Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος, Σ’ αφήνω την καλοχρονιά, EFSYN, 3 Σεπτεμβρίου 2024

 Σ’αφήνω την καλονυχτιά, αγάπη μου γραμμένη, τραγουδάει με ηδυπαθή φωνή ο τραγουδιστής. Στην αυτοσχέδια πίστα χορεύουν μια σειρά άντρες και τρεις επάλληλες σειρές με γυναίκες. Ακολουθούν τα ίχνη των προγόνων τους. Ο τρόπος που χόρευαν στην Πίνδο μεταφυτεύτηκε στον κάμπο. Με κάποια προσομοίωση, καθώς η πλήρης επιτυχία της μεταφύτευσης είναι σχεδόν αδύνατη.

Ανακατεμένες οι γενιές. Η πρώτη σχεδόν έχει αποχωρήσει από τη ζωή. Στον χορό η δεύτερη γενιά και τα παιδιά, αλλά και τα εγγόνια και τα δισέγγονα. Ολοι έχουν αίσθηση αυτού που γίνεται. Συμμετέχουν σε κοινωνία του παρελθόντος με νέους όρους. Χωρίς κάποιος να τους επιβάλλει τη συμπεριφορά. Χωρίς εξαλλοσύνες και ακρότητες. Με επίγνωση της ανάγκης να ακονίσουν τους δεσμούς τους με αυτό που λοιδορήθηκε. Απαξιώθηκε.

Επιστροφή στη μήτρα μου. Εκεί που άκουσα τις πρώτες λέξεις στα ελληνικά. Στην γκορτσιά που διεκδικούσε να κόψει την πείνα. Εκεί που οι πέτρες, κάθε εκατοστό, θυμίζουν τις πληγές στα γόνατα, τα παιχνίδια.

Ελαιώνας. Οι νύχτες είναι βάσανο γι’ αυτούς που αγαπούνε/ το έχουν όλοι μυστικό και δεν το μαρτυρούνε. Συνεχίζει το τραγούδι. Ναι, οι νύχτες που ακολούθησαν ήταν βασανιστικές γι’ αυτούς που κούρνιασαν στα κράσπεδα της πόλης, προσπαθώντας να φορέσουν τη μάσκα της μεταμφίεσης Να μοιάσουν στους άλλους. Να αλλάξουν το δέρμα, τον πολιτισμό. Να ξεχάσουν τα πανηγύρια τους. Να βρίσκουν την ψυχή τους σε υπόγεια διασκεδαστήρια των πόλεων, όπου συναντούσαν τους δικούς ήχους, τα δικά τους χούγια. Να στήσουν δικά τους πανηγύρια στον κάμπο. Πέρα από τον ευτελισμό και του στίχου και του ήχου.

Ελαιώνας. Ορθιες παρακολουθούσαν οι σκιές μας. Αυτοί που έστησαν τις καλύβες σε όχτους. Με την ελπίδα να βάλουν ένα κεραμίδι στον ύπνο τους. Μια χάρη κυρά μου σου ζητώ και να με συμπαθήσεις, το παραθύρι τ’ ακρινό απόψε μην το κλείσεις. Η προσήλωση στο πανηγύρι θεωρήθηκε απολίθωμα μιας άλλης εποχής. Ενα άδειο ρούχο που θα σαρωθεί από τα καινούργια ήθη. Και μπροστά, οδηγούσαν τον οδοστρωτήρα της ισοπέδωσης επιστήμονες που μαϊμούδιζαν. Που γέμισαν το τσερβέλο τους με πολλά γράμματα. Δεν μπόρεσαν να ανοίξουν την ψυχή. Να δουν πως η ζωή είναι σαν το αυγοτάραχο. Με αντιφατικότητες. Οπου οι πόλοι δεν είναι ποτέ σαφείς. Εισχωρεί ο ένας στον άλλο.

