Η Δόμνα Σαμίου πέρασε στην ιστορία του πολιτισμού μας.Αποφάσισε να εγκαταλείψει τα εγκόσμια. Με τον θάνατό της ολοκλήρωσε έναν κύκλο μεγάλης προσφοράς. Σε καιρούς δύσκολους στρατεύθηκε στο κίνημα για την διάσωση και διάδοση του δημοτικού μας τραγουδιού.Όργωσε την Ελλάδα καταγράφοντας υλικό. Όταν η επίσημη πολιτεία δεν είχε σε υπόληψη τον λαϊκό μας πολιτισμό η Δόμνα Σαμίου κράτησε όρθια τη σημαία εμπνέοντας το σεβασμό. Αποζημιώθηκε για το έργο της.Κέρδισε την αγάπη και το σεβασμό πολλών.Όλου του ελληνικού λαού. Είμαι κι εγώ ένας από εκείνους που επιθυμώ να την ευχαριστήσω.Ανήκει στις μεγάλες κυρίες του πολιτισμού μας.Για να τιμήσω τη μνήμη της δημοσιεύω ένα κείμενο που έγραψα στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας όταν μηνύθηκε για τα αποκριάτικα τραγούδια που εξέδωσε.Καλό ταξίδι, Δόμνα Σαμίου.
Τα ίδια Παντελάκη μου τα ίδια Παντελή μου
Περίσσεψε ο θυμός τις τελευταίες μέρες με αφορμή τη μηνυτήρια αναφορά που κατατέθηκε στη δικαιοσύνη σε βάρος της Δόμνας Σαμίου για τα αποκριάτικα τραγούδια που τραγούδησε σε τηλεοπτική εκπομπή και τα οποία εξομοιώθηκαν από το μηνυτή με πορνογραφικά προϊόντα. Η θέση μάλιστα αυτή διατυπώθηκε με σκοπό την υποστήριξη της παράδοσης και της ηθικής του ελληνικού λαού.
Δυστυχώς, για μια ακόμη φορά η παράδοση, ο λαϊκός πολιτισμός στρεβλώνεται και εμφανίζεται ως ένα σύνολο συμπεριφορών, που αντιστρατεύονται την εξέλιξη. Ταυτίζεται ο λαϊκός πολιτισμός μ’ έναν ηθικολογικό διδακτισμό, που πρέπει να ευρίσκεται σε συνεχή εγρήγορση για την προστασία από την «αμαρτία», με όποια μορφή κι αν εμφανίζεται.
Οι κατήγοροι της Σαμίου, παρόλο που υποστηρίζουν ότι προχώρησαν στην ενέργειά τους από αγαθά αισθήματα προς το λαϊκό πολιτισμό, τελικά του καταφέρουν καίρια πλήγματα, καθώς δημιουργείται η εντύπωση στους νέους, ιδίως, ανθρώπους ότι η παράδοση είναι αποστεωμένη αντίληψη για τον κόσμο, προσανατολισμένη στο παρελθόν και φοβική προς το μέλλον. Με τον τρόπο αυτό επιταχύνεται η εξέλιξη που επιθυμούν να αποτρέψουν οι μηνυτές, η αδιαφορία δηλαδή προς την παράδοση και η άκριτη υιοθέτηση πολιτισμικών προτύπων και προϊόντων της μαζικής βιομηχανίας, καθώς αυτά συγκροτούν τον πόλο του μέλλοντος και της εξέλιξης, δεδομένου πως παρόμοιες ενέργειες σαν τη μήνυση πείθουν τη νεολαία από ότι δεν μπορεί να συναντήσει θετικές ιδιότητες στο λαϊκό πολιτισμό.
Χειροπιαστό παράδειγμα αυτής της στάσης των νέων είναι ό, τι συνέβη στη διάρκεια της δικτατορίας, όταν τα δημοτικά τραγούδια και οι παραδοσιακοί χοροί θεωρήθηκαν κύριοι μηχανισμοί έκφρασης της καταπιεστικής εξουσίας της στρατιωτικής διδακτορίας, με αποτέλεσμα ο λαϊκός πολιτισμός και, ιδίως, οι χοροί και τα τραγούδια να εξισωθούν από τη νεολαία με τις συντηρητικές απόψεις των συνταγματαρχών και να μπουν στο περιθώριο ως ανάξια λόγου δημιουργήματα. Χρειάστηκε να περάσουν δύο τρεις δεκαετίες, ώστε να αποενοχοποιηθεί ο λαϊκός πολιτισμός και να ανακαλύψουν οι νέοι και πάλι τον πολυπρισματικό δυναμισμό του.
Η διαμόρφωση ενός τέτοιου στερεοτύπου είναι επιζήμια για την καλλιτεχνική δημιουργία, τις ανθρώπινες σχέσεις, την αισθητική μας αντίληψη, τα δημοκρατικά δικαιώματα. Παραβλέπει το ότι ο πολιτισμός είναι διαλεκτική σύνθεση, όπου συνυπάρχουν αντίθετα , ή ασύμβατα κατά μία έννοια, πράγματα. Θεωρείται ότι υπάρχουν καλές και κακές πλευρές, όμορφες και άσχημες, ιερές και μιαρές. Προφανώς, η ταξινόμηση αυτή δεν αντιμετωπίζει το λαϊκό πολιτισμό ως ένα όλο που αγκάλιαζε το σύνολο της οικονομικής και κοινωνικής ζωής του ανθρώπου. Ενδεχομένως, η άποψη αυτή δεν γνωρίζει ότι τα τραγούδια των απόκρεων λέγονταν σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο και πλαισίωναν τις διαβατήριες τελετές των ανθρώπων, την ανάγκη τους να προκαλέσουν τη γονιμοποίηση της γης στη μετάβαση από το χειμώνα στην άνοιξη. Αντίθετα, τεμαχίζει τον πολιτισμό και επιλέγει με βάση τις ανάγκες του παρόντος, με βάση μια ηθικολογική αντίληψη όπου οι λέξεις απευθύνονται μόνο στα ένστικτα. Στα λεγόμενα βωμολοχικά τραγούδια απουσίαζε η πρόθεση αυτή, δεν ηθικολογούσαν. Ο άνθρωπος αντιμετωπίζεται ως μια πολυσύνθετη πραγματικότητα. Με την ευκολία που πήγαινε στην εκκλησία και εκδήλωνε την ευσέβειά του, κάνοντας γονυκλισίες, με τον ίδιο τρόπο συμμετείχε στις δημόσιες γιορτές και ξεφάντωνε, χωρίς να νιώθει ενοχές ότι μ’ αυτή την ενέργεια ήταν λιγότερο χριστιανός.
Και κάτι ακόμη. Οι γιορτές στις οποίες τραγουδιόνταν τα άσματα, ήταν δημόσιες, δεν μπορούσαν να είναι ιδιωτικές, μια και βοηθούσαν τους ανθρώπους να νιώσουν ομάδα, να σφυρηλατήσουν τη συλλογικότητά τους. Οι υποστηρικτές της ποινικοποίησης επιθυμούν να μετατρέψουν τα δημόσια αυτά γεγονότα σε ιδιωτικά. Ενώ μιλάνε στο όνομα της παράδοσης που αποθέωνε τη συλλογική έκφραση, κάτω από τα επιχειρήματά τους κρύβεται ο ατομικισμός της σύγχρονης εποχής αλλά και ο φόβος μπροστά στο καινούργιο που φέρει η τηλεοπτική μετάδοση τέτοιων εκδηλώσεων. Η τηλεόραση έχει ακούσει πολλά, δικαίως θα έλεγα. Ωστόσο, δείχνει ένα διαφορετικό πρόσωπο, όταν γίνεται η πλατεία, ο δρόμος, η γειτονιά του παλιού χωριού, όταν παίρνει τη μορφή του δημόσιου χώρου που ενώνει τις ατομικότητες των ανθρώπων. Τότε, λειτουργεί ο νόμος της ανατροπής που ίσχυε σ’ αυτές τις γιορτές. Συμμετέχει και η τηλεόραση στην ανάγκη για εκτόνωση, ψυχωφέλιμο ξεφάντωμα, σπάει τη συμβατικότητα των άλλων ημερών.
Θα ήταν πολλαπλά χρήσιμο αν η τηλεόραση δεν περιοριζόταν σε επετειακή σχέση με το λαϊκό πολιτισμό. Το χρειαζόμαστε όλοι και καμιά μηνυτήρια αναφορά δεν μπορεί να υψώσει φραγμό στην ανάγκη των ανθρώπων να εκφραστούν, να μάθουν τον πολιτισμό τους. Επιχειρήθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα να σπιλώσουν τον Καραγκιόζη, που τον χρέωσαν με βέβαιη διαφθορά των νέων αν συνεχίζονταν οι παραστάσεις του. Απέτυχαν, γιατί ο Καραγκιόζης κουβαλούσε με την αγαρμποσύνη του την αγάπη για τον άνθρωπο.
Αν έβλεπε όσα γίνονται αυτές τις μέρες θα έλεγε «τα ίδια Παντελάκη μου τα ίδια Παντελή μου».Ο εικοστός πρώτος αιώνας μας φέρνει το κλίμα του νεοσυντηρητισμού, που χαρακτηριστικό του γνώρισμα είναι το σύνδρομο της στρουθοκαμήλου.Ο λαϊκός άνθρωπος ήξερε να ξεχωρίζει, το ίδιο κάνει και τώρα.