Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2025

Ευάγγελος Αυδίκος, Οι κλαπαδόρες του Καλομοίρη, EFSYN, 7 Iανουαρίου 2025



Ο Καλομοίρης είναι σεβαστός κλασικός μουσουργός που τόλμησε να εντάξει μοτίβα από το δημοτικό τραγούδι και τις λαϊκές παραδόσεις στη σύνθεση έργων της κλασικής μουσικής. Στη δεύτερη δεκαετία του εικοστού αιώνα συνέθεσε δύο όπερες (Πρωτομάστορας, Το δαχτυλίδι της μάνας).

Ο Καλομοίρης ευτύχησε να χαρακτηριστεί ιδρυτής Εθνικής Μουσικής Σχολής και αυτό χάρη στην άντληση θεματολογίας από τον χώρο του λαϊκού πολιτισμού. Ωστόσο, τα δύο πρώτα έργα του πυροδότησαν την οργή του Φώτου Πολίτη, ενός ικανότατου κριτικού, γιου του ιδρυτή της ελληνικής Λαογραφίας, του Νικολάου Πολίτη. Εγραψε ένα άρθρο στην εφημερίδα «Νέα Ελλάς» (1918), με το οποίο καταχέριαζε την επιλογή του Καλομοίρη να κάνει μούσα του το δημοτικό τραγούδι. Του κακοφάνηκε ο ενθουσιασμός του κόσμου που παρακολουθούσε κάποια εκδήλωση με κάλαντα, στην οποία μαέστρος ήταν ο μουσουργός. Εξανίσταται ο κριτικός επισημαίνοντας ότι «ο κοσμάκης ενθουσιάζεται με τα μέρη εκείνα, που συμφωνούνε τέλεια με το βάρβαρο μουσικό αίσθημά του».

Ο Καλομοίρης επικρίνεται για σύμπλευση με το βάρβαρο μουσικό αίσθημα ενός κόσμου που καλά είναι να ασχοληθεί με τα δικά του. Δεν μπορούν όλα αυτά να συγκινούν και τους υπόλοιπους, τους αστούς, που έχουν άλλα ενδιαφέροντα. Εξ αυτού οι δημιουργίες του μουσουργού χαρακτηρίζονται «κλαπαδόρες». Η λέξη προέρχεται από το ομώνυμο μουσικό όργανο σε φιλαρμονικές. Στην περίπτωση του Καλομοίρη ο Φώτος Πολίτης τού προσδίδει μειωτική διάσταση. Είναι οι ηχηρές αερολογίες, τα ταρατατζούμ που διεγείρουν τα «βάρβαρα» μουσικά αισθήματα.

Ολα αυτά συνέβησαν έναν αιώνα πριν. Με αφορμή την ταινία «Υπάρχω» για τη ζωή του Στέλιου Καζαντζίδη επανέρχεται η απαξιωτική στάση για έναν πολιτισμό που εμπεριέχεται στα λαϊκά τραγούδια. Για τον λαϊκό πολιτισμό. Δεν προτίθεμαι να αξιολογήσω την ταινία. Είναι μια μυθοπλασία και ως τέτοια κρίνεται.

Αξιοσημείωτη όμως είναι η μαζική παρακολούθησή της. Γεμίζουν οι κινηματογράφοι και οι θεατές συμμετέχουν με τον δικό τους ενεργό τρόπο (χειροκροτήματα, τραγούδι). Αυτό ξάφνιασε πολλούς/ές. Οι αναλυτές σκέφτονται ερήμην της πραγματικότητας. Είχαν πιστέψει πως ξεμπέρδεψαν με αυτόν τον πολιτισμό. Που τον ταυτίζουν άλλοτε με βάρβαρο μουσικό αίσθημα κι άλλοτε με τη ματσίλα. Σκέφτονται και γράφουν κάποιοι βουλησιαρχικά. Παίρνουν τις επιθυμίες για πραγματικότητα.

Για πολλά χρόνια ο λαϊκός πολιτισμός θεωρήθηκε μη πολιτισμός. Ο κόσμος της υπαίθρου και των εργατικών συνοικιών αντιμετωπίστηκε ως στερούμενος τη δυνατότητα να δημιουργεί αισθητικές μορφές. Το είπανε για το ρεμπέτικό. Ωσπου αποθεώθηκαν οι δημιουργοί. Το φώναξαν για το δημοτικό τραγούδι. Μέχρι που πλέον αναγνωρίζεται αυτό ως υψηλή τέχνη.

Ο Καζαντζίδης υπήρξε γέννημα αυτού του πολιτισμού. Η συρροή στις αίθουσες νέων ανθρώπων είναι κι ένας δείκτης δυσφορίας για τα αισθήματα που λείπουν στους καιρούς μας. Γυρίζουν την πλάτη στον πολιτισμό των πλαστικών δημιουργιών.

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος, Μαγική λέξη, EFSYN, 4 Δεκεμβρίου 2024

 

Ο Δεκέμβριος, τα Χριστούγεννα, ο καινούργιος χρόνος ξαναστήνουν τις μαγεμένες πόλεις· τα χωριά, όποιο όνομα κι αν έχουν, που ανοίγουν μια φορά τον χρόνο αφήνοντας ελεύθερο το τζίνι από το μαγικό λυχνάρι. Οσο πιο μικρή η ηλικία, τόσο πιο μεγάλη η δόση της μαγείας που εγχέεται στον οργανισμό. Τη βλέπω όπως φανταζόμουνα τις μαγεμένες πόλεις, γράφει ο Τσέχος ποιητής Νέζβαλ («Η Πράγα με τα δάχτυλα από βροχή»). Αναφέρεται στη γενέθλια πόλη του.

Κάπως έτσι νιώθουν όλοι, ακόμη και οι μεγάλοι, αυτές τις μέρες. Κι όταν επικαλούνται την ανάγκη των παιδιών ή των εγγονών τους. Για να απαλλαγούν από τον σταυρόκομπο του ορθολογισμού τον υπόλοιπο καιρό. Το τζίνι ακούει ευκολότερα τις επιθυμίες, ιδίως των μικρών παιδιών, βγαίνει από το λυχνάρι και δίνει στις λέξεις δύναμη μαγική. Μπορούν να επιβάλουν τη θέλησή τους, να ανοίξουν οι ουρανοί των προσδοκιών.

Η λέξη μαγεία, πλέον, έχει δραπετεύσει από τα παραμύθια. Εγινε μέρος του λεξιλογίου της καθημερινότητας. Ολα γίνονται υπέροχα, εκπληκτικά και μαγικά. Κι έτσι οι λέξεις απομαγεύονται. Κρύβουν τη λιποταξία μας από τον κόσμο του μαγικού που δεν είναι για χόρταση. Ολοι ξέρουν πως στα παραμύθια η μαγεία διαρκεί όσο η αφήγηση. Μετά αποκαθίσταται η κανονικότητα. Η σκληρή πραγματικότητα. Δεν είναι για χόρταση η μαγεία. Είναι σαν το άρωμα σε μικρό μπουκάλι. Αρκεί μια σταγόνα, για να αλλάξει η διάθεση.

Ή και μια λέξη. Αυτό το κατάλαβε ο Καρίμ, ο αδελφός του Αλή Μπαμπά. Λαιμάργησε να σακιάζει χρυσάφι. Και ξέχασε τη μαγική λέξη που θα άνοιγε την πόρτα της σπηλιάς. Αυτό το παθαίνω συχνά με τις μαγικές λέξεις στις ποικίλες συσκευές (κινητό, τηλεόραση, υπολογιστή) αλλά και μύριους όσους λογαριασμούς (μέσεντζερ, φέισμπουκ, τραπεζικές κάρτες), ων ουκ έστιν αριθμός. Ξεχνάω το σύνθημα ή το παρασύνθημα που θα ανοίξει τη σπηλιά της τεχνολογίας. Και όταν αλλάζω τους κωδικούς, παθαίνω σαν τους κόμπους που δένονται σφιχτά και μετά δεν ξελύνονται. Θυμάμαι μια περίπτωση στην Αγγλία, σε καιρό που αυτά ήταν στην αρχή. Μου κλειδώθηκε η κάρτα κι εύρε γύρευε μετά.

Αυτό το αίσθημα της ασφυξίας διαχέεται τον τελευταίο καιρό. Οι λέξεις είναι δίσημες. Εύκολα απομαγεύονται. Χάνουν τη δύναμη κατανόησης. Τη δυνατότητα να ανοίγουν την πόρτα της συλλογικότητας. Εύκολα αποφορτίζονται. Και τότε οι παλιές λέξεις είναι η οριακή γραμμή για την έκλυση μίσους και δυσανεξίας. Απομαγεύονται οι ανθρώπινες, οι συντροφικές σχέσεις. Οι λέξεις γίνονται κουφάρια. Πουλιά που πετάνε τρομαγμένα, μακριά από εκεί που φώλιαζαν.

Η αντίστροφη μέτρηση άρχισε. Οι ημέρες της μαγείας πλησιάζουν. Δεν ξέρω πόσο εύκολο είναι να φωτίσουμε τη λέξη «αγάπη». Τη χρειαζόμαστε. Ως έγνοια για τους άλλους. Γιατί να μη στολίσουμε το χριστουγεννιάτικό μας δέντρο με τη λέξη αγάπη.

 

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος, Το κορίτσι με τα εσώρουχα, EFSYN, 5 Νοεμβρίου 2024

    Print

Μπήκε ξαφνικά στη ζωή μας. Αφορμή στάθηκε ο σωφρονιστικός έλεγχος της αστυνομίας στον τρόπο που η νεαρή φοιτήτρια φορούσε το χιτζάμπ, τη μουσουλμανική δηλαδή μαντίλα της. Στην Τεχεράνη, εκεί όπου παλιότερα άνθησαν η τέχνη και η επιστήμη. Ολα τα αυταρχικά καθεστώτα στοχεύουν στο σώμα, ιδίως το γυναικείο. Παλιότερα κατηγορούσαν το γυναικείο κορμί ως κατοικία διαβολικών απόψεων. Και γι’ αυτό το έκαιγαν. Ο Μεσαίωνας επέλεξε δραστικές λύσεις. Οι γυναίκες ήταν μάγισσες. Κουβαλούσαν ανατρεπτικές ιδέες.

Αργότερα, ο Πάγκαλος μέτραγε το μήκος της φούστας στους δρόμους της Αθήνας, που έγινε το μέτρο της γυναικείας ηθικής για τους κρατούντες. Στις μεταπολεμικές δεκαετίες το σώμα της γυναίκας έγινε εργαστήριο για ρήξη με τις παλιότερες αντιλήψεις, που προόριζαν τη γυναίκα για συγκεκριμένους ρόλους. Οι πρώτες φεμινίστριες έσχιζαν τα σουτιέν τους. Θεωρήθηκε μέσο αμφισβήτησης των ισχυόντων στερεοτύπων. Θέλουμε έναν άλλο κόσμο, έλεγαν με την πράξη τους, στον οποίο το γυναικείο σώμα δεν θα εγκλωβίζεται. Οπως επιτάσσουν οι παλιοί νόμοι και οι οικονόμοι τους.

Η Νοτιοκορεάτισσα Χαν Γκανγκ, κάτοχος του Νόμπελ Λογοτεχνίας για το 2024, σκιαγραφεί με εξαιρετικό τρόπο τα ήθη της κοινωνίας της στο μυθιστόρημά της «Η χορτοφάγος» (Καστανιώτης). Ενα βιβλίο που αφηγείται τη ρήξη της πρωταγωνίστριας με τον ρόλο που είχαν ράψει για τον εαυτό της όλοι οι άλλοι. Πρωταγωνιστεί το σώμα στην αντιστασιακή της πράξη. Το πληρώνει. Γνωρίζει τις συνέπειες. Ομως, αντιστέκεται. Μια μορφή του ξεσηκωμού της είναι η απόφασή της να μη φοράει σουτιέν. Πώς τόλμησε, όλοι αναρωτιούνται. Οι θηλές του στήθους προκλητικές κάτω από το ρούχο. Μια άλλη πρόταση για την ηθική.

Αυτή η εντύπωση έγινε φανερή στην Τεχεράνη. Η νεαρή αφαιρεί τα ρούχα της και μένει με τα εσώρουχά της. Θυμήθηκα φευγαλέα το βιβλίο «Το κορίτσι με τα σπίρτα». Μόνο που εκείνο ήταν αδύναμο. Πάλευε με τη φτώχεια της. Ετούτη στην πανεπιστημιούπολη φαίνεται δυνατή. Συνειδητοποιημένη. Δίπλα της συμφοιτήτριες αμήχανες, μέσα στο μαύρο χιτζάμπ της υποκριτικής ηθικής. Ακούγονται οι φωνές άλλων που βιντεοσκοπούν τη σκηνή. Παρακολουθούν τα δρώμενα από την ασφάλεια του ρόλου που τους έχουν αναθέσει.

Το κορίτσι με τα εσώρουχα. Μια θαρραλέα γυναίκα. Που προτάσσει το σώμα της στην ισοπεδωτική δύναμη του αυταρχισμού. Είναι το μόνο όπλο που της απομένει. Την παρακολουθώ να κάθεται και μετά να σηκώνεται όρθια, με σταυρωμένα χέρια. Να βηματίζει. Γνωρίζει τι την περιμένει. Αναμένει τη σύλληψή της από εκείνους που φοβούνται τη γυμνή αλήθεια. Είναι ήρεμη. Θυμάμαι το επεισόδιο στο Πεκίνο. Με τον Κινέζο που πρόταξε το κορμί του. Διαμαρτυρία για όσα έγιναν στην πλατεία εναντίον των φοιτητών.

Το κορίτσι με τα εσώρουχα. Ξεγύμνωσε την ηθική της υποκρισίας με την πράξη της.

 

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος, Η σκούπα του Αϊ-Σουλά, EFSYN, 22 Οκτωβρίου 2024

 

«Τη μέρα εξυπηρετεί, τη νύχτα δεσπόζει. Τι είναι;» Παλιότερα το παιχνίδι με τα αινίγματα ήταν αγαπημένη δραστηριότητα. Αφορούσε τους πάντες. Με τον τρόπο αυτό πετύχαιναν τρία πράγματα. Το ένα ήταν η συνοχή της ομάδας, καθώς όλοι συμμετείχαν σε μια ψυχαγωγική και γνωστική διαδικασία. Το δεύτερο αφορούσε την πατριδογνωσία. Το αίνιγμα αντλούσε υλικό από οικείες εικόνες, των οποίων η απάντηση υπονόμευσε τον κυρίαρχο ορθολογισμό. Το τρίτο είναι η καλλιέργεια μιας δυνατότητας απεγκλωβισμού από τον θετικισμό. Και όλα αυτά, χωρίς θεωρητικολογίες.

Η απάντηση σ’ αυτό το αίνιγμα είναι: η σκούπα. Στις μέρες μας το μυαλό των νεότερων θα πήγαινε στις ηλεκτρικές σκούπες, μικρές και μεγάλες. Ομως, ακόμη και σήμερα υπάρχει βιοτεχνία, ιδίως στη Νέα Βύσσα του Εβρου, που φτιάχνουν σκούπες – αλλά και αλλαχού. Στην καθαρεύουσα η σκούπα είναι γνωστή με την ονομασία «σάρωθρον». Κατασκευαζόταν από την αφάνα, έναν ακανθώδη θάμνο, ή από τις κορφάδες του φυτού σόργου.

Το ενδιαφέρον με τη σκούπα, όποιο και αν είναι το υλικό, εντοπίζεται στην καθημερινή χρηστικότητα. Καθαρίζει το σπίτι αλλά και τους επαγγελματικούς χώρους. Μαζεύει τα σκουπίδια. Ομως, στη χρηστικότητα οφείλεται η πολλαπλή μεταφορική της σημασία. Πρώτα απ’ όλα, η ταύτισή της με την κοινωνική διαστρωμάτωση και τους έμφυλους ρόλους. Η σκούπα και το καθάρισμα ταυτίζονται με τις γυναίκες αλλά και με περιθωριοποιημένες κοινωνικές τάξεις (παραδουλεύτρες, καλφάδες). Είναι γνωστό πως προϋπόθεση για να θεωρηθεί ένα κορίτσι έτοιμο για γάμο, ήταν να αποκτήσει τη δεξιότητα να μη «σκουπίζει όσα βλέπει η πεθερά».

Πέρα από τα άλλα, ποιος /α δεν έχει ακούσει ή δει την ιστορία της μάγισσας Φούρκας, η οποία ανεβαίνει στη σκούπα της, καταργώντας τους νόμους της φύσης και προαναγγέλλοντας τις τεχνολογικές εξελίξεις, οι οποίες έκαναν πράξη τις μύχιες επιθυμίες πολλών γενεών που μεγάλωσαν με την επιθυμία να απογειωθούν.

Η λειτουργία ως σαρώθρου της σκούπας την κατέταξε στα βασικά μέσα μαγικών πράξεων. Αναφέρεται συχνά στα ξόρκια με θεραπευτική πρόθεση. Να σκουπίσει το κακό. Σ’ αυτή την περίπτωση, όταν η μαγική αντίληψη συναντιέται με την έκκεντρη θρησκευτική πίστη παράγει σουρεαλιστικά αποτελέσματα. Ενα ζευγάρι, στη δεκαετία του 1980, που είχε αποκτήσει κορίτσια, προσέφυγε σε μοναστήρι, στο οποίο ένιοι μοναχοί τούς συνέστησαν, εκτός από τη νηστεία και τις προσευχές, να επιχειρήσουν τη συνεύρεση πάνω σε σκούπα, ώστε να σαρωθεί το «κακό».

Στο μοναστήρι του Αϊ-Σουλά, στη Σουρωνή Ρόδου, επισημαίνει η λαογράφος Μαρία Ανδρουλάκη, οι πιστοί αφιέρωναν σκούπες στον άγιο, ώστε, με τη βοήθεια του αγιάσματος να τους θεραπεύσει από τα δερματικά νοσήματα. Πολύσημη η σκούπα. Ακόμη και στην πολιτική είναι παρούσα. Πολυνομοσχέδια-σκούπα αλλά και σκουπίζουν οι έχοντες την εξουσία τους αντιπάλους. Και οι πολίτες; Να ’χε σκούπρα η σκούπα μας…

 

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος, O Λάμποβος της Παραμυθιάς, efsyn, 15 Οκτωβρίου 2024

 

Αρχινάει στα Τρίκαλα, Λιάκο μ’, το παζάρι». Αυτά τραγουδάει η Λιζέτα Νικολάου, που μεταφέρει ήχους και λέξεις, γεύσεις και εικόνες μιας άλλης εποχής. Τότε που η ύπαιθρος περίμενε το ετήσιο παζάρι να πουλήσει σκουτιά και αγροτικά προϊόντα, αλλά, κυρίως, να γευτεί, να ψαύσει έναν άλλο τρόπο ζωής. Εκείνον της πόλης. Να χορτάσουν τα μάτια τους με εικόνες ανέγνωρες. Να σπάσουν τη μονοτονία της υπαίθρου απολαμβάνοντας έναν ξένο τρόπο ζωής. Αλλες γεύσεις και θεάματα, άλλα χρώματα. Γόβες, φούστα παρδαλή, γιορντάνι. Αλλά και να δει την Γκόλφω και τον Αράπη. Ο Γιάννης Μαρκόπουλος με τη μουσική του, κυρίως ο Κώστας Βίρβος σκιτσάρει τον κόσμο της υπαίθρου, τις επιθυμίες του, τις ανάγκες του.

Στην εποχή μας δεν θα μπορούσε να γραφτεί ένα τέτοιο τραγούδι. Οι πολίτες της χώρας, όπου και αν ζουν, βλέπουν τα ίδια θεάματα, αγοράζουν τα ίδια πράγματα, καθώς το shopping online αλλά και τα πολυκαταστήματα έχουν αντικαταστήσει, σε καθημερινή βάση, το ετήσιο παζάρι.

Δεν κίνησα για τα Τρίκαλα, ή τα Φάρσαλα, όπου γίνονται, παλαιόθεν, σπουδαία παζάρια. Στόχος μου ήταν το παζάρι της Παραμυθιάς, γνωστό ως Λάμποβος, ιστορική ένδειξη των μετακινήσεων πληθυσμών όταν δεν υπήρχαν τα σύνορα όπως τα ξέρουμε σήμερα.

Η πόλη είναι βαθιά ριζωμένη στην ιστορία και την ανθρωπογεωγραφία. Μοιάζει να ιππεύει το σαμάρι του όρους Γκορίλα, που έχει υψώσει προστατευτικό περιτείχισμα στην πλάτη της. Περπατώντας στους κεντρικούς δρόμους, έχεις την εντύπωση ότι ακούς τις λαλιές των Τζαβελλαίων και των άλλων οπλαρχηγών. Θα επισκέπτονταν τον Λάμποβο, στις αρχές Οκτωβρίου, «όπου ικανά κτήνη και εδώδιμα πωλούνται» (Αραβαντινός, 1857). Οι Σουλιώτες, αρματωμένοι, θα κατέβαιναν στην Παραμυθιά, να ψωνίσουν για τον χειμώνα. Αλλά και να ενισχύσουν τους δεσμούς τους με τους προκρίτους.

Η πόλη έχει φορέσει τα καλά της. Ζει για τον Λάμποβο. Για δέκα ημέρες η Παραμυθιά επιστρέφει στο παρελθόν. Τότε που ήταν το κέντρο της περιοχής. Που η αγορά της εξυπηρετούσε τους κτηνοτρόφους και τους γεωργούς. Οι νέοι δρόμοι, η θάλασσα, το λιμάνι της Ηγουμενίτσας της στέρησαν την πρωτεύουσα θέση. Ομως, στον κόρφο της κρατάει ακόμη τα εμβλήματα ενός ακμάζοντος παρελθόντος.

Ο Λάμποβος είναι η μεγάλη, λαϊκή γιορτή. Κινητοποιούνται όλοι/ες. Παντού στήνονται πρόχειρες ψησταριές. Η τσίκνα από τα κρέατα απλώνεται στην ατμόσφαιρα, στοχεύοντας στη διέγερση της επιθυμίας. Τουριστικά λεωφορεία ξεφορτώνουν ημερήσιους επισκέπτες. Γυναίκες και άντρες επιστρέφουν με τσάντες γεμάτες. Ο κεντρικός δρόμος θυμίζει παλιό νυφοπάζαρο. Ο διάδρομος ανάμεσα στα πρόχειρα καταστήματα δυσκολοδιάβατος από την πολυκοσμία. Ανάμεσά τους μαθητές/τριες από τα τοπικά σχολεία.

Οι εποχές άλλαξαν. Η ανάγκη, όμως, για συμμετοχή σε μια γιορτή παραμένει ισχυρή. Το ίδιο και η επιθυμία των ντόπιων να διεκδικήσουν μια θέση στην οικονομική γεωγραφία.

 

Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος, Το παγκάκι, EFSYN, 8 Οκτωβρίου 2024

 

Οκτώβριος. Ανακουφιστική η πτώση της θερμοκρασίας. Είναι η μόνη πτώση που δεν προκαλεί αμηχανία. Τα φύλλα των δέντρων γέμισαν την πλακόστρωση. Ο γύρω χώρος μοιάζει με χαλί φτιαγμένο από φύλλα πλατάνου. Προκλητικό το θέαμα, μου ’ρχεται να ξαπλώσω πάνω του, να σκεπαστώ με το χαλί, να πέσω σε χειμερία νάρκη, να χωθώ στην αγκαλιά της φύσης. Με προλαβαίνει ένα κατάξανθο αγγελούδι, με τα μακριά μαλλιά του, ήταν δεν ήταν τεσσάρων χρόνων. Τα δόντια αραιωμένα, η γλώσσα να πέφτει στη λακκούβα, τα φωνήεντα να βγαίνουν πατημένα. Μαμά, έλα κι εσύ να ξαπλώσουμε. Αλλη φορά, της κάνει νόημα η μητέρα απορροφημένη από τη συνομιλία στο κινητό.

Στο διπλανό παγκάκι ένα ζευγάρι που νιώθει την εποχή να την έχει κάνει εσάρπα. Εχουν περάσει τα χρόνια, το απόγευμα ζεστό, ο ήλιος που γέρνει κρατάει τις τελευταίες αχτίδες γι’ αυτό το παγκάκι, γι’ αυτό το ζευγάρι, το λούζει στο φως του που ζεσταίνει τα κόκαλα. «Σταθμός Πελοποννήσου /κι απομεσήμερο του Πάσχα σε παγκάκι/μόνον εσύ κι εγώ καθόμαστε, μητέρα». Σαν να ακούω τη φωνή του Γιάννη Βαρβέρη, που συνομιλεί με τη μάνα του («Εσπερινός της Αγάπης»).

Το ζευγάρι σε αρκετά ώριμη ηλικία, η γυναίκα ακουμπά το κατάλευκο κεφάλι στον αντρικό ώμο, που την έχει αγκαλιάσει με το αριστερό, τρεμάμενο χέρι του. Απλώνει τη δεξιά παλάμη του, να εμποδίσει τον ήλιο να της προκαλέσει δυσφορία. Γυρίζει εκείνη, ακουμπά τα χείλη της στο πέτο του σακακιού. Γέρνουν και οι δύο στην πλάτη του παγκακιού. Κλείνουν τα μάτια. Ο ήλιος περιλούζει το ξύλινο παγκάκι, φαίνεται να φτιάχνεται ένας φωτοστέφανος από την αντανάκλαση των ηλιαχτίδων στο φρεσκοβαμμένο παγκάκι. Κάθομαι δίπλα, να δανειστώ μια σταλιά από την αγάπη τους. Με δυσκολία μετακινούνται, να μου κάνουν χώρο. Αλαφιάζομαι. Νιώθω ιερόσυλος.

Σηκώνομαι όρθιος, βιαστικά απομακρύνομαι. Σαν να με κυνηγούν ερινύες. Διασχίζω τους πολύβοους δρόμους. Λαχανιασμένος, πλην ανακουφισμένος, κάθομαι σ’ ένα παγκάκι. Με σήκωσε το οργιό. Μάρμαρο η βάση, κούρμπα οι άκρες. Απλώνω το κορμί μου προς τα πίσω να ξεκουραστώ, να απολαύσω τον καφέ που αγόρασα σε πλαστικό. Νιώθω τον καφέ να περιχύνεται στα ρούχα, τσίριξα από την κάψα. Το κεφάλι μου ευτυχώς δεν χτύπησε στον κόθρο του τσιμέντου, ευτυχώς κάποιοι είχαν αφήσει μια πλαστική σακούλα με ό,τι περίσσεψε από το απογευματινό τους.

Σκέφτομαι να γράψω γράμμα στους δημάρχους. Να μιλήσει ένα παγκάκι ξύλινο. Με πλάτη βεβαίως. Να τους ρωτήσει γιατί κυνηγάνε τους μοναχικούς, τους ερωτευμένους, τους αδύναμους, τους φτωχούς, τους απελπισμένους. Ολους εκείνους που θέλουν να ξαποστάσουν. Που δεν έχουν χρήματα να καθίσουν στο καφέ. Γιατί βάζουν παγκάκια χωρίς πλάτη;

Κάθομαι σ’ ένα παλιό παγκάκι. Δίπλα μου μια καρδιά, το σχήμα ξεφτισμένο.

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος, Ο γερασμένος κόσμος μας, EFSYN, 1 Οκτωβρίου 2024

 

«Προσπαθώ να πω τα πράγματα/με τ’ όνομά τους/και κάθε τόσο συναντώ/καινούργιες δυσκολίες» («Η βία», Τίτος Πατρίκιος). Η δεύτερη ημέρα του Οκτωβρίου είναι αφιερωμένη στη μη βία. Πρόκειται για μία από τις εκατοντάδες επετειακές ημέρες που προκαλούν αμηχανία. Γιατί οι αφιερωματικές ημέρες λειτουργούν ως αντιδομή, για να χρησιμοποιήσω αυτόν τον κλασικό όρο.

Είναι, με άλλα λόγια, βαλβίδες εκτόνωσης και μεγαλόστομων διακηρύξεων για όσους κυβερνούν τον πλανήτη ή έχουν την ευθύνη της ασφάλειας. Λόγια κενά περιεχομένου που χαϊδεύουν τα αυτιά. Λόγια που εξατμίζονται την επόμενη ημέρα. Μια άλλη επέτειος θα αντικαταστήσει την απελθούσα.

Εχει δίκιο ο ποιητής. Πώς μπορεί να μιλήσει κάποιος γι’αυτό που συμβαίνει. Για την καθολική βία. Ολος ο κόσμος είναι ένα καζάνι που βράζει. Κάθε τόσο το καζάνι κοχλάζει και ξεπετάγεται ο ζεματισμένος ατμός της βίας που προκαλεί κοινωνικά εγκαύματα. Η βία είναι η μαμή της Ιστορίας, λεγόταν παλιότερα. Ο ποιητής δυσκολεύεται να την ορίσει, δεν προσφεύγει σε εύκολα σχήματα. Το βέβαιο είναι πως η βία ενθαρρύνεται από πολλούς, σε όλο τον κόσμο. Που προσδοκούν σε οφέλη.

Τι συμβαίνει, όμως, με τη βία των εφήβων; Πώς να οριστεί; Πώς να πεις τα πράγματα με το όνομά τους; Αρκεί η μεταφορά της συζήτησης στον ψυχικό κόσμο των παιδιών; Η Οπυ Ζούνη, η σπουδαία εικαστικός, προτείνει τη δική της στάση. Τι να αφήσεις σ’ έναν γερασμένο κόσμο; αναρωτιέται. Μόνο αισιοδοξία μέσα στην ακατάσχετη βία, προσθέτει. Και την πιο απελπιστική, τη νεανική βία. Τι κόσμο χτίζουμε, που δεν μπορούμε ακόμα να κατευθύνουμε τη νεανική ενέργεια σε θετικούς στόχους;

Μια φωνή που στοχεύει στην καρδιά της γερασμένης κοινωνίας μας. Που πιστεύει πως η μποτοξοποίηση του προσώπου της μπορεί να την ξανανιώσει. Τακτική στρουθοκαμήλου. Βάζει το κεφάλι στην άμμο ζώντας με ψευδαισθήσεις. Τι κόσμο χτίζουμε για τις νέες γενιές; Αρκεί να γινόμαστε κήνσορες δημοσιογράφοι, πολιτικοί και πολιτευτές; Η βία υπάρχει παντού, γίνεται πρότυπο συμπεριφοράς. Ο δημόσιος λόγος παράγει βία. Λόγος τοξικός. Οι πρώην φίλοι, σύντροφοι και σύμμαχοι γίνονται προδότες. Μισιούνται. Και δεν εξαιρείται κανένας. Οι έφηβοι εσωτερικεύουν τη βία, τον επιθετικό λόγο ως τη μόνη λύση. Δεν καλλιεργείται η ανεκτικότητα. Ο διάλογος εξοστρακίζεται. Η εξόντωση του αντιπάλου, ο μόνος στόχος.

Τρομάζει η βία των εφήβων. Μας θυμίζει πως οι ανθρώπινες κοινωνίες οπισθοχωρούν. Οσο και αν νομίζουν πως προοδεύουν. Οι έφηβοι ζητάνε να ακουστούν. Ενα μεγάλο ποσοστό γονέων τροφοδοτεί τη βία των παιδιών. Με την απουσία τους. Πολλοί γονείς εξελίσσονται σε τρομοκράτες στα σχολεία. Η ανεξέλεγκτη παροχή υλικών αγαθών μπορεί να μακιγιάρει την ευθύνη τους. Οι συνεπείς εκπαιδευτικοί σιωπούν για να μη βρουν τον μπελά τους.

Γερασμένος ο κόσμος μας... Διορθώνεται με τιμωρίες; Αβέβαιο.