Ελαιώνας. Στην Πρέβεζα. Παιδιά της εποχής τους, στην αμφίεση, στον λόγο, στη γλώσσα του σώματος. Παιδιά με πολλαπλές εμπειρίες και ανησυχίες. Δίχως εσωστρέφεια. Δεν στρέφονται στα πανηγύρια για να αποφύγουν τον χορευτικό και μουσικό πολιτισμό της καθημερινότητάς τους. Δεν συμμετέχουν για να διασκεδάσουν τον χρόνο τους. Αναζητούν την πολιτισμική και κοινωνική ισορροπία. Τη συλλογικότητα. Να προσθέσουν στο μέλλον το αίσθημα μιας γόνιμης συλλογικότητας.

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος, Δροσοσταλίδες, EFSYN, 9 Ιουλίου 2024

Πολλοί οι καύσωνες φέτος. Κόπιασαν νωρίς. Η ελληνική πολιτική σκηνή βρίσκεται σε περιδίνηση. Ανεβαίνει η εσωκομματική θερμοκρασία: κινήσεις σκοπιμότητας, διαγκωνισμός για καλύτερη εκκίνηση όταν ο αφέτης επιτέλους θα πατήσει τη σκανδάλη του πιστολιού.

«Καίγομαι και σιγολιώνω» ανακράζουν οι πολίτες, καθώς έχουν χάσει τον παλιό ντορό. «Και για σένα μαραζώνω. Τι καημός». Νιώθουν τη θερμή κάμινο της ερημίας. Αναζητούν κάποιες δροσοσταλίδες. Κάποιες σταγόνες δροσιάς που θα τους προσφέρουν την εγκαρτέρηση από το νοιάξιμο για έξοδο από την κοινωνική τήξη.

Αναζητούν οι απλοί πολίτες κάποιους να εμπιστευτούν. Να μη ρευστοποιηθεί η συνείδησή τους. Να βάλουν φρένο στους πληθυντικούς ναρκισσισμούς. Και αναζητoύν δροσιά, παρηγορητικό λόγο, βάλσαμο σε πράγματα που μαλακώνουν την ψυχή τους. Το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου αιχμαλώτισε το ενδιαφέρον πολλών. Επαγγελματίες, συχνά με υψηλές αμοιβές, κατάφεραν να δαμάσουν τις ατομικότητές τους, θέτοντας τους εγωισμούς τους στην υπηρεσία της ανάγκης να επιτευχθεί ο συλλογικός στόχος.

«Δροσοσταλίδα θα γενώ/ βιόλα στις φυλλωσιές σου/ του ήλιου τσ’ ακτίνες να παντώ/ μη μαραθείς ποτέ σου». Ο Κρητικός Βασίλης Σκουλάς κάνει τραγούδι την επιθυμία να γίνει ο ίδιος δροσοσταλίδα για όσα αγαπά, να κρατήσει ζωντανή την πίστη στη ζωή. Τους στίχους αυτούς θα μπορούσαν να τραγουδήσουν οι παίκτες και ο προπονητής της εθνικής ομάδας του μπάσκετ. Την Κυριακή χάρισαν κι αυτοί ένα παράδειγμα ευθύνης και συλλογικότητας. Παραμέρισαν τον οπαδισμό αποτινάσσοντας τις κοινωνικές και πολιτισμικές παθογένειες που αυξάνουν τη θερμοκρασία οδηγώντας σε ρευστοποίηση των κοινωνικών σχέσεων. Δροσοσταλίδες η επιτυχία τους στην ψυχή των συμπατριωτών τους. Δροσοσταλίδα και το πάθος του Γιάννη Αντετοκούνμπο. Ο πατριωτισμός δεν είναι εμπορεύσιμο είδος. Εχει βάση την αγάπη του για τον συνάνθρωπο.

Ο Ιούλιος ανέκαθεν ανέβαζε τη θερμοκρασία. Βολευόμαστε με τη λήθη. Ξεχνάμε την αποσταθεροποίηση του πολιτεύματος. Πατικώνουμε στην κοινωνική μας μπίμτσα τη διχοτομημένη Κύπρο. Τις ευθύνες της δικτατορίας. Δυναμώνουμε και πάλι τους ΕλλαδέμπορουςΑπόψε είναι σαν όνειρο το δείλι./απόψε η λαγκαδιά στα μάγια μένει. Το καλοκαίρι πονάει αλλά και μαγεύει. Ο Καρυωτάκης το διατύπωσε με τον δικό του τρόπο (Χαμόγελο/ Ο πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων). Αν ο ποιητής βρισκόταν στο Ρωμαϊκό Ωδείο της Νικόπολης την περασμένη Κυριακή, θα ένιωθε ότι οι στίχοι του σαρκώθηκαν στο φεστιβάλ χορωδιών. Γίνηκαν δροσοσταλίδες στην απόλυτη σιγαλιά της παλιάς πόλης. Την ώρα που τα παιδιά τραγουδούσαν, φύτρωσε μια λεμονιά με δυο δροσοσταλίδες. Η ελπίδα. Η αισιοδοξία για εκείνους που δημιουργούν μακριά από ναρκισσισμούς. Ανθρωποι απ' όλο τον κόσμο μαθαίνουν να σέβονται και να τιμούν την ανθρωπιά, πέρα από στερεότυπα. Η μουσική γίνεται ανθός δροσοσταλιάς. Ιούλιος. Δεν θα είναι ίδιο το καλοκαίρι για όλους. Οι δροσοσταλίδες υπάρχουν παντού. Με μια φέτα καρπούζι στο χέρι.

Βαριά βαρούν τα σήμαντρα,τραγούδι Κ.Γεροδήμος , κλαρίνο Β. Παπαγεωργίου,

Τρίτη 25 Ιουνίου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος, Tο κακό είναι η απουσία του καλού, efsyn, 25 Ιοτνίου 2024

 

Στις «ΝΗΣΙΔΕΣ» της «Εφημερίδας των Συντακτών» του περασμένου Σαββατοκύριακου δημοσιεύτηκαν δύο σημαντικά κείμενα, τα οποία αλληλοσυμπληρώνονται. Το ένα γράφτηκε από τον Νίκο Γ. Ξυδάκη. Πρόκειται για πολιτική αξιολόγηση της ακινησίας στην οποία έχει περιέλθει η πολιτική στην Ελλάδα. Εναν χρόνο τώρα όλοι κοιτάζουν την πήρα (σακουλάκι) του αντιπάλου. Σχολιάζονται και καταδικάζονται, συχνά με όχι ευπρεπή τρόπο, τα λάθη και οι παραλείψεις. Αναδεικνύουν το κακό. Απουσιάζει όμως το καλό. Με άλλα λόγια, η δική τους πρόταση που θα εμπνεύσει τους πολίτες με όραμα και θα δημιουργήσει αξιοπιστία. Λόγια καταγγελτικά, ύφος περισπούδαστο, πρόταση ισχνή. Διαγκωνισμός για το ποιος θα ανεβεί στην καρέκλα του σωτήρα.

Δεν είναι η πρώτη φορά που η αρνητική διαφήμιση, η εστίαση στην καμπούρα του άλλου, δίνει τον τόνο στον πολιτικό και κοινωνικό λόγο. Δεν είναι οι Αμερικανοί που ανακάλυψαν τη δύναμη του αρνητικού λόγου. Το ίδιο έκαναν όλοι οι πολιτισμοί. Στην καθ’ ημάς Ανατολή είχαμε επινοήσει τον αποδιοπομπαίο τράγο. Επέλεγαν κάποιον, του φόρτωναν όλες τις αμαρτίες και οι υπόλοιποι καθεύδουν τον ύπνο του δικαίου. Είναι μια κοντόθωρη πολιτική που λειτουργεί σπειροειδώς. Καταλήγει σε αυτοπαγίδευση. Σε αδιέξοδο.

Το άλλο σπουδαίο κείμενο γράφτηκε από τον Γιάννη Ψυχοπαίδη, ομότιμο καθηγητή Ζωγραφικής στη Σχολή Καλών Τεχνών. Με αφετηρία το εμβληματικό έργο του Πικάσο «Δεσποινίδες της Αβινιόν» εξειδικεύει την άποψη του Ξυδάκη. Τη συγκεκριμενοποιεί στον χώρο των δημιουργών και των διανοουμένων, οι οποίοι περιορίζονται, κάποιες φορές, σε ελάσσονος σημασίας ξιφασκία για τη διαμόρφωση των σχέσεων εξουσίας εντός των μικροκύκλων τους αλλά και στο σημείο συνάντησης με τον μεγάλο κύκλο της πολιτικής εξουσίας.

Ο Ψυχοπαίδης με νηφαλιότητα αλλά και τεκμηρίωση παίρνει θέση. Δεν αντιδικεί με αυτό που θεωρεί κακό. Απορριπτέο. Προβάλλει το καλό. Την πρόταση δημιουργίας που θα απεικονίσει ό,τι συμβαίνει στην εποχή μας. Οι μεγάλοι δημιουργοί ουδέποτε δείλιασαν. Δεν απέφυγαν να εκφραστούν. Δεν σιώπησαν στις μεγάλες ιστορικές και κοινωνικές στιγμές. Ηταν παρόντες και παρούσες. Με όλες τις αδυναμίες.

Στο παρελθόν, σε περιόδους κοινωνικής και ιστορικής ύφεσης, οι δημιουργοί ήταν στην πρώτη γραμμή. Να αφουγκραστούν τις κυοφορούμενες αλλαγές. Να κάνουν τέχνη τα αισθήματα και τις προσδοκίες. Στη μέση της τρίτης δεκαετίας του εικοστού πρώτου αιώνα οι δημιουργοί στην Ελλάδα επιδίδονται σε αυτάρεσκες κοκορομαχίες. Επιλέγουν να στοχοποιήσουν το παρελθόν. Ο Καραγάτσης γίνεται ο αποδιοπομπαίος τράγος. Αυτός φταίει για τις γυναικοκτονίες, για τον δικό μας καιροσκοπισμό, για την ανεπάρκειά μας να κατανοήσουμε τις ανάγκες.

Η επανεκτίμηση του παρελθόντος είναι αναγκαία. Αρκεί να συνοδεύεται από το δικό μας όραμα. Από την τέχνη εκείνη που δεν θα ομφαλοσκοπεί. Αλλά θα δημιουργεί και θα εμπνέει. Θα θερμαίνει τα όνειρα. Θα είναι μια πρόταση παρουσίας.

 

Τετάρτη 8 Μαΐου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος Λαναρά Ανεμότρυπα, Μνήμη Χρήστου , EFSYN, 07.05.24

 

Δεν ξέρω αν είναι η δική μου αίσθηση. Και μόνο. Ομως, το Μεγαλοβδόμαδο είχε αυξομειώσεις στις καιρικές συνθήκες. Σε αυτό δεν χωρούν υποκειμενικότητες. Ο καιρός μάς υπενθύμισε πως τον τελευταίο λόγο τον έχει αυτός, όχι οι προθέσεις και οι επιθυμίες μας.


Δεν είμαι βέβαιος αν η βαριά διάθεση του κόσμου οφείλεται στα τερτίπια του καιρού. Κάτι άλλο πλανιόταν στον μεγαλοβδομαδιάτικο ουρανό. Λιγότεροι άνθρωποι άφησαν τις πόλεις αναζητώντας τη μέθεξη της φύσης. Επέλεξαν τη σιγουριά του διαμερίσματος και τη βεβαιότητα πως δεν θα ξοδέψουν τα μαλλιοκέφαλά τους για το πασχαλινό τραπέζι.

Λιγότεροι ακόμη σούβλισαν το αμνοερίφιο. Ισως αυτό να εκληφθεί ως ευθυγράμμιση με την προτροπή εκείνων που χαρακτηρίζουν τη συνήθεια αυτή νεοβαρβαρότητα. Μπορεί να είναι κι έτσι. Ομως, επιμένει να με τριβελίζει μια άλλη άποψη. Οι άνθρωποι ξένεψαν. Προτιμούν τις μικρές παρέες. Οι πολίτες έχουν βαρυθυμία που δεν διευκολύνει το αντάμωμα σε εξωστρεφή συνύπαρξη. Επέλεξαν να ψήσουν στην ηλεκτρική κουζίνα, σε μεγάλο βαθμό, κάτι που τους έβγαλε από τον «μπελά» και τις επιπτώσεις μιας εξωστρεφούς σύναξης.

Με το κεφάλι τούρλα, παραγεμισμένο σαν σπληνάντερο με σκέψεις και πολλά ερωτήματα, το αυτοκίνητο διέσχιζε αγκομαχώντας τον δρόμο στα ριζά του Ξεροβουνίου. Ενα βουνό γυμνό, το μάτι γλύκανε το νερό του ποταμιού και τα πλατάνια που στεφάνωναν συχνά τις δυο πλευρές του δρόμου. Από την πλευρά του Ξεροβουνίου περίσσευαν τα σπάρτα που με το ζωηρό κίτρινο χρώμα τους πρόσθεταν ενδιαφέρον αισθητικό στο βουνό, που μολογάει ανθρώπινες ιστορίες υπέρβασης –και εγκατάλειψης– σε τόπους φτενούς.

Στα Τζουμέρκα ο τόπος περίκλειστος. Τα βουνά, ουρανοσκεπή, στήνουν παιχνίδι με τα σύννεφα και τον αετό που πλανάρει στον αέρα. Μας ακολουθεί σχεδόν ώς την Ανεμότρυπα. Τα βουνά κρύβουν εκπλήξεις. Μια τέτοια επιφύλαξαν σε όσους θέλησαν να διακριβώσουν τον λόγο που έβγαινε δροσερός αέρας από μια μικρή σχισμή, μια τρύπα στον βράχο, λίγο πριν ο δρόμος κοντέψει στα Πράμαντα. Και εγένετο σπήλαιο στην περιοχή. Που διεγείρει την περιέργεια αλλοδαπών και ημεδαπών.

Η στενή είσοδος δεν προοιωνίζεται τη μέθεξη που θα προσφέρει το εσωτερικό του βουνού. Πολίτες που αναζητούν νέες ταξιδιωτικές εμπειρίες. πέρα από το ώς τα τώρα εθνικό σπορ, την αναζήτηση της καλύτερης ταβέρνας. Η πειθαρχία της ομάδας που άκουγε τον ξεναγό και η αύξηση του αριθμού των επισκεπτών υπογραμμίζει τις συντελούμενες –έστω και στάγδην– διαφοροποιήσεις στον συνδυασμό πολλών γεύσεων, διατροφικών και αισθητικών.

Ανεμότρυπα. Μια πόρτα για ένα άλλο βλέμμα στον τόπο. Ακόμη και μέσα από τη συμπεριφορά της νυχτερίδας. Της οποίας ο κύκλος ζωής ανοίγει και κλείνει μες στο σπήλαιο. Και που τα κόπρανά της παράγουν την τροφή της. Κρίσιμο στοιχείο για τόπους που εισάγουν, δεν παράγουν την τροφή.

 

Τετάρτη 17 Απριλίου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος, Ο δρόμος με τις κουτσουπιές, EFSYN, 16 Απριλίου 2024

 

Είδα τη φωτογραφία σε ανάρτηση του Γιαννιώτη φωτογράφου Μιχάλη Βάκαρου. Το θέαμα, οπτική μέθεξη. Ενας δρόμος στεφανωμένος με ολάνθιστες κουτσουπιές. Το δέντρο στην καλή του ώρα. Ο περαστικός που διαβαίνει τον δρόμο έχει την αίσθηση ότι αναβλύζει μέσα από την εικόνα «ανάκουστος κιλαϊδισμός». Διογκώνει τα μάτια του, να χωρέσει όλη την ομορφιά της άνοιξης. Και τότε «η φύσις όλη του γελά και γένεται δική του» (Σολωμός, Πόρφυρας).

Ευτυχώς οι κουτσουπιές ξανάρχισαν τη δουλειά τους. Ενα βαθύ κλάδεμα στέρησε τον δρόμο, για κάποια χρόνια, από τη λιποθυσμένη ομορφιά του, υπενθυμίζει ο φωτογράφος. Φροντίζω να περπατώ τον δρόμο κάθε άνοιξη. Συνειρμικά συνέδεσα την πένθιμη εικόνα των δέντρων με τα λόγια του Αργύρη Χιόνη. «Θα ’ρθει μια μέρα που τα δέντρα θα μισήσουν την αχαριστία των ανθρώπων και θα σταματήσουν να παράγουν ίσκιο, θροΐσματα κι οξυγόνο. Θα πάρουνε τις ρίζες τους και θα φύγουν».

Είχα την αίσθηση πως οι κουτσουπιές αποφάσισαν να διαμαρτυρηθούν για την ύβρι που διαπράττεται στον συγκεκριμένο δρόμο. Οδός Δόμπολη, στην πόλη των Ιωαννίνων - παλαιότερα, σχεδόν περιφερειακή οδός. Εκεί που βρήκε απάγκιο το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, λίγο πριν από τη δικτατορία του 1967. Το ίδρυμα που έγινε πνευματική κουτσουπιά, η οποία άνθιζε όλο τον χρόνο. Και νοστίμιζε η πόλη. Και ένιωσε στο κορμί της τη ζωντάνια των «ασεβών» νέων. Που αμφισβήτησαν την εσωστρέφεια της πόλης. Που δεν συμβιβάστηκαν με τη δικτατορία του 1967, την τυραννία του νου, της ψυχής και του σώματος.

Εκεί, δίπλα στις κουτσουπιές, στέκει άψυχο το κουφάρι του κτιρίου που βούιζε όλο τον χρόνο. Ακούγονται ακόμη οι φωνές του Δάκαρη, του Λουκάτου, του Κακριδή, του Παπαθωμόπουλου, του Καψωμένου, όλων εκείνων των δασκάλων που έγιναν κουτσουπιές του δημοκρατικού ήθους. Το κουφάρι του παλιού Πανεπιστημίου θλίβει. Το κτίριο αφέθηκε στη λήθη. Και μαζί μ’ αυτό, εξασθενίζουν οι φωνές των φοιτητών και φοιτητριών. Η ιστορία ενός ιδρύματος που έγινε φακός στα σκοτάδια της εποχής.

Οι κουτσουπιές επέστρεψαν, προσφέροντας τη δύναμη της ομορφιάς τους στην οδό Δόμπολη. Μάλλον, άκουσαν τα δέντρα πως κάτι πάει ν’ αλλάξει. Οι πτυχιούχοι του Πανεπιστημίου ζητάνε πίσω τη μνήμη τους. Το Τμήμα Ιστορίας, οι σημερινοί πανεπιστημιακοί γίνονται η φωνή της τοπικής ιστορίας. Πενήντα χρόνια μετά την τελευταία δίκη των «27» στο στρατοδικείο Ιωαννίνων, γίνεται ημερίδα ενάντια στη λήθη. Σχεδόν πενήντα επτά χρόνια από την πρώτη δίκη των φοιτητών του Πανεπιστημίου, η ιστορία του θα δρασκελίσει το κατώφλι της λήθης: Πόπη Βουτσινά, Νίκος Ράπτης, Λαοκράτης Βάσης, Λάκης Παπαϊωάννου και άλλοι πολλοί/ές.

«Aπομεινάρι θαυμαστό ερμιάς και μεγαλείου». Θυμάμαι τον Σολωμό, καθώς στέκομαι στην παλιά κεντρική είσοδο. Μέσα, ερημιά και θλίψη. Εξω, οι κουτσουπιές μεθάνε τις ελπίδες.

Nύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!