Δημοσίευση: 10
Φεβρουαρίου 2020 19:45
Στη πεζογραφία,
ιδίως τη διηγηματογραφία, παρατηρείται αυξανόμενη παραγωγή∙ κάποιοι κάνουν λόγο
για άνθηση του διηγήματος μετά από μια περίοδο που ζούσε στη σκιά του
μυθιστορήματος. Είν’ αλήθεια πως εκδίδονται αξιομνημόνευτες συλλογές και σ’
αυτή την κατεύθυνση έχουν συμβάλει τα μεταπτυχιακά τμήματα και οι πολλές ομάδες
δημιουργικής γραφής. Αυτό το νέο τοπίο, πέρα απ’ αυτά, διαμόρφωσε και μια
διηγηματογραφική θεματογραφία. Η παράδοση, ιδίως οι οικογενειακές αφηγήσεις και
οι παραδόσεις που μιλάνε για υπερφυσικά όντα αποτέλεσαν προνομιακό πεδίο για
την πεζογραφική άσκηση κι αυτό συχνά έχει οδηγήσει σε αξιοπρόσεκτες συλλογές
διηγημάτων.
Με τον Αντώνη Έξαρχο τα πράγματα αλλάζουν. Δεν είναι η ανάγκη
πεζογραφικής άσκησης , που οδηγεί τα βήματά του σ’ έναν ξεχασμένο κόσμο. Είναι
η φλόγα που καίει τα σωθικά του. Η προσωπική μνήμη τον βασανίζει, το ίδιο κι ο
τόπος που σουρώνει μαζί με τους ανθρώπους του. Όσο κι αν κάποιοι μεγαλοσχήμονες
εμπορεύονται τις ελπίδες του στοχεύοντας στην υφαρπαγή των ψήφων του. Σαν τον
βουλευτή Σταμάτη που υπενθυμίζει τη μετάλλαξη των ανθρώπων.
Η συλλογή του Έξαρχου αποτελείται από δεκατρία διηγήματα, άλλα
μεγαλύτερα κι άλλα μικρότερα. Επέλεξε ο συγγραφέας τον τίτλο «Σχεδόν
αποδημητικά...», που είναι φράση μέσα στο διήγημα(μια στάλα κόσμος), ίσως γιατί
ήθελε να μετριάσει τη δραματικότητα που διαποτίζει όλα τα κείμενά του.
Όσο κι αν γράφει πως το πανηγύρι στο χωριό ήταν «σαν αλυσίδα για
τις ψυχές», αυτό που οπλίζει την αφηγηματική γραφίδα του δεν είναι μια
εξισωτική νοσταλγία για τα δύσκολα χρόνια. Για την παιδική ηλικία που όσο κι αν
πληγώνει μπορεί να λειτουργήσει θεραπευτικά για τους μεγαλύτερους. Αντίθετα, ο
συγγραφέας επιχειρεί κατάδυση σ’ έναν κόσμο με αντιθέσεις, που όσο κι αν τον
ωραιοποιούμε και τον αντιπαραβάλλουμε στον παρακμιακό δικό μας της
μεταπολεμικής Ελλάδας, έχει φτιαχτεί με αδικίες, κυνισμό και πόνο.
Αυτό γίνεται φανερό από το πρώτο κιόλας διήγημα(Ανάθεμα).Η
ανάγνωσή του υπενθυμίζει καταστάσεις που τις ξεχνάμε και την ίδια στιγμή
δικαιώνει όσους πιστεύουν πως η λογοτεχνία συχνά σώζει την τιμή της επίσημης
ιστορίας. Ο έρωτας δυο αλλόθρησκων(του χριστιανού αφηγητή και της μουσουλμάνας
Ζόλιας) στη Θεσπρωτία. Η τυφλή βία και το μίσος για τον διαφορετικό, που
επανέρχεται στις μέρες μας.
Ο συγγραφέας με λιτό τρόπο εξιστορεί τον παραλογισμό.
Αναδεικνύει την τραγικότητα της μεταιχμιακότητας στη ζωή των ανθρώπων, που
καταβρέχονται από καταιγίδα πόνου. Από την αλόγιστη βία που ξεθεμελιώνει τις
ζωές των ανθρώπων. Από μίσος για τους εθνικά και πολιτικά διαφορετικούς. Από
την τραγικότητα της ξενιτιάς. Ζωές κατεστραμμένες. Μοναξιά αφόρητη. Αγώνας να
ξεφύγουν από τη φτώχεια και ο κύκλος να κλείνει με τη μοναξιά και τη μνήμη όσων
σακατεύτηκαν ή πότισαν το χώμα της μητριάς πατρίδας(Βέλγιο, Γερμανία,
Αλεξάνδρεια) με το αίμα τους.
Οι ήρωες του Έξαρχου είναι απλοί άνθρωποι, σημαδεμένοι από τη
βία και την ανάγκη. Τραγικά πρόσωπα που πάλεψαν να ξεφύγουν από τη φτώχεια. Η
αφήγηση αντλεί από την πεζογραφική παράδοση της Ηπείρου. Ωστόσο, το αφηγηματικό
κίνητρό του δεν είναι η νοσταλγία αλλά η ανάγκη να δημιουργήσει το δικό του
διηγηματογραφικό σύμπαν, στον οποίο ο κύκλος κλείνει με πόνο και μοναξιά. Η
επιστροφή του στον γενέθλιο τόπο δεν είναι ύμνος αλλά ελεγεία στην απουσία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου