Ο Ευάγγελος Γρ. Αυδίκος σπούδασε στο Κλασικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και εργάστηκε για πολλά χρόνια στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση ως φιλόλογος. Είναι καθηγητής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά, συλλογικούς τόμους και πρακτικά συνεδρίων. Στο συγγραφικό του έργο συγκαταλέγονται μεταξύ άλλων οι τίτλοι: Η Θράκη και οι άλλοι. Ιχνηλατώντας τα πολιτισμικά όρια και την ιστορική μνήμη (Οδυσσέας 2007), Ήταν μια φορά κι έναν καιρό αλλά μπορεί να γίνει και τώρα. Η εκπαίδευση ως χώρος διαμόρφωσης παραμυθάδων (Ελληνικά Γράμματα 1999), Το παιδί στην παραδοσιακή και τη σύγχρονη κοινωνία (Ελληνικά Γράμματα 1996), Το λαϊκό παραμύθι. Θεωρητικές προσεγγίσεις (Οδυσσέας 1994).
Επισκεφτείτε το ιστολόγιο του συγγραφέα.
Απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής, καθηγητής λαογραφίας, αρθρογράφος, συγγραφέας… Ποιος από όλους αυτούς τους «ρόλους» μπορεί να επισκιάζει τους άλλους ή συνυπάρχουν αρμονικά;
Ο άνθρωπος, ούτως ή άλλως, είναι φτιαγμένος από επάλληλα στρώματα, τα οποία συχνά μπορεί να συγκλίνουν, να αντιφάσκουν ή να αλληλοσυμπληρώνονται. Όσον αφορά τις επαγγελματικές συγγραφικές ιδιότητες, συγκροτούν την προσωπική (αυτό)- βιογραφία, στην οποία συνυφαίνονται τα όνειρα και οι στόχοι, οι επιθυμίες και οι δράσεις, ο εαυτός και το ευρύτερο περιβάλλον. Υπ’ αυτή την έννοια, τίποτε δεν προκρίνω έναντι του άλλου. Συνυπάρχουν, για να υπενθυμίζουν την πορεία μου, τις ευστοχίες αλλά και τις αστοχίες. Όλες οι ιδιότητες εμπεριέχονται η μία στην άλλη και ταυτόχρονα βρίσκονται σε συνεχή διάλογο λειτουργώντας ως σπινθήρας προβληματισμών, γονιμοποιήσεων αλλά και ως ένας φακός που διαμορφώνει συνθήκες κατανόησης των ζητημάτων με τα οποία ασχολούμαι. Ο φιλόλογος, για παράδειγμα, υπάρχει παντού, παρόλο που επαγγελματικά ολοκληρώθηκε αρκετά νωρίς αυτός ο κύκλος. Όμως, αναπόφευκτα με συνοδεύει η οπτική, εξόφθαλμη ή υπολανθάνουσα. Είναι η αγάπη για τον λόγο, για τις λέξεις, για τη διαχρονικότητα της λογοτεχνίας, πέρα από τις ιστοριογραφικές συμβάσεις. Είναι η έγνοια για τη δυνατότητα του λόγου να γίνεται ευθύβολος μεταφέροντας τον δέκτη στο επίκεντρο της σκέψης. Είχα την τύχη να έχω δασκάλους, οι οποίοι διακονούσαν την ουσία του λόγου και όχι μια αποστεωμένη αντίληψη, η οποία εγείρει ερμητικά τείχη, τοποθετώντας σιδερόφραχτες θύρες, που αποτρέπουν την επικοινωνία με ό,τι λέγεται και εξιστορείται. Η αναζήτηση των λέξεων που συνθέτουν τον ευθύβολο λόγο, έχουν γίνει μόσχευμα που γονιμοποίησε όλες τις άλλες δράσεις μου, είτε επιστημονικές είτε λογοτεχνικές, χωρίς αυτό να υποβαθμίσει το αποτέλεσμα.
Ο άνθρωπος, λοιπόν, δεν διαμερισματοποιείται, ιδίως όταν συγκεντρώνει διάφορες ιδιότητες, που εκ πρώτης όψεως φαίνονται να αντιμάχονται η μία την άλλη. Δεν μπορεί να διαμερισματοποιηθεί η σκέψη ούτε απομονώνονται οι διάφορες ιδιότητες. Κι αυτό συμβαίνει με όλους και όλες. Συνεπώς, η ιδιότητα του καθηγητή Λαογραφίας, του ερευνητή του λαϊκού πολιτισμού, δεν μπορεί να στεγανοποιηθεί. Γίνεται αυτό που, με εκκλησιαστικούς όρους, αποκαλείται εισπήδηση. Η γνώση αυτή, η βιωμένη εμπειρία,αξιοποιείται και στη λογοτεχνία αλλά και στα χρονογραφήματά μου στην Εφημερίδα των Συντακτών.
Αυτό που καθιστά, ωστόσο, αυτόνομο το κάθε εγχείρημα (φιλολογία, λογοτεχνία, λαογραφία, χρονογράφημα), είναι η δημιουργία με όρους κάθε φορά του συγκεκριμένου πεδίου, επιστημονικού ή λογοτεχνικού. Σ’ αυτή την περίπτωση, κάθε πεδίο θέτει τους δικούς τους όρους, οπότε αναδύεται ο ρόλος, στον οποίο η ερώτηση αναφέρεται.
Κουβαλάμε τις αφηγήσεις και τις αναγνώσεις μας… Ποιος είναι το δικό σας «φορτίο»;
Είναι ποταμοί, ξεροπόταμοι, ρυάκια αλλά και καταρράκτες. Πρώτα απ’ όλα, είναι οι αφηγήσεις του λαϊκού πολιτισμού, με τις οποίες μεγάλωσα. Κουβαλάω τις λαϊκές αφηγήσεις για δράκους και νεράιδες, για καλικάντζαρους και βρικόλακες, για στοιχειά. Πλάστηκα με την καλπάζουσα φαντασία της λαϊκής σκέψης, που συχνά γίνεται απρόβλεπτη για όσους δεν την γνώρισαν. Με συντρόφευσαν τα λαϊκά παραμύθια και η αφηγηματική τους δύναμη, που γίνεται χρωστήρας της ψυχής και της σκέψης. Η σταχτοπούτα, η Χιονάτη, η Ωραία Κοιμωμένη, η Σιμιγδαλένια μπόρεσαν να μου εξηγήσουν πολλά απ’ όσα ζούμε, τα διαχρονικά οντολογικά ζητήματα του ανθρώπου. Και μου έμαθαν πως δεν χρειάζονται εξεζητημένη φρασεολογία, για να δημιουργήσεις τέχνη. Τα δημοτικά τραγούδια με μύησαν στη δύναμη του ποιητικού λόγου, κι όταν αργότερα διάβασα τον Σεφέρη και τον Βρεττάκο κατάλαβα κατανόησα καλύτερα τον ποιητικό λόγο του υπερρεαλισμού, μια και το δημοτικό τραγούδι χωρίς να το διατυμπανίζει, είχε ανοίξει τη συζήτηση για τη χρήση του συνειρμικού λόγου στην ποιητική γραφή.
Πέρα απ’ αυτά, ο Βιζυηνός, ο Κρυστάλλης, ο Καρυωτάκης, ο Παπαδιαμάντης, ο Μιχαήλ Μητσάκης, ο Ντοστογιέφσκι και ο Τολστόι, ο Μαγιακόφσκι, ο Τσίρκας, Ο Γιώργος Ιωάννου, ο Κουμανταρέας, ο Τόμας Μαν, ο Μπόρχες, γενικότερα οι Νοτιοαμερικανοί λογοτέχνες, ο Μελβίλ, Ο Άρης Αλεξάνδρου, ο Ρίτσος και ο Ελύτης, ο Μάριος Χάκκας και ο Γιάννης Σκαρίμπας και πολλοί άλλοι, πρωτίστως κλασικοί. Αλλά είναι και τα επιστημονικά βιβλία για τη λαογραφία και την ανθρωπολογία. Οφείλω, ωστόσο, να ομολογήσω το χρέος μου στους λαϊκούς ανθρώπους που συνομίλησα για τις ανάγκες των ερευνών μου ή διάβασα σε μονογραφίες τοπικών ιστοριοδιφών, που με βοήθησαν να κατανοήσω την πολλαπλότητα των φωνών που υπάρχουν σε μια κοινωνία.
Πώς αυτό μεταπλάθεται, αξιοποιείται, εντοπίζεται στην τέχνη σας;
Πρώτα απ’ όλα, ο συγγραφέας είναι η αναγνωστική του εμπειρία. Θα υιοθετήσω την άποψη του Μπόρχες. Σε μεγάλο βαθμό, τα διαβάσματά μου δεν έχουν μια συνεκτικότητα. Δεν διάβαζα βιβλία, με άλλα λόγια, που να ανήκουν σε μια συγκεκριμένη συγγραφική αντίληψη. Στην αρχή, γιατί δεν υπήρχε ούτε η γνώση ούτε η οικονομική δυνατότητα, οπότε το τι διάβαζα εξαρτιόταν από τι βιβλία εύρισκα. Στη συνέχεια, είχα ως βασική αρχή, και στην επιστήμη, ότι οι θεωρίες αποτελούν μέσο για κατανόηση και όχι για άσκηση καταναγκασμού και αυτοεγκλεισμού της συγγραφικής δράσης σε συνταγές. Γι’ αυτό και θεωρώ τις λογοτεχνικές ταξινομήσεις συμβατικά εργαλεία της κριτικογραφίας και όχι αφετηρία για την ανάπτυξη του λογοτεχνικού μύθου. Αργότερα, τα διαβάσματά μου έχουν επηρεαστεί από την ανατρεπτική, μικρότερη ή μεγαλύτερη, στη ζωή και στον τρόπο γραφή.
Όλα αυτά, βεβαίως, διαχέονται στη γραφή μου. Είναι ορατά τα στοιχεία αυτά στα μυθιστορήματά μου αλλά και τα διηγήματα. Είναι έντονη η εμπειρία ζωής και και η βιωμένη ανάγνωση. Το τελευταίο μου δε μυθιστόρημα (Οδός Οφθαλμιατρείου) έχει όλα αυτά τα γνωρίσματα, όπου συνυπάρχουν αντιφατικά αναγνώσματα με μια διαφορετική οπτική στην προσέγγιση γνωστής θεματολογίας.
Και το γύρω περιβάλλον σας στενότερο ή ευρύτερο; Ποιο ρόλο έπαιξε ή διαδραματίζει;
Το ένα που επηρεάζει κάποιον λογοτέχνη είναι η βιωματική του ανάγνωση. Οι συγγραφείς που έβαλε στη ζωή του. Το πρώτο και καθοριστικό στάδιο, που επιτρέπει στην αναγνωστική εμπειρία να παρέμβει, είναι η προσωπική εμπειρία, η οικογένεια και το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε, οι εικόνες και οι μυρουδιές που γνώρισε, οι λέξεις που έμαθε, οι χαρακτήρες που γνώρισε, οι σπουδές του και η επαγγελματική δραστηριότητα, οι φίλοι και οι δικοί του άνθρωποι, τα ταξίδια που έκανε. Ο λογοτέχνης, ακόμη κι όταν αυτοαπομονώνεται, δεν είναι μόνος του. Αντλεί εικόνες, λέξεις, εμπειρίες, υλικό που είναι αναγκαίο για τη δημιουργία του. Ο τρόπος που μεγάλωσε ο λογοτέχνης, αυτό που αποκαλούμε περιβάλλον, είναι το φορτίο του, αυτό που καθορίζει και οριοθετεί τη θεματολογία του, ανεξάρτητα από τις εκφραστικές μορφές που χρησιμοποιεί. Αρκεί το παράδειγμα των μπίτνικς, ο Τζακ Κέρουακ έκανε τέχνη σημαντική όλα όσα ήταν.
Αγαπημένο άκουσμα (ιστορία-τραγούδι-φράση);
Δέκα μέτρα κι ένα κόψε, μια αγαπημένη λαϊκή παροιμία που μιλάει για τον προγραμματισμό, για την προετοιμασία πριν από κάθε πράξη. Είναι μια φράση που προσπαθώ να εφαρμόσω στη ζωή μου. Ακόμη και στη λογοτεχνία, χωρίς αυτό να λειτουργεί δεσμευτικά στη δημιουργία, η οποία συχνά συντρίβει το λογοκρατικό υπόστρωμα.
Αγαπημένη εικόνα;
Πολλές. Ανθρώπινη εικόνα είναι η εγγονή μου, που μου υπενθυμίζει πως η ζωή, στην ουσία της, έχει μια αθωότητα, που είναι η πίστη στον άνθρωπο και στην αέναη επιστροφή της. Αν όμως μιλήσω για εικόνες που με εμπνέουν και με ηρεμούν είναι το μπαλκόνι του Αμβρακικού στην Πρέβεζα, η τοποθεσία «Νικόπολις», που μου επιτρέπει να καλοκαίρια να γίνομαι ένα με τη θάλασσα και να ταξιδεύω μαζί με τα ποντοπόρα πλοία. Αυτή η εικόνα συμπληρώνεται από το λιτό τοπίο στο Συρράκο. Είναι τα βουνά, που με συναριθμούν με όσους πέρασαν, νιώθω να είμαι ένα μόριο μιας μεγάλης ιστορικής και πολιτισμικής διαδρομής.
Αν δεν αναπνέατε με οξυγόνο, τι θα σας έδινε ζωή;
Το διάβασμα και συζήτηση με τους ανθρώπους που αγαπώ.
Αν έπρεπε να στερηθείτε κάτι που αγαπάτε πολύ τι θα ήταν αυτό;
Δυσκολεύουν τα πράγματα. Το διάβασμα, αρκεί να μου τα αφηγούνταν οι άλλοι που θα τα διάβαζαν για μένα.
Αγαπημένο: Όνομα; Λουλούδι; Γεύση; Μυρωδιά;
Φωτεινή.
Η πενήντα ετών τριανταφυλλιά της μάνας μου.
Σοκολάτα.
Η μυρουδιά του διψασμένου χώματος μετά από μπόρα.
Η πενήντα ετών τριανταφυλλιά της μάνας μου.
Σοκολάτα.
Η μυρουδιά του διψασμένου χώματος μετά από μπόρα.
Ένας κακός εφιάλτης;
Γενικά, δεν έχω εφιάλτες. Το μυαλό μου αποφεύγει να εγκλωβίζεται σε τέτοιες ατραπούς. Μια και το ζητάτε, θα έλεγα ένας τέτοιος εφιάλτης θα ήταν να πάθουν κάτι κακό οι αγαπημένοι μου. Πιο γενικά, εφιάλτης είναι η τύχη της χώρας με όσα έχουν συμβεί.
Ανησυχώ για τη νέα γενιά, για το μέλλον που τους περιμένει.
Ένας επόμενος στόχος στη ζωή σας, στην πορεία σας;
Πρώτα απ’ όλα, ο βασικός στόχος είναι η υγειά μου, των δικών μου, όλων. Μετά από ζήσαμε με την καραντίνα και τον κορονοϊό, οφείλουμε να αναθεωρήσουμε τα πράγματα που έχουν βαρύνουσα σημασία στη ζωή μας. Από τη μια στιγμή στην άλλη, ανατράπηκαν όλοι οι σχεδιασμοί, νέκρωσε κάθε δραστηριότητα, εμφυλοχώρησε ο φόβος και η αγωνία για το μέλλον. Πρώτος στόχος, η υγεία, η πνευματική διαύγεια και εφ’ όσον όλα έχουν καλώς, τα υπόλοιπα θα έλθουν. Νωρίτερα ή αργότερα.
Σας δίνω πέντε λέξεις, σας παρακαλώ κάντε μου ένα μικροδιήγημα σε 43 ακριβώς λέξεις, αυτοβιογραφικό ή μη: θεός, ομπρέλα, μονοπάτι, χρόνος και πέτρα.
Η πόρτα ορθάνοιχτη, την κλείδωσε φεύγοντας. Ο χρόνος πάγωσε. Όλα αναποδογυρισμένα, η αγωνία του εισβολέα να βρει κομπόδεμα. Θεέ μου! Στο φως της λάμπας τα χόρτα έστρωσαν το μονοπάτι της διαφυγής. Επιστρέφει. Την περιμένει η ομπρέλα του Λονδίνου και η πέτρα της ενοχής.
Σας ευχαριστώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου