΑ», έχει μετατεθεί δυσμενώς στο Νευροκόπι και χάνει την ευκαιρία να ανέλθει στην ιεραρχία. Τώρα, επιστρέφει αεροπορικώς από τη Ρώμη, μετά το γαμήλιο ταξίδι με την Αννέτα, την οποία παντρεύτηκε με συνοικέσιο.
Οι νουβέλες του Αλ. Κοτζιά αξιοποιούν δευτερεύοντες συνήθως χαρακτήρες των μυθιστορημάτων του και προσπαθούν να επικεντρωθούν στον «κρίσιμο» χρόνο, με κέντρο το 1958, όταν οι εκλογές της 11ης Μαΐου ανέδειξαν την κομμουνιστική ΕΔΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση της χώρας. Πάνω σ’ αυτό το πολιτικό ορόσημο, με τους απόηχους του Εμφυλίου ακόμα δυνατούς, η ατομική ζωή των προσώπων διασταυρώνεται με τη ζωή άλλων, συντήκει το παρόν με το παρελθόν, δοκιμάζει το χρήμα ως άξονα του μέλλοντος και συχνά καταρρέει από τη σαθρότητα του όλου συστήματος, είτε αυτό αφορά στο εγώ τους είτε στηρίζεται στο αβέβαιο μεταπολεμικό κατασκεύασμα.
Ετσι οι τέσσερις νουβέλες -μαζί με τις τρεις που ο Αλ. Κοτζιάς δεν πρόλαβε να γράψει- πραγματώνουν το ευρύ συγγραφικό του πρόγραμμα που θα αποτελούνταν από δεκατέσσερα συνολικά έργα. Ο Αλ. Κοτζιάς με αυτόν τον πολύεργο λαβύρινθό του καλύπτει τις δεκαετίες από το 1943 έως το 1987 (με κέντρο την τριακονταετία 1943-1973), κινεί πρόσωπα από έργο σε έργο, συνδέει περιστατικά και τα επεκτείνει, ξαναφέρνει μνήμες και ξαναράβει νήματα, δημιουργεί ένα πολυδαίδαλο σκηνικό, πολιτικό και κοινωνικό, το οποίο διαβάζεται μόνο με πολλή προσοχή και με έναν χάρτη πραγματολογικών σημείων. Αυτό εξυπηρετεί ο υπομνηματισμός των κείμενων και το κατατοπιστικό επίμετρο της Μαρίας Ρώτα, που δίνουν ακριβείς συντεταγμένες και ενημερώνουν για ανθρώπους και ιστορικά γεγονότα, πάνω στα οποία αγκιστρώνονται τα «Παιδιά του Κρόνου».
Ο Αλ. Κοτζιάς, ενώ ξεκίνησε να βηματίζει πάνω στα πρότυπα του ρεαλισμού, σμίλευσε γρήγορα μια μοντερνιστική γραφή, όπου κυριαρχεί ο εσωτερικός μονόλογος, με όλο το χάος, τη ροή της συνείδησης, τις διαλείψεις και τους αναστοχασμούς, τον ταυτοχρονισμό, την τήξη των χρόνων και την ανατροφοδοσία της μνήμης. Ο ευθύς λόγος των προσώπων του αποδίδει νατουραλιστικά τον τρόπο ομιλίας τους με τα κενά της σκέψης τους, είναι αποσπασματικός κι ελλειπτικός, γεμάτος ανολοκλήρωτες φράσεις κι εκκρεμή νοήματα, χάσκει κατά βάση προφορικός με πολλές στερεοτυπικές εκφράσεις της καθαρεύουσας, ημι-εξελληνισμένες αγγλικές λέξεις και όρους ποικίλων ιδιολέκτων.
Η αλήθεια είναι ότι ακούγονται κατηγορίες γι’ αυτόν τον αφηγηματικό κυκεώνα, ο οποίος ωστόσο απορρέει από μια βαθιά συγγραφική επιδίωξη της «πλοκής και της αιτιώδους συνάφειας» («Ο πυγμάχος»). Οσο ο Αλ. Κοτζιάς σχεδιάζει κι οργανώνει την υπόγεια δομή κάθε πεζογραφήματός του, τόσο τα διασπαρμένα στοιχεία, οι αποσπασματικές ενδείξεις και οι συνειρμικές μεταβάσεις από το ένα χρονικό επίπεδο στο άλλο δυσκολεύουν ακόμα και τον πιο συνειδητοποιημένο και ενεργό αναγνώστη, ο οποίος πρέπει να είναι ιδιαίτερα ενεργός στη συνολική σύλληψη κάθε έργου.
Γι’ αυτό ίσως ο «Ιαγουάρος» θεωρείται δικαίως η καλύτερη από τις τέσσερις νουβέλες, καθώς διαβάζεται αυτόνομα (σε σχέση με την «Πολιορκία» προς την οποία στοιχίζεται), είναι μέσα στην πολυπλοκότητά του σαφής κι ολοκληρώνει με θαυμαστή κλιμάκωση το λογοτεχνικό μήνυμα. Η χρήση μια αφερέγγυας αφηγήτριας, που παρερμηνεύει, παρεξηγεί και διαστρέφει το παρόν και το παρελθόν, δυναμιτίζει τα λόγια της και τις υποβολιμαίες αναμνήσεις της, καθώς η αλήθεια των άλλων (της Φιλιώς ή του άντρα της) αντικρούει τη δική της κοσμοθεωρία. Απ’ την άλλη, η αριστερή της συνείδηση, που ανάγει την ιδεολογία της και τη φήμη του ήρωα αδελφού της σε παντιέρα υπερηφάνειας, καταρρίπτεται από την ίδια, καθώς υπερκερνά τα «πιστεύω» της χάρη στο οικονομικό της συμφέρον.
Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς είναι σίγουρα μια εμβληματική μορφή της μεταπολεμικής μας πεζογραφίας όχι μόνο χάρη στις βιβλιοκρισίες με τις οποίες άφησε το στίγμα του, αλλά φυσικά και χάρη στα μυθιστορήματα και τις νουβέλες του. Η από κοινού λοιπόν έκδοση των τελευταίων σε έναν τόμο ήταν ανάγκη, που πλέον ικανοποιήθηκε.
Έντυπη έκδοση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου