Ο Φλεβάρης μπορεί να μη γεμίζει το μάτι,
να του βρήκαν διάφορα σουσούμια, όμως τη ζημιά την έκανε ο φετινός μήνας.
«Σπίτι μείναμε μόνο δυο: ο Αγιος Φεβρουάριος κι εγώ», κατά πώς έγραφε ο
ποιητής. Μετράμε απουσίες, μακραίνει το κατάστιχο για το Ψυχοσάββατο. Φαίνεται
πως ο χάρος αρέσκεται να στήνει χορό με την ποίηση και τη μουσική. Των
κεκοιμημένων Κατερίνας, Κικής και Γιάννη. Σειέται ο κάτω κόσμος από τις φωνές
που καλωσορίζουν τους νέους μύστες στον κόσμο του ασφόδελου.
Ο θάνατος χορεύει τον μακρόσυρτο
ηπειρώτικο χορό δίπλα στον Λούρο, το ποτάμι που το είπανε Βωβό. Αναζητάει
πέρασμα για τον κάτω κόσμο μέσα από τα νεροφίδια που σιωπούν, να μην ταράξουν
τον ύπνο του αγαπημένου τους, που τραγούδησε την ασημαντότητά τους. Ολα
σιωπούν. Οι ιτιές κλαίουσες γονατίζουν μπρος στον πρωτόφαντο χορό του θανάτου
με τους ποιητές, υμνώντας την τέχνη που μαλακώνει την ψυχή της αιωνιότητας.
Ο Φεβρουάριος που έγινε Αγιος μειδιά. Η
ταπεινότητά του εξαγνίζει τον χρόνο. Πάντα στο μεταίχμιο. Ανάμεσα στον θάνατο
και τη ζωή, τον χειμώνα που εκκολάπτει την άνοιξη. Περιμένει την γκάιντα, τον
ζουρνά, το κλαρίνο και το νταούλι ν’ απελευθερώσουν τους πρωτεϊκούς ήχους τους,
να καλέσουν τους κεκοιμημένους στον χορό της αιωνιότητας.
Τελευταία βδομάδα της Αποκριάς και οι δυο μύστες της ποιητικής ευωχίας,
μεταμφιεσμένοι σε ακολούθους του γητευτή χάρου, χορεύουν μαζί του τον χορό της
αιώνιας ζωή απαγγέλλοντας τους στίχους τους. Είναι η ποίηση, η δημιουργία που
χλευάζει τον θάνατο. Η μόνη, λυτρωτική απάντηση του φθαρτού ανθρώπου σ’ αυτόν
τον άνισο αγώνα. Η γνώση που γίνεται σοφία και συνείδηση για τη ματαιότητα της
αλαζονείας, της υπερφίαλης υμνολογίας του μικρόκοσμου και του εγωτικού εαυτού.
«Τυχεροί» οι ποιητές που έφυγαν από τον
μικρόκοσμο σε καιρούς που ανοίγουν ρωγμές. Τότε που δοξάζεται η αταξία και
σαρκάζεται η πίστη στην εγωτική μας κανονικότητα. Τον καιρό που οι άνθρωποι
θυμούνται τη μεγάλη αλήθεια, πως είναι δηλαδή συνοδοιπόροι στη μεγάλη πορεία
προς τον κόσμο του ασφόδελου.
Είναι ο Φεβρουάριος που τους μαθαίνει το
αιώνιο μυστικό, που δεν τολμούν να παραδεχτούν. Μια αέναη πάλη ανάμεσα στην
άρνηση αυτού που υπάρχει και στην κατάφαση μιας άλλης στάσης, πιο γήινης και
ανθρώπινης απέναντι στην ύβρη που διαπράττεται στο δώρο της ζωής. Για όλους.
Η τελευταία Κυριακή των Απόκρεων, έτσι κι
αλλιώς, είναι μια πρό(σ)κληση για απαλλαγή από βεβαιότητες και καθωσπρεπισμούς.
Μακριά από τις πολυτελείς, επίχρυσες μάσκες της ματαιοδοξίας. Είναι η ετήσια
συνάντηση της ζωής με τον σαρκασμό του θανάτου, όπου οι άνθρωποι προσέρχονται
γυμνοί, με τη γήινη υπόστασή τους. Χωρίς καν το φύλλο συκής της κανονικότητάς
τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου