Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος, O Λάμποβος της Παραμυθιάς, efsyn, 15 Οκτωβρίου 2024

 

Αρχινάει στα Τρίκαλα, Λιάκο μ’, το παζάρι». Αυτά τραγουδάει η Λιζέτα Νικολάου, που μεταφέρει ήχους και λέξεις, γεύσεις και εικόνες μιας άλλης εποχής. Τότε που η ύπαιθρος περίμενε το ετήσιο παζάρι να πουλήσει σκουτιά και αγροτικά προϊόντα, αλλά, κυρίως, να γευτεί, να ψαύσει έναν άλλο τρόπο ζωής. Εκείνον της πόλης. Να χορτάσουν τα μάτια τους με εικόνες ανέγνωρες. Να σπάσουν τη μονοτονία της υπαίθρου απολαμβάνοντας έναν ξένο τρόπο ζωής. Αλλες γεύσεις και θεάματα, άλλα χρώματα. Γόβες, φούστα παρδαλή, γιορντάνι. Αλλά και να δει την Γκόλφω και τον Αράπη. Ο Γιάννης Μαρκόπουλος με τη μουσική του, κυρίως ο Κώστας Βίρβος σκιτσάρει τον κόσμο της υπαίθρου, τις επιθυμίες του, τις ανάγκες του.

Στην εποχή μας δεν θα μπορούσε να γραφτεί ένα τέτοιο τραγούδι. Οι πολίτες της χώρας, όπου και αν ζουν, βλέπουν τα ίδια θεάματα, αγοράζουν τα ίδια πράγματα, καθώς το shopping online αλλά και τα πολυκαταστήματα έχουν αντικαταστήσει, σε καθημερινή βάση, το ετήσιο παζάρι.

Δεν κίνησα για τα Τρίκαλα, ή τα Φάρσαλα, όπου γίνονται, παλαιόθεν, σπουδαία παζάρια. Στόχος μου ήταν το παζάρι της Παραμυθιάς, γνωστό ως Λάμποβος, ιστορική ένδειξη των μετακινήσεων πληθυσμών όταν δεν υπήρχαν τα σύνορα όπως τα ξέρουμε σήμερα.

Η πόλη είναι βαθιά ριζωμένη στην ιστορία και την ανθρωπογεωγραφία. Μοιάζει να ιππεύει το σαμάρι του όρους Γκορίλα, που έχει υψώσει προστατευτικό περιτείχισμα στην πλάτη της. Περπατώντας στους κεντρικούς δρόμους, έχεις την εντύπωση ότι ακούς τις λαλιές των Τζαβελλαίων και των άλλων οπλαρχηγών. Θα επισκέπτονταν τον Λάμποβο, στις αρχές Οκτωβρίου, «όπου ικανά κτήνη και εδώδιμα πωλούνται» (Αραβαντινός, 1857). Οι Σουλιώτες, αρματωμένοι, θα κατέβαιναν στην Παραμυθιά, να ψωνίσουν για τον χειμώνα. Αλλά και να ενισχύσουν τους δεσμούς τους με τους προκρίτους.

Η πόλη έχει φορέσει τα καλά της. Ζει για τον Λάμποβο. Για δέκα ημέρες η Παραμυθιά επιστρέφει στο παρελθόν. Τότε που ήταν το κέντρο της περιοχής. Που η αγορά της εξυπηρετούσε τους κτηνοτρόφους και τους γεωργούς. Οι νέοι δρόμοι, η θάλασσα, το λιμάνι της Ηγουμενίτσας της στέρησαν την πρωτεύουσα θέση. Ομως, στον κόρφο της κρατάει ακόμη τα εμβλήματα ενός ακμάζοντος παρελθόντος.

Ο Λάμποβος είναι η μεγάλη, λαϊκή γιορτή. Κινητοποιούνται όλοι/ες. Παντού στήνονται πρόχειρες ψησταριές. Η τσίκνα από τα κρέατα απλώνεται στην ατμόσφαιρα, στοχεύοντας στη διέγερση της επιθυμίας. Τουριστικά λεωφορεία ξεφορτώνουν ημερήσιους επισκέπτες. Γυναίκες και άντρες επιστρέφουν με τσάντες γεμάτες. Ο κεντρικός δρόμος θυμίζει παλιό νυφοπάζαρο. Ο διάδρομος ανάμεσα στα πρόχειρα καταστήματα δυσκολοδιάβατος από την πολυκοσμία. Ανάμεσά τους μαθητές/τριες από τα τοπικά σχολεία.

Οι εποχές άλλαξαν. Η ανάγκη, όμως, για συμμετοχή σε μια γιορτή παραμένει ισχυρή. Το ίδιο και η επιθυμία των ντόπιων να διεκδικήσουν μια θέση στην οικονομική γεωγραφία.

 

Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος, Το παγκάκι, EFSYN, 8 Οκτωβρίου 2024

 

Οκτώβριος. Ανακουφιστική η πτώση της θερμοκρασίας. Είναι η μόνη πτώση που δεν προκαλεί αμηχανία. Τα φύλλα των δέντρων γέμισαν την πλακόστρωση. Ο γύρω χώρος μοιάζει με χαλί φτιαγμένο από φύλλα πλατάνου. Προκλητικό το θέαμα, μου ’ρχεται να ξαπλώσω πάνω του, να σκεπαστώ με το χαλί, να πέσω σε χειμερία νάρκη, να χωθώ στην αγκαλιά της φύσης. Με προλαβαίνει ένα κατάξανθο αγγελούδι, με τα μακριά μαλλιά του, ήταν δεν ήταν τεσσάρων χρόνων. Τα δόντια αραιωμένα, η γλώσσα να πέφτει στη λακκούβα, τα φωνήεντα να βγαίνουν πατημένα. Μαμά, έλα κι εσύ να ξαπλώσουμε. Αλλη φορά, της κάνει νόημα η μητέρα απορροφημένη από τη συνομιλία στο κινητό.

Στο διπλανό παγκάκι ένα ζευγάρι που νιώθει την εποχή να την έχει κάνει εσάρπα. Εχουν περάσει τα χρόνια, το απόγευμα ζεστό, ο ήλιος που γέρνει κρατάει τις τελευταίες αχτίδες γι’ αυτό το παγκάκι, γι’ αυτό το ζευγάρι, το λούζει στο φως του που ζεσταίνει τα κόκαλα. «Σταθμός Πελοποννήσου /κι απομεσήμερο του Πάσχα σε παγκάκι/μόνον εσύ κι εγώ καθόμαστε, μητέρα». Σαν να ακούω τη φωνή του Γιάννη Βαρβέρη, που συνομιλεί με τη μάνα του («Εσπερινός της Αγάπης»).

Το ζευγάρι σε αρκετά ώριμη ηλικία, η γυναίκα ακουμπά το κατάλευκο κεφάλι στον αντρικό ώμο, που την έχει αγκαλιάσει με το αριστερό, τρεμάμενο χέρι του. Απλώνει τη δεξιά παλάμη του, να εμποδίσει τον ήλιο να της προκαλέσει δυσφορία. Γυρίζει εκείνη, ακουμπά τα χείλη της στο πέτο του σακακιού. Γέρνουν και οι δύο στην πλάτη του παγκακιού. Κλείνουν τα μάτια. Ο ήλιος περιλούζει το ξύλινο παγκάκι, φαίνεται να φτιάχνεται ένας φωτοστέφανος από την αντανάκλαση των ηλιαχτίδων στο φρεσκοβαμμένο παγκάκι. Κάθομαι δίπλα, να δανειστώ μια σταλιά από την αγάπη τους. Με δυσκολία μετακινούνται, να μου κάνουν χώρο. Αλαφιάζομαι. Νιώθω ιερόσυλος.

Σηκώνομαι όρθιος, βιαστικά απομακρύνομαι. Σαν να με κυνηγούν ερινύες. Διασχίζω τους πολύβοους δρόμους. Λαχανιασμένος, πλην ανακουφισμένος, κάθομαι σ’ ένα παγκάκι. Με σήκωσε το οργιό. Μάρμαρο η βάση, κούρμπα οι άκρες. Απλώνω το κορμί μου προς τα πίσω να ξεκουραστώ, να απολαύσω τον καφέ που αγόρασα σε πλαστικό. Νιώθω τον καφέ να περιχύνεται στα ρούχα, τσίριξα από την κάψα. Το κεφάλι μου ευτυχώς δεν χτύπησε στον κόθρο του τσιμέντου, ευτυχώς κάποιοι είχαν αφήσει μια πλαστική σακούλα με ό,τι περίσσεψε από το απογευματινό τους.

Σκέφτομαι να γράψω γράμμα στους δημάρχους. Να μιλήσει ένα παγκάκι ξύλινο. Με πλάτη βεβαίως. Να τους ρωτήσει γιατί κυνηγάνε τους μοναχικούς, τους ερωτευμένους, τους αδύναμους, τους φτωχούς, τους απελπισμένους. Ολους εκείνους που θέλουν να ξαποστάσουν. Που δεν έχουν χρήματα να καθίσουν στο καφέ. Γιατί βάζουν παγκάκια χωρίς πλάτη;

Κάθομαι σ’ ένα παλιό παγκάκι. Δίπλα μου μια καρδιά, το σχήμα ξεφτισμένο.

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος, Ο γερασμένος κόσμος μας, EFSYN, 1 Οκτωβρίου 2024

 

«Προσπαθώ να πω τα πράγματα/με τ’ όνομά τους/και κάθε τόσο συναντώ/καινούργιες δυσκολίες» («Η βία», Τίτος Πατρίκιος). Η δεύτερη ημέρα του Οκτωβρίου είναι αφιερωμένη στη μη βία. Πρόκειται για μία από τις εκατοντάδες επετειακές ημέρες που προκαλούν αμηχανία. Γιατί οι αφιερωματικές ημέρες λειτουργούν ως αντιδομή, για να χρησιμοποιήσω αυτόν τον κλασικό όρο.

Είναι, με άλλα λόγια, βαλβίδες εκτόνωσης και μεγαλόστομων διακηρύξεων για όσους κυβερνούν τον πλανήτη ή έχουν την ευθύνη της ασφάλειας. Λόγια κενά περιεχομένου που χαϊδεύουν τα αυτιά. Λόγια που εξατμίζονται την επόμενη ημέρα. Μια άλλη επέτειος θα αντικαταστήσει την απελθούσα.

Εχει δίκιο ο ποιητής. Πώς μπορεί να μιλήσει κάποιος γι’αυτό που συμβαίνει. Για την καθολική βία. Ολος ο κόσμος είναι ένα καζάνι που βράζει. Κάθε τόσο το καζάνι κοχλάζει και ξεπετάγεται ο ζεματισμένος ατμός της βίας που προκαλεί κοινωνικά εγκαύματα. Η βία είναι η μαμή της Ιστορίας, λεγόταν παλιότερα. Ο ποιητής δυσκολεύεται να την ορίσει, δεν προσφεύγει σε εύκολα σχήματα. Το βέβαιο είναι πως η βία ενθαρρύνεται από πολλούς, σε όλο τον κόσμο. Που προσδοκούν σε οφέλη.

Τι συμβαίνει, όμως, με τη βία των εφήβων; Πώς να οριστεί; Πώς να πεις τα πράγματα με το όνομά τους; Αρκεί η μεταφορά της συζήτησης στον ψυχικό κόσμο των παιδιών; Η Οπυ Ζούνη, η σπουδαία εικαστικός, προτείνει τη δική της στάση. Τι να αφήσεις σ’ έναν γερασμένο κόσμο; αναρωτιέται. Μόνο αισιοδοξία μέσα στην ακατάσχετη βία, προσθέτει. Και την πιο απελπιστική, τη νεανική βία. Τι κόσμο χτίζουμε, που δεν μπορούμε ακόμα να κατευθύνουμε τη νεανική ενέργεια σε θετικούς στόχους;

Μια φωνή που στοχεύει στην καρδιά της γερασμένης κοινωνίας μας. Που πιστεύει πως η μποτοξοποίηση του προσώπου της μπορεί να την ξανανιώσει. Τακτική στρουθοκαμήλου. Βάζει το κεφάλι στην άμμο ζώντας με ψευδαισθήσεις. Τι κόσμο χτίζουμε για τις νέες γενιές; Αρκεί να γινόμαστε κήνσορες δημοσιογράφοι, πολιτικοί και πολιτευτές; Η βία υπάρχει παντού, γίνεται πρότυπο συμπεριφοράς. Ο δημόσιος λόγος παράγει βία. Λόγος τοξικός. Οι πρώην φίλοι, σύντροφοι και σύμμαχοι γίνονται προδότες. Μισιούνται. Και δεν εξαιρείται κανένας. Οι έφηβοι εσωτερικεύουν τη βία, τον επιθετικό λόγο ως τη μόνη λύση. Δεν καλλιεργείται η ανεκτικότητα. Ο διάλογος εξοστρακίζεται. Η εξόντωση του αντιπάλου, ο μόνος στόχος.

Τρομάζει η βία των εφήβων. Μας θυμίζει πως οι ανθρώπινες κοινωνίες οπισθοχωρούν. Οσο και αν νομίζουν πως προοδεύουν. Οι έφηβοι ζητάνε να ακουστούν. Ενα μεγάλο ποσοστό γονέων τροφοδοτεί τη βία των παιδιών. Με την απουσία τους. Πολλοί γονείς εξελίσσονται σε τρομοκράτες στα σχολεία. Η ανεξέλεγκτη παροχή υλικών αγαθών μπορεί να μακιγιάρει την ευθύνη τους. Οι συνεπείς εκπαιδευτικοί σιωπούν για να μη βρουν τον μπελά τους.

Γερασμένος ο κόσμος μας... Διορθώνεται με τιμωρίες; Αβέβαιο.

 

Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος, Ανταλλαγή, EΦSYN, 24 ΣΕΠΤΕΜΒΡΊΟΥ 2024

 

Δίνω κάτι σε κάποιον/α άλλον/η και σε αντιστάθμισμα παίρνω κάτι ισοβαρούς ποσότητας ή αξίας.

Στο παρελθόν, τότε που οι κοινωνίες δεν είχαν αναπτύξει χρηματοοικονομικό σύστημα, οι ανταλλαγές ήταν βασικός δίαυλος για την οργάνωση των οικονομικών δραστηριοτήτων. Είχαν διαμορφώσει οι κοινωνίες ένα αξιακό σύστημα ανταλλαγών, που εξαρτιόταν από τη διαθεσιμότητα των προϊόντων, την ποσοτική επάρκεια, το διατροφικό και πολιτισμικό σύστημα.

Η ανταλλαγή ως προσπάθεια αποτύπωσης των κοινωνικών και οικονομικών ισοδύναμων αποτυπώνεται στα γαμήλια συμβόλαια αλλά και στις απαγωγές - όχι μόνο στο παρελθόν. Ο γάμος στηριζόταν στην ανταλλαγή ανθρώπινου δυναμικού με ισοδύναμο υλικά αγαθά (κτηματική και ζωική περιουσία, προικιά και χρήματα αργότερα). Η μια μεριά έδινε ή πρότεινε τη σύναψη γάμου ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα και η άλλη καθόριζε το αντιγύρισμα. Με άλλα λόγια, όριζε την ισοδυναμία των προσφορών με βάση τις ικανότητες των νέων και το κοινωνικό κύρος της οικογένειας.

Ανταλλαγή ήταν και η αλληλεγγύη που εμφανιζόταν ως εθιμικό δίκαιο στις αγροτικές εργασίες. Τα μέλη των νοικοκυριών ανταποκρίνονταν στο αίτημα για βοήθεια σε διάφορες εργασίες (καρποσυλλογή, κούρεμα αιγοπροβάτων, θερισμός), με τη βεβαιότητα ότι αυτή η προσφορά εθελοντικής εργασίας θα επιστρεφόταν σε αντίστοιχη ανάγκη.

Αυτή η λογική βρίσκεται στη βάση ενός μέρους του εθελοντισμού. Σε πολλά πανεπιστήμια ενισχύεται ο εθελοντισμός, του οποίου η πιστοποίηση μεταφράζεται σε ισχυρό στοιχείο του βιογραφικού ενόψει της διεκδίκησης επαγγελματικού και επιστημονικού ρόλου.

Η ανταλλαγή, επίσης, γίνεται ρυθμιστικός παράγοντας στη διεθνή πολιτική. Εκδηλώνεται στην Ευρωπαϊκή Ενωση, στην οποία οι ψηφοφορίες και τελικές συμφωνίες δεν υπακούν στο δίκαιο και την ανάγκη των πολιτών. Προηγούνται συζητήσεις και ανταλλαγές κάθε είδους.

Σ’ αυτή τη λογική γίνονται οι συνθήκες για την ειρήνη ύστερα από κάποια πολεμική σύγκρουση - ή κατά τη διάρκειά της. Αλλάζουν οι συσχετισμοί και μεταβάλλονται παροχές και αντιπαροχές. Πρόσφατο είναι το παράδειγμα του 1922, του οποίου η ιστορική κατάληξη οφείλεται και στη διαφοροποίηση των συμμαχιών, συνεπώς και των προσδοκώμενων αντιγυρισμάτων.

Φέτος συμπληρώνονται εκατό χρόνια από μια ανταλλαγή πληθυσμών. Οι χριστιανοί κάτοικοι της Μικρασίας αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το βιος τους, στην Καππαδοκία και αλλαχού. Το ίδιο και οι περισσότεροι μουσουλμάνοι που ζούσαν στην Ελλάδα. Η αντιπαροχή ήταν η πίστη της διεθνούς κοινότητας σ’ έναν κόσμο ομοιογενή.

Για τους ανταλλασσόμενους η αντιπαροχή ήταν η αβεβαιότητα. Η απαξίωση συχνά, ο ρατσισμός και ο αγώνας για να στήσουν νοικοκυριό εξαρχής. Εχουν γραφτεί πολλά. Και ειπώθηκαν στην εκδήλωση που οργάνωσαν οι Μικρασιάτες στο Νέο ψυχικό. Με νοσταλγία για τα πατρογονικά, χωρίς μισαλλοδοξία. Σαν τον Τουρκογιαννιώτη στη Σινασό. Είχε πάντα ένα πουγκί με λίρες πάνω του. Για να είναι έτοιμος όταν έρθει η ώρα της επιστροφής στην πατρίδα του. Ονειρα που θέρμαιναν την αξενία.

 

Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος, Χρυσό μου, my bonus, EFSYN, 17 ΣΕΠΤΕΜΒΡΊΟΥ 2024

 

Χρυσό μου, my bonus

 ΤΡΙΤΗ ΜΑΤΙΑ

               Print

Ηταν μια φορά κι έναν καιρό οι ΔΕΚΟ. Ηγουν, Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμοί. Δημιουργήθηκαν για να υπηρετήσουν τους πολίτες. Είν’ αλήθεια πως οι πολιτευτές και η εγγενής πελατειακή λειτουργία της πολιτικής στη χώρα φόρτωσαν πολλά σουσούμια σ’ αυτές τις επιχειρήσεις (ΔΕΗ, ΙΚΑ, Ολυμπιακή κ.λπ.), σε σημείο που εξελίχθηκαν σε γρανάζι ενοχλητικό για την αντιμετώπιση αρκετών ζητημάτων.

Τα χρόνια πέρασαν, είχαμε την επέλαση του νέου θεού στην οικονομία και την κοινωνία. Η ιδιωτικοποίηση έγινε ο μητροπολιτικός ναός μας. Παντού. Κι έτσι αυτές οι επιχειρήσεις, μαζί με τις τράπεζες, σταδιακά απέκτησαν τη μορφή του εφιάλτη για τους πολίτες. Αυξήσεις επί αυξήσεων, στο όνομα του εξορθολογισμού και της εξυγίανσης.

Ο νέος θεός αντιμετώπισε τους πολίτες ως υποζύγια. Κι άρχισε να φορτώνει στις πλάτες τους ό,τι σκεφτόταν. Δάνεια ανεπίστροφα και αναθέσεις σε όσους είναι μέλη αυτής της οικονομικής αίρεσης. Οι πολίτες θυμίζουν τους συμπαθείς ημιόνους στους τουριστικούς προορισμούς. Που ανέχονται αδιαμαρτύρητα το αβάσταχτο βάρος. Η κούραση δεν τους αφήνει να αντιδράσουν. Ξέχασαν να κλοτσάνε. Αποδέχτηκαν αυτό που τους έβαλαν στον νου τα αφεντικά, οι πλεονέκτες άνθρωποι. Που ξέχασαν τα όρια και την ανάγκη της έγνοιας για όλους.

Η νέα οικονομική και κοινωνική «θρησκεία» έχει, όμως, ανάγκη από «επισκόπους» των νέων ηθών. Από ηγέτες που δεν θα νοιάζονται για τους πολίτες και την κοινωνική συνοχή. Αλλά για την επικράτηση του νέου δόγματος. Την αποδοχή του ως της μόνης και δυνατής επιλογής. Οι πολίτες υπάρχουν ως υποζύγια που αυξάνουν το εθνικό εισόδημα. Και περιορίζονται στον ημερήσιο ή μηνιαίο σανό τους.

Μια κυνική έκφραση αυτής της αντίληψης είναι ό,τι συμβαίνει στις πρώην δημόσιες επιχειρήσεις και τις τράπεζες. Μηδέν επιτόκιο στους καταθέτες. Την ίδια στιγμή μηχανεύονται τρόπους να ρευστοποιήσουν τις μικροκαταθέσεις σε ομόλογα και διάφορα άλλα, παρουσιάζοντάς τα ως αγαθές υπηρεσίες. Πάλι η ακόρεστη δίψα για οικονομική αφυδάτωση των ανίσχυρων. Ο «ναός» να είναι καλά.

Οι νέοι «επίσκοποι», που ονομάζονται πλέον γκόλντεν μπόις (εις την ελληνικήν χρυσά αγόρια), τριβελίζουν τον εγκέφαλό τους πώς θα βάλουν το χέρι στις τσέπες των πολιτών. Να πάρουν και το τελευταίο σεντ.

Τέτοια περίπτωση είναι και η ΔΕΗ. Ταλαιπώρησαν οι «επίσκοποι» το μυαλό τους να βρουν τρόπους να παγιδέψουν τον κόσμο. Τιμολόγια χρωματιστά, που έμοιαζαν περισσότερο με παρέλαση καρναβαλικών οχημάτων. Καθένα από αυτά και διαφορετικό χρώμα. Η πρόθεση η ίδια. Οι πολίτες να νιώσουν αδύναμοι. Τουλάχιστον ο καρνάβαλος μεταμφιέζεται για να διασκεδάσει.

Σε αυτό το κλίμα της απόγνωσης, τα γκόλντεν μπόις υπηρετούν δύο θεούς. Τη νέα θρησκεία που τους τοποθετεί στη θέση. Αλλά και τον εαυτό τους. Οι πλουσιοπάροχες αμοιβές είναι το αντίτιμο των υπηρεσιών που προσφέρουν. Το χρυσοφόρο μπόνους είναι ο δικός τους θεός. Ενας ισχυρός ερωτικός δεσμός.

Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος, Σ’ αφήνω την καλοχρονιά, EFSYN, 3 Σεπτεμβρίου 2024

 Σ’αφήνω την καλονυχτιά, αγάπη μου γραμμένη, τραγουδάει με ηδυπαθή φωνή ο τραγουδιστής. Στην αυτοσχέδια πίστα χορεύουν μια σειρά άντρες και τρεις επάλληλες σειρές με γυναίκες. Ακολουθούν τα ίχνη των προγόνων τους. Ο τρόπος που χόρευαν στην Πίνδο μεταφυτεύτηκε στον κάμπο. Με κάποια προσομοίωση, καθώς η πλήρης επιτυχία της μεταφύτευσης είναι σχεδόν αδύνατη.

Ανακατεμένες οι γενιές. Η πρώτη σχεδόν έχει αποχωρήσει από τη ζωή. Στον χορό η δεύτερη γενιά και τα παιδιά, αλλά και τα εγγόνια και τα δισέγγονα. Ολοι έχουν αίσθηση αυτού που γίνεται. Συμμετέχουν σε κοινωνία του παρελθόντος με νέους όρους. Χωρίς κάποιος να τους επιβάλλει τη συμπεριφορά. Χωρίς εξαλλοσύνες και ακρότητες. Με επίγνωση της ανάγκης να ακονίσουν τους δεσμούς τους με αυτό που λοιδορήθηκε. Απαξιώθηκε.

Επιστροφή στη μήτρα μου. Εκεί που άκουσα τις πρώτες λέξεις στα ελληνικά. Στην γκορτσιά που διεκδικούσε να κόψει την πείνα. Εκεί που οι πέτρες, κάθε εκατοστό, θυμίζουν τις πληγές στα γόνατα, τα παιχνίδια.

Ελαιώνας. Οι νύχτες είναι βάσανο γι’ αυτούς που αγαπούνε/ το έχουν όλοι μυστικό και δεν το μαρτυρούνε. Συνεχίζει το τραγούδι. Ναι, οι νύχτες που ακολούθησαν ήταν βασανιστικές γι’ αυτούς που κούρνιασαν στα κράσπεδα της πόλης, προσπαθώντας να φορέσουν τη μάσκα της μεταμφίεσης Να μοιάσουν στους άλλους. Να αλλάξουν το δέρμα, τον πολιτισμό. Να ξεχάσουν τα πανηγύρια τους. Να βρίσκουν την ψυχή τους σε υπόγεια διασκεδαστήρια των πόλεων, όπου συναντούσαν τους δικούς ήχους, τα δικά τους χούγια. Να στήσουν δικά τους πανηγύρια στον κάμπο. Πέρα από τον ευτελισμό και του στίχου και του ήχου.

Ελαιώνας. Ορθιες παρακολουθούσαν οι σκιές μας. Αυτοί που έστησαν τις καλύβες σε όχτους. Με την ελπίδα να βάλουν ένα κεραμίδι στον ύπνο τους. Μια χάρη κυρά μου σου ζητώ και να με συμπαθήσεις, το παραθύρι τ’ ακρινό απόψε μην το κλείσεις. Η προσήλωση στο πανηγύρι θεωρήθηκε απολίθωμα μιας άλλης εποχής. Ενα άδειο ρούχο που θα σαρωθεί από τα καινούργια ήθη. Και μπροστά, οδηγούσαν τον οδοστρωτήρα της ισοπέδωσης επιστήμονες που μαϊμούδιζαν. Που γέμισαν το τσερβέλο τους με πολλά γράμματα. Δεν μπόρεσαν να ανοίξουν την ψυχή. Να δουν πως η ζωή είναι σαν το αυγοτάραχο. Με αντιφατικότητες. Οπου οι πόλοι δεν είναι ποτέ σαφείς. Εισχωρεί ο ένας στον άλλο.

Ελαιώνας. Στην Πρέβεζα. Παιδιά της εποχής τους, στην αμφίεση, στον λόγο, στη γλώσσα του σώματος. Παιδιά με πολλαπλές εμπειρίες και ανησυχίες. Δίχως εσωστρέφεια. Δεν στρέφονται στα πανηγύρια για να αποφύγουν τον χορευτικό και μουσικό πολιτισμό της καθημερινότητάς τους. Δεν συμμετέχουν για να διασκεδάσουν τον χρόνο τους. Αναζητούν την πολιτισμική και κοινωνική ισορροπία. Τη συλλογικότητα. Να προσθέσουν στο μέλλον το αίσθημα μιας γόνιμης συλλογικότητας.