Η χώρα γέμισε ανθρώπους με χαμηλωμένα μάτια. Τους συναντάς παντού: στον δρόμο, στο τρένο, στο λεωφορείο, στα καταστήματα, στη δουλειά. Η πλειονότητα των ανθρώπων πια δεν γελάνε. Ούτε με την καρδιά τους, νομίζω, ούτε κατά συνθήκη. Τις περισσότερες φορές, ακόμη και όταν ακούνε ένα καλό ανέκδοτο, όταν βλέπουν μια ωραία κωμωδία στο σινεμά, όταν τους συμβαίνει μια αστεία κατάσταση, δεν γελάνε. Μερικές φορές χαμογελούν, κάποτε ειλικρινά και κάποτε βεβιασμένα, από ευγένεια. Αλλά δεν κοιτάζουν τους άλλους στα μάτια.
Το βλέπεις και όταν βρίσκεσαι έξω για δουλειές, σε βόλτα, ή και όταν βγαίνεις από το σινεμά, από κάθε είδους ταινία: δραματική, κωμική ή άλλη. Οι περισσότεροι δεν μιλάνε, λες και κάποιος τους έχει κλέψει τη φωνή. Παλιότερα, ακόμη και αν αυτό που είχαμε δει ήταν μάλλον αδιάφορο, είχαμε το κουράγιο να πούμε φωναχτά τη γνώμη μας, ακόμη και να γελάσουμε με μια κακή ερμηνεία ή μια άτυχη στιγμή της ταινίας. Αν δε το έργο ήταν πραγματικά καλό, τότε εκφραζόμασταν με τα πιο έντονα λόγια και χειρονομίες, μιλούσαμε δυνατά, γελούσαμε ή δακρύζαμε, και πάνω απ’ όλα κοιταζόμασταν στα μάτια. Και αλαφρώναμε.
Δεν κοιταζόμαστε στα μάτια πια. Κοιτάζουμε κάτω, κοιτάζουμε πλάγια, σχεδόν ποτέ ίσια μπροστά. Ακόμη και οι οδηγοί στον δρόμο, που ανταλλάσσουν συχνά-πυκνά ύβρεις για κάθε πιθανό ή απίθανο λόγο, ούτε αυτοί κοιτάζουν τον «αντίπαλό» τους. Νομίζω πως καταλαβαίνω πια γιατί: τα μάτια μας φέρουν μια τρικυμία που φοβόμαστε πως, αν καθρεφτιστεί κάπου, θα ξεσπάσει. Και τότε οι συνέπειες δεν ξέρουμε ποιες θα είναι.
Κουβαλάμε την αγωνία μας για την κάθε μέρα σαν ενοχή. Σαν να μην επιτρέπεται να λυπηθούμε, να στενοχωρηθούμε και, ίσως, να επιβαρύνουμε τον διπλανό, που μπορεί να είναι ο οδηγός του ταξί που μας πηγαίνει σπίτι ή ο συνεργάτης στη δουλειά, αλλά είναι και ο γονιός, ο φίλος, ο δικός μας άνθρωπος. Ωστόσο, και ο άλλος, που επίσης ρίχνει το βλέμμα μακριά, είναι σαν να προσπαθεί να προστατευθεί και ο ίδιος από την αγωνία των διπλανών: η δική του είναι εξίσου μεγάλη, εξίσου οδυνηρή, εξίσου αληθινή. Δεν έχει χρόνο, ούτε χώρο για λίγη ακόμη. Ακόμη και όταν αποφασίζουμε να ανοιχτούμε, να πούμε πράγματα, δεν ακούμε, απλώς μονολογούμε. Οι περισσότερες συζητήσεις είναι συρραφές μονολόγων, χωρίς αρχή, μέση και τέλος. Μονόλογοι θλιμμένοι ή τρομακτικά θυμωμένοι.
Ενας λίγο προσεκτικός παρατηρητής, που αφήνει τις κεραίες του ανοιχτές, βάζοντας κατά μέρος τα δικά του προβλήματα, διαπιστώνει κάποτε πόση άφατη οργή ή λύπη μπορεί να κρύβει μια φαινομενικά γαλήνια συμπεριφορά ή ομιλία. Αν κατορθώσει να κοιτάξει στα μάτια τον συνομιλητή του, θα δει μια ελαφριά κοκκινίλα στην άκρη των βλεφάρων. Πίσω από αυτήν κρύβεται ένα βαθύ συναίσθημα: απογοήτευση, πόνος, ασθένεια, στενοχώρια, προσεκτικά συγκαλυμμένη οργή, φόβος. Μόνο τα μικρά, πολύ μικρά παιδιά εξαιρούνται από αυτό, για όσα –λίγα- χρόνια τα προστατεύει το φιλμ της αθωότητας.
Τι φταίει και ποιος; Τι συνέβη και αντί μέσα στην καταιγίδα να ενωθούμε, απομακρυνόμαστε συνεχώς ο ένας από τον άλλο; Γιατί, αντί να γίνουμε ομάδες, χωριζόμαστε σε ανίσχυρες, φοβισμένες μονάδες; Γιατί κλεινόμαστε όλο και περισσότερο στους μικρούς εαυτούς μας; Γιατί βλέπουμε στον διπλανό τον αντίπαλο και όχι τον δυνάμει σύμμαχο; Και πώς θα αλλάξουμε;
Ο Αμερικανός ποιητής Γουίλιαμ Στάνλεϊ Μέργουιν, δύο φορές βραβευμένος με Πούλιτζερ για το έργο του (1971, 2009), έχει πει ότι «η ποίηση απευθύνεται στους ανθρώπους στις πιο προσωπικές, εσωτερικές, τρομακτικές και συναρπαστικές στιγμές τους. Οι άνθρωποι στρέφονται στην ποίηση σε καιρούς κρίσης, γιατί είναι η μορφή τέχνης που εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί. Εκφράζοντας το ανείπωτο, παραμένει κοντά στις ρίζες της γλώσσας».
Η ελληνική γη γέννησε μεγάλους ποιητές σε εποχές δύσκολες όσο η σημερινή, ίσως και περισσότερο. Ας τους ψάξουμε, ας τους διαβάσουμε, ίσως να παρηγορηθούμε. Υπάρχουν πάντα εκεί, σε ένα σκονισμένο συρτάρι, σε μια ξεχασμένη βιβλιοθήκη. Αλλά να κάνουμε και το δυσκολότερο: να εκφραστούμε, με απλά λόγια και ουσιαστικά. Ας στραφούμε και προς τα παιδιά, ας κλέψουμε κάτι από το καθαρό βλέμμα τους, για να το μεταδώσουμε στους γύρω μας.