Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2020

Οι κουβέντες πονάνε – γράφει ο Ευάγγελος Αυδίκος, Θεόδωρος Ε. Παντούλας, Ολούθε Ξένος, εκδόσεις Manifesto 2019, σελ.119, 10/2/20, ww.frear.gr.



Ποιος είναι ο ρόλος της αφήγησης και γιατί οι άνθρωποι επιστρέφουν στις ιστορίες της παιδικής τους ηλικίας; Ένας από τους ήρωες των ιστοριών, «που καταχρηστικά τις λέω διηγήματα», κατά τον συγγραφέα του βιβλίου Θεόδωρο Ε. Παντούλα (Ολούθε Ξένος), αποφαίνεται πως «πονάνε οι ιστορίες». Με άλλα λόγια, ο αφηγητής της ιστορίας επαναλαμβάνει μια στερεοτυπική σχεδόν αντίληψη, με την οποία έρχονται αντιμέτωποι εκείνοι/ες που μελετάνε τα ζητήματα μνήμης και λήθης.
Ο συγγραφέας, ωστόσο, του βιβλίου, στα προλογικά της έκδοσης έχει διαφορετικά αντίληψη. Γι’ αυτόν τα καθ’ όλα υπαρκτά πρόσωπα στις ιστορίες του «είναι συνοδίτες της ξενιτείας μου, κι αν τα μνημονεύω το κάνω σαν τα κεράκια που σκοτισμένοι ανάβουμε στην εκκλησιά. Από το φως τους είναι που δεν χάνουμε τον δρόμο».
Ο Παντούλας εξ αρχής αποκαλύπτει τις προθέσεις της λογοτεχνικής μετάπλασης πραγματικών γεγονότων. Ταυτόχρονα, καθιστά σαφή τη στόχευσή του αλλά και την ανάγκη του: δίνει σχήμα στη μνήμη του και στην καθημερινότητα του βίου του, γιατί έτσι δίνει υπόσταση σε όσους συνάντησε, σε ό,τι τον ορίζει ως άνθρωπο αλλά και ως συγγραφέα.
Ωστόσο, οι επισημάνσεις αυτές μπορούν να παρασύρουν σε παρερμηνεία όσων μεταπλάθονται. Δεν ανήκει ο συγγραφέας σ’ όσους νοσταλγούν τον πατρογονικό τόπο. Τόπος του είναι οι ιστορίες που άκουσε από τους οικείους. Πατρίδα του είναι η μνήμη των συμπατριωτών και συνανθρώπων, που συνάντησε στη διαδικασία συγκρότησης της προσωπικής του γεωγραφίας.
Το βιβλίο αποτελείται από δεκαοκτώ διηγήματα και την ιστορία μιας κηδείας που εξιστορείται με τρεις διαφορετικούς αφηγητές (επιτάφιος τριλογία). Συνεκτικός ιστός που διατρέχει όλες τις ιστορίες είναι η ξενιτιά. «Διότι ξένος, παντάξενος κι ολούθε ξένος, δεν είναι μόνο αυτός που στενεύεται, είναι κυρίως αυτός που δεν βρίσκει ανθρώπους να πουν ένα τραγούδι». Καίρια παρατήρηση. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι η ξενότητα, η απομάκρυνση των ανθρώπων, η αδυναμία τους να μιλήσουν. Ακόμη και στο ίδιο το χωριό που η νοσταλγία το αποκαθαίρει από τις αντινομίες του. Ξενότητα είναι για τον συγγραφέα να μην μπορείς να μιλήσεις για όσα σε πονάνε, για εκείνα που προκάλεσαν τη βία και τη εγκατάλειψη, για όλα όσα έκαναν λιθοσώρια τη ζωή των ανθρώπων, είτε στην πόλη είτε στο χωριό.
Ο πατρογονικός τόπος είναι ο τόπος της προσωπικής του ξενιτείας του. Εκεί που του εμπιστεύτηκαν τις ιστορίες, τις οποίες εξιστορεί, σε μια προσπάθεια να συμφιλιωθεί με τις αντιθέσεις που το- και τον- ορίζουν. Είναι την ίδια στιγμή η επιστροφή στον λογοτεχνικό του τόπο αποδίδοντας την οφειλή που του εμπιστεύτηκαν.
Οι περισσότερες ιστορίες έχουν την αρχή ή την κατάληξή τους στα Μελιανά, ένα χωριό της Λάκκας Σουλίου στο νομό της Πρέβεζας, που δοκιμάστηκε από πολλές ξενιτείες. Μια απ’ αυτές είναι οι προεμφυλιακές και εμφυλιακές συγκρούσεις στην περιοχή.Ο Παντούλας δεν εστιάζει στα ίδια τα γεγονότα. Τα χρησιμοποιεί ως παραγωγούς ξενιτείας. Οι αναφορές του οριοθετούν το ιστορικό περίγραμμα και τη βία ως οντολογικό ζήτημα (Τον φόνεψαν οι αντάρτες, η φράση αφορά τον Ισίδωρο, τον πατέρα του Κωσταντή. Ο Κολιοδήμος, ο πατέρας του, ήτονε αντάρτης. Από κοντά κι η μάνα του, στο διήγημα «Ολούθε ξένος»). Ο συγγραφέας αξιοποιεί τα γεγονότα που δημιουργούν σωρευτικά την πληγή, γεγονός που προκαλεί την ξενιτεία. Η αλόγιστη βία του Εμφυλίου (Έτσι ήταν τότε, σε περνάγαν λεπίδι) προκαλεί ρωγμές διογκώνοντας την ξενιτεία στο χωριό. Αυτό αποκτά είτε την ανάγκη για την αναγκαστική μετανάστευση (Ο Κωσταντής του Ισίδωρου λάκισε), σε μια προσπάθεια να επουλωθούν οι πληγές και να ανασυγκροτηθεί ο εαυτός, είτε τη μορφή της ύβρης προς τους νεκρούς που δεν έχουν αναφορά (Οι γονέοι άφαντοι. Ούτε πού τους τάφιασαν δεν ξέρουμε –αν τους τάφιασαν γιατί μπορεί να τους κανόνισαν τα όρνια).
Ο Κωσταντής του Ισίδωρου και ο Γιώτης του Κολιδιοδήμου λακίζουν απ’το χωριό, ανείδωτοι (δεν τους ξανάδαν) για όλη τους τη ζωή, παλεύουν με τα κύματα της ψυχής τους αλλά και τον τόπο που τους πλήγωσε. Αυτό που είναι αφηγηματικά αξιοσημείωτο συνίσταται στον τρόπο που διαχειρίζεται τις ιστορίες ο Παντούλας. Ο οικείος τόπος που έγινε ξένος δεν παύει να καλεί σε ενδομήτρια επιστροφή στον κόσμο των νεκρών, εκεί που αναπαύονται οι γυναίκες που προσπάθησαν να μαλακώσουν την ξενιτεία μέσα στο ίδιο τους το χωριό. Ο Κωσταντής του Ισίδωρου και ο Γιώτης του Κολιοδήμου επιστρέφουν στον γενέθλιο τόπο, για να συναντηθούν με όσους αδίκησαν, τις δυο γυναίκες που τους πήραν υπό την προστασία τους (τη Λευτέραινα και την Κατερίνα, Ξενομερίτισσα, ήρθε να δασκαλέψει και στραβώθηκε και στεφανώθηκε τον Μητροκώστα, τον μοίραρχο). Ωστόσο, ο οικείος τόπος παραμένει ανοίκειος γι’ αυτούς, μια και ήρθαν μόνο για να πεθάνουν. Ακολουθούν οι δυο τους τον δρόμο των χελιών που τελικά επιστρέφουν στη μήτρα του πολιτισμικού εδάφους αδιαφορώντας για την προσπάθεια των ζώντων να επωφεληθούν από τα πλούτη τους.
Παρασκευή μεσημέρι της Αγια-Βαρβάρας ο Γιώτης του Κολιοδήμου ήρθε στο χωριό με ταξί. Χαμηλοκοίταζε. Δεν του έπαιρνες εύκολα κουβέντα. Πήγε στα μνήματα να προσκυνήσει και γύρισε να βρει το κονάκι του. Πού να το βρει; Πνιγμένο και ρημαγμένο. Χαλάσματα… Ζήτησε ούζο. Ποτήρι και σχώριο. Ο Γιώτης συχωρέθηκε δυο μέρες μετά, δίχως αρρώστια κι αρρωστικά. Είχε κανονισμένο να τον ταφιάσουν κοντά στην Κατερίνα. Χαρτί για παιδική χαρά και να γίνει μάρμαρο και το δικό της μνήμα. Τίποτε άλλο δεν άφηκε στο χωριό.
Και οι δύο πεθαίνουν κουβαλώντας το βάρος της ξενιτείας τους. Επιστρέφουν για να αναμετρηθούν με την ξενότητα των ζώντων. Η αποκατάσταση θα γίνει μέσα από τη συνένωση, στον κόσμο των θανόντων, με τους αγαπημένους τους νεκρούς (Πήγε στα μνήματα να χαιρετήσει κι έμεινε εκείγια, «Ο γυρισμός του Κωσταντή»), των οποίων η μνήμη ήταν συστατικό στοιχείο της δικής τους ύπαρξης.
Ο τόπος για τον συγγραφέα, προκαλεί το άλγος της ξενιτείας. Ο έλεγχος των αισθημάτων και του προγραμματισμού του μέλλοντος δίνει μορφή σε μια από τις πιο επώδυνες ξενιτείες, που σημαδεύουν τα πρόσωπα, κορίτσια και αγόρια. Είναι ο ανεκπλήρωτος έρωτας, που διαχέεται σε πολλές ιστορίες. Ο Κωσταντής ερωτεύτηκε την Ελενίτσα, τη δασκάλα. Ο χωροφύλακας πατέρας της ανένδοτος, μάζεψε τ’ ορφανό μην έχουμε άλλα, προειδοποιούσε («Ο γυρισμός του Κωσταντή»). Συνήθως, οι ερευνητές εστιάζουν στον αυστηρό εξωτερικό έλεγχο που ασκείται. Ο φακός του ερευνητή δεν επαρκεί για να συλλάβει τον συγκλονισμό που προκαλείται και τη συναισθηματική ξενιτεία. Η Ελενίτσα, για παράδειγμα, βρίσκει τη συναισθηματική ολοκλήρωση απέναντι στην οικογενειακή ξενότητά της στον τάφο του Κωσταντή, του ανεκπλήρωτου έρωτά της (Η Ελενίτσα, χήρα ενωματάρχου, αφημένη από τις θυγατέρες της, κλαίει πλιότερο τον Κωσταντή απ’ όλο το χωριό).
Η Βγένω, όμως, αντιστέκεται στον πατέρα της που θεωρούσε ότι αν «τη σαμαρώσει» παντρεύοντάς την, θα μπορούσε να χειραγωγήσει τον ανεξέλεγκτο ερωτισμό της. Το ίδιο κι ο Μητσοπερικλής που κοίταξε να την παντρέψει μ’ έναν γυρολόγο, «να φύβγει απ’ το χωριό, να μερέψει κι η τσούπρα» (Ευτυχία).
Τόσο η Βγένω όσο και ο Λάμπρος (Ευτυχία) εκπροσωπούν μια διαφορετική ξενιτεία. Αναμετρώνται με τις αντιλήψεις του τόπους τους, γνωρίζοντας πως διακινδυνεύουν τη θέση τους. Ο ξάδελφος Μιλτιάδης, για τον οποίο η Βγένω εγκατέλειψε την οικογένειά της, την παράτησε, «χτίκιασε η δόλια κι έπεσε χάμου. Στο καρότσι την έχουν στα Γιάννενα, σε ίδρυμα». Έτσι σε κάθε περίπτωση, ο τόπος για τον συγγραφέα είναι ο εγγυητής μιας ηθικής, που προειδοποιεί την ξενιτεία των ανθρώπων. «Τον πήρε και τώρα λούζεται τις μπανταλομάρες του. Από μικρός ήταν ασαλάητος ο Λάμπρος», σχολιάζει ο αφηγητής (Ευτυχία) τη διακινδύνευση του Λάμπρου που επέλεξε να εναντιωθεί στον ηλικιακό παράγοντα.
Ο συγγραφέας συγκροτεί μ’ αυτόν τον τρόπο έναν διαφορετικό τόπο, στον αντίποδα εκείνου που προκαλεί νοσταλγία. Ο τόπος στα διηγήματά του προκαλεί δυσφορία, ασκεί έλεγχο στα αισθήματα και την ατομικότητα. Είναι εκείνος που περιθωριοποιεί όσους δεν εντάσσονται στις πολιτισμικές του νόρμες. «Μαύρη πέτρα έριξα… Έφυγα κι ήξερα πως δεν θα ξαναγυρίσω… Έκανα αμάν να φύγω. Δέκα οχτώ χρόνια πάλευα να φύγω. Να γλιτώσω απ’ τη γιδίλα και τη βλαχιά τους. Ωραία είναι μόνο στις διαφημίσεις τα χωριά-ρώτα κι εμένα. Διάβαζα να ξεκουμπιστώ» (Το προικιό). Η ηρωίδα του διηγήματος επιδιώκει να απαλλαγεί απ’ αυτόν τον ασφυκτικό έλεγχο. Σ’ αυτό το απόσπασμα μάλιστα αποδομείται το κυρίαρχο μοτίβο της αστικής νοσταλγίας για την ύπαιθρο, που οργανώνεται με επίκεντρο την αθωότητα και την ωραιότητα του χωριού. Τα διηγήματα αυτής της κατηγορίας εμφανίζουν τον τόπο ως παραγωγό διαδικασιών περιθωριοποίησης που οδηγούν τους πρωταγωνιστές των ιστοριών να τον εγκαταλείψουν είτε για την ερωτική ζωή της μητέρας (Τι να σου κάνει κι ο Λαζαράκος; Αγριεύτηκε. Σκαπέτηκε, «Ναύτης στο βουνό»), είτε γιατί δεν ενέδωσαν στις ερωτικές ορέξεις (Το εσύμασε το αϊσκιωτο να φέρει σε σειρά το σπίτι της. Ακατάντηγος. Ορέχτηκε την Ντίνα και χάλευε περισσότερα, «Η δασκάλα»).
Τα διηγήματα του Παντούλα έχουν μιαν αξιοθαύμαστη οικονομία. Υπαινικτικά, ευθύβολα, με πρωτοπρόσωπη ή τριτοπρόσωπη αφήγηση, χρησιμοποιούν την εξομολόγηση του λαϊκού λόγου στα καφενεία και στη γειτονιά. Οι ιστορίες συγκροτούν και την κοινότητα των ανθρώπων, είτε στο χωριό είτε στην πόλη όπου οι ιστορίες εστιάζουν στα λιθοσώρια της κρίσης της περασμένης δεκαετίας. Είναι ένας μηχανισμός επικοινωνίας τους σε καιρούς αξενίας. Αυτό επιχειρούν και τα διηγήματα του συγγραφέα. Δεν είναι στις προθέσεις του να ωραιοποιήσει. Πιστεύει στη δύναμη της πραγματικότητας αλλά και στον ρόλο της λογοτεχνίας να αντισταθεί στην ξενότητα της αλαλίας μέσα στον πολλαπλό θόρυβο που εκπέμπεται από πολλές πηγές.
Τα διηγήματα του Παντούλα, επιπλέον, εισφέρουν τα γλωσσικά μυρωδικά της τοπικής ιδιολέκτου, που συχνά ταυτίζεται με μια γλυκερή ηθογραφία. Συχνά, η επιστροφή στις γλωσσικές ιδιολέκτους από τους πεζογράφους κρίνεται με επιφύλαξη -όσον αφορά τις προθέσεις τους. Ο Παντούλας παρακάμπτει αυτές τις προκαταλήψεις με τη γλωσσική διελκυστίνδα του ανάμεσα στην τοπική ιδιόλεκτο και την αστική δημοτική. Τα «χωριάτικα» με τον τρόπο αυτό επιβάλλουν την ισοτιμία τους αλλά και την υψίστη ποιητικότητα που εισφέρουν στην αφηγηματικότητα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου