_________________Το μυθιστόρημα «Η σκιά της Μίκας», τέταρτο κατά σειρά του πανεπιστημιακού καθηγητή Βαγγέλη Αυδίκου είναι ένας πολυσύνθετος λαβύρινθος της μνήμης και της μυθοπλασίας, με επίκεντρο την ελληνική ομογένεια στην Αμερική και πολλούς επάλληλους ομόκε
ντρους ή τεμνόμενους κύκλους.
Αφηγητής και πρωταγωνιστής είναι ο Κοσμάς Τρίκαρδος, Έλληνας πρώτης γενιάς της Αμερικής, με πανεπιστημιακές κλασικές σπουδές στη μεγάλη χώρα. Τον συναντάμε στο ξεκίνημα της πρώτης μετά την αποφοίτηση δουλειά του στην Εταιρεία «Διεθνείς Οικονομικοί Σύμβουλοι», η οποία δραστηριοποιείται στο χώρο των επενδύσεων υψηλού ρίσκου.
Υψηλού ρίσκου βεβαίως υπήρξε η επιλογή εκ μέρους της εταιρείας του συγκεκριμένου συνεργάτη, του προερχόμενου από τον χώρο των κλασικών γραμμάτων, όπως και εκ μέρους του ίδιου του Κοσμά της συγκεκριμένης εργασίας, ο οποίος αναφέρει χαρακτηριστικά: «Εκ των υστέρων απορούσα τι γύρευα εγώ σε μια εταιρεία και, πολύ περισσότερο, τι βρήκαν αυτοί σ’ έναν πτυχιούχο που ήταν άριστος στο σχολιασμό των κειμένων του Αριστοτέλη, που γνώριζε ακόμη και τις άνω τελείες στα έργα του αλλά που η σχέση του με τις οικονομικές επενδύσεις υψηλού ρίσκου αποτελούσε ένα ερωτηματικό.
Συχνά πυκνά μάλιστα γνωστοί και φίλοι, τόσο στην Ελλάδα όσο και στους κύκλους των Ελληνοαμερικανών, απορούσαν με το ρίσκο να περάσω τον Ατλαντικό με σκοπό να σπουδάσω κλασικά γράμματα. Τόσος κόπος που δεν είχε άμεσο αντίκρισμα στην αγορά. Είχα πολλά να τους απαντήσω, αλλά επέλεγα πάντα τη σιωπή. Την προτιμούσα από μια ανώφελη συζήτηση. Δεν ήμουν βέβαιος πως θα κατανοούσαν τα κίνητρά μου, αν τους εξηγούσα τι σήμαιναν για μένα οι κλασικές σπουδές: ένα όνειρο ζωής.» Ο αφηγητής αυτοσυστήνεται με αυτόν τον τρόπο, προσφέρει τη βάση την οποία χρειάζεται να γνωρίζουμε, προκειμένου να νοηματοδοτήσουμε πολλές από τις ενέργειές του, οι οποίες θα διαγράφουν σταδιακά τον χαρακτήρα του, ο οποίος θα ολοκληρωθεί στα μάτια μας αρκετά αργά, μετά τη μέση της αφήγησης νομίζω. Άραγε θα δοθεί απάντηση στην ενδόμυχη απορία του αφηγητή για την επιλογή του από την εταιρεία; Θα δούμε. Ο συγγραφέας πάντως συνετά πράττοντας δεν βιάζεται.
Το παζλ της αφήγησης πρέπει να συμπληρωθεί αργά, προκειμένου να προκαλέσει την ανυπομονησία του αναγνώστη, ο οποίος στη συνέχεια θα δώσει την αναγκαία γι’ αυτόν επιτάχυνση μέσω της συστηματικής ταχείας ανάγνωσης. Αφηγητής και αναγνώστης συναντώνται με τη φροντίδα του συγγραφέα σε ένα διανοητικό χορό, ένα βαλς θα έλεγα, στο ρυθμό του Μεγάλου Γαλάζιου Δούναβη, στον στροβιλισμό του οποίου δε χάνουν ποτέ την ισορροπία, όμως συνάμα δεν γνωρίζουν την πορεία και το πέρας, διαπιστώνουν μόνο ότι ο ρυθμός επιταχύνεται.
Σταδιακά πληροφορούμαστε ότι ο αφηγητής μας είναι παντρεμένος με την Μαρία Τερέζα, Αμερικανοπολωνίδα, ακλόνητη γυναίκα, σε μια σχέση που ανταγωνίζεται την παλίρροια της καθημερινότητας, η οποία την απειλεί αλλά δεν κατορθώνει να την πνίξει. Σε αυτήν την οικογένεια συναντώνται και συναιρούνται δύο ευρωπαϊκοί πολιτισμοί, ο ελληνικός και πιο απόμακρα ο πολωνικός, με συνδετικό ιστό και κυρίαρχη υφή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα του αμερικανικού πολιτισμικού υποστρώματος. Σε αυτό το πλαίσιο μεγαλώνουν τα δύο παιδιά τους, στα οποία ο Κοσμάς προσπαθεί διαρκώς να αναπτύξει μια ελληνικότητα που αγωνίζεται εκτός έδρας και με το κοινό εναντίον της. Την αρμύρα της καθημερινής οικογενειακής παλίρροιας θα έρθει ασυναίσθητα και ανεξέλεγκτα να σφουγγίσει η Μάργκαρετ, συνεργάτιδα του Κοσμά στο γραφείο, η οποία διαθέτει όσες ιδιότητες απουσιάζουν από την Μαρία Τερέζα, είτε διότι δεν συνάδουν με τον χαρακτήρα της είτε διότι τις κλάδεψε η αδήριτη δίνη της καθημερινότητας, η οποία εμποδίζει πολλούς ανθρώπους να βλέπουν δίπλα τους. Η Μάργκαρετ, άφθαρτη από τις εντάσεις της καθημερινότητας και όντας σε θέση να μοιραστεί την προβληματική και τα προβλήματα του Κοσμά –περνώντας μάλιστα περισσότερες συγκριτικά με τη γυναίκα του τελευταίου μαζί του- θα διεισδύσει στην ψυχή του αφηγητή μετατρεπόμενη σε ηγερία του. Ο Κοσμάς Τρίκαρδος εξελίσσεται σταδιακά σε αυτό που συμβολίζει το επώνυμό του, όταν θα εμπλακεί συναισθηματικά και με τη σκιά της γυναίκας της οποίας τα ίχνη έχει την εντολή να αναζητήσει, με τη μορφή επαγγελματικής αποστολής, της νεκρής Σμυρνιάς Μίκας Τσεκουρίδου.
Η επαγγελματική αποστολή λοιπόν… Η εταιρεία στην οποία εργάζεται ο Κοσμάς έχει αναλάβει να αναζητήσει τα ίχνη της Σμυρνιάς Μίκας Τσεκουρίδου, για την ακρίβεια των ενδεχόμενων απογόνων της. Αυτή η γυναίκα είχε αγοράσει τη δεκαετία του 1920 μετοχές οι οποίες έχασαν την αξία τους κατά τη μεγάλη κρίση του 1929. Όμως οι μετοχές αυτές απέκτησαν ξανά αξία κατά το χρόνο της αφήγησης και έπρεπε να διαπιστωθεί αν υπάρχουν νόμιμοι κληρονόμοι της Μίκας, διαφορετικά τα κέρδη θα πήγαιναν στο ταμείο της οικονομικής υπηρεσίας του δήμου του Μπρονξ.
Ο Κοσμάς παίρνει από τον προϊστάμενό του έναν φάκελο με ελάχιστα στοιχεία για την υπόθεση και την οδηγία να αρχίσει την αναζήτηση από τον τάφο της Μίκας στο νεκροταφείο του Μπρονξ. Από εκεί ξεκινά η ομοδιηγητική αφήγηση με εσωτερική εστίαση. Γνωρίζουμε όσα γνωρίζει ο αφηγητής μας, ο οποίος αρχίζει την αφήγηση in media res, και η δική μας γνώση εξελίσσεται παράλληλα με τη δική του. Τίποτα δεν είναι εύκολο για τον Κοσμά, κι όμως φαίνεται να υπάρχει πίσω από το δίκτυο των πραγμάτων και των ανθρώπων ένα αόρατο νήμα που τα κινεί. Διαισθανόμενος το νήμα ο Κοσμάς βρίσκει κομμάτια του μίτου που θα τον οδηγήσουν σε έναν λαβυρινθώδη δρόμο, το δρόμο που σταδιακά θα οδηγήσει στη λύση. Η ιστορία μας ακολουθεί την πορεία φιλμ νουάρ χωρίς έγκλημα, με στοιχεία ρόουντ μούβι και ψυχολογικού δράματος.
Ο Κοσμάς ξεκινά την έρευνά του αποστασιοποιημένα, «επαγγελματικά», όπως αρμόζει, χωρίς συναισθήματα. Αυτό που αποζητά είναι μια ταχεία διεκπεραίωση της υπόθεσης, για να εδραιωθεί η θέση του στην εταιρεία και να εισπράξει την αδρή αμοιβή με την οποία θα καλύψει σημαντικές δαπάνες για μια ευρύχωρη κατοικία με κήπο. Πώς θα βγει όμως από αυτήν την υπόθεση; Θα φανεί στην πορεία της αφήγησης, μια πορεία με μάλλον σταθερά προδιαγραφόμενες από ένα σημείο και πέρα συναισθηματικές τροχιές αλλά πολλά απροσδόκητα γεγονότα και περιπέτειες με την αριστοτελική σημασία του όρου, «ες εναντίον των πραττομένων μεταβολή». Όπως και να ’χει το πράγμα, ο ήρωάς μας αρχίζει την έρευνά του με ελάχιστα στοιχεία στα χέρια του: το όνομα της αναζητούμενης γυναίκας, ο χώρος της τελευταίας της κατοικίας (κοιμητήριο του Μπρονξ) και η χρονολογία θανάτου, η δεκαετία μάλλον, του 1960. Μέσα σε έναν αφηγηματικό καταιγισμό, στον οποίο ο ήρωας συμπληρώνει το αυτοβιογραφικό του παζλ εκτελεί συνάμα το πρώτο του καθήκον και με πολύ κόπο και χρόνο (ώστε να χωρέσουν και οι πληροφορίες που θέλει να μας διαμεσολαβήσει ο αφηγητής) κατορθώνει την πρώτη του επιτυχία, την ανεύρεση του τάφου με την αποκρυπτογράφηση της δυσανάγνωστης επιγραφής: Mika Tsekouridis, – 1968, χωρίς ημερομηνία γέννησης. Τίποτε άλλο. Μετά τον πρώτο ενθουσιασμό έρχεται η σύνεση:
«Οι πληροφορίες της στήλης είναι αδύνατο να διαλύσουν το πηχτό σκοτάδι που σκεπάζει τη ζωή της, δεν μπορούν να μιλήσουν για τα όνειρα και τις ελπίδες, τον πόνο και τις προσδοκίες της». Ήταν πάντως μια νέα αφετηρία για περαιτέρω αναζήτηση. Ο ευρηματικός Κοσμάς θα αναζητήσει τα ίχνη της Μίκας στα αρχεία και στη μνήμη της ελληνικής διασποράς και με την ευκαιρία αυτή μας προσφέρει μια περιήγηση σε αυτόν τον αρκετά άγνωστο κόσμο για όσους δεν έτυχε να διαθέτουν συγγενείς μετανάστες στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Ένας πολυεπίπεδος νέος κόσμος ανοίγεται μπροστά μας, ο κόσμος της ομογένειας, ο οποίος μόνον ομοιογενής δεν είναι: μετανάστες διαφόρων γενεών, οικονομικών επιπέδων και βαθμού αφομοίωσης στη νέα πατρίδα και διατήρησης δεσμών με την παλιά, συναντώνται στο δίκτυο της αφήγησης.
Η αναζήτηση θα του δώσει μια νέα ιδέα, να στραφεί προς μια κύρια πύλη εισόδου των μεταναστών στην Αμερική, στο Έλλις Άιλαντ, στο οποίο υπήρχε Ληξιαρχείο εισερχομένων μεταναστών και μουσείο μετανάστευσης. Στο τελευταίο εντοπίζει ένα χειρόγραφο στα ελληνικά, το οποίο πλαισιώνουν τα αρχικά Μ.Τ.· να είναι άραγε το αναζητούμενο πρόσωπο; Ο αφηγητής αντιγράφει το κείμενο, το οποίο δίδεται αντί αναδρομικής αφήγησης ως βασικό στοιχείο της πλοκής: Πρόκειται για την αφήγηση της άφιξης της Μ.Τ. στο Έλλις Άιλαντ, τη γνωριμία της εκεί με τον επίσης μετανάστη Ιρλανδό Πάτρικ, τον χωρισμό των δρόμων τους στην αμερικανική αφετηρία. Το χειρόγραφο σταματάει απότομα σε κρίσιμο σημείο, κινητοποιεί όμως τη σκέψη και τον προγραμματισμό του Κοσμά: «Η Μ.Τ. για κάποιον λόγο διέκοψε απότομα το ημερολόγιό της. Ενδεχομένως να είναι η μόνη διαθέσιμη σελίδα. Δεν μπορώ να περιοριστώ σε υποθέσεις. Αποφασίζω να ψάξω το θέμα περισσότερο. (…) Φαίνεται πως η Μίκα Τσεκουρίδου θα με παιδέψει αρκετά. Δεν έχω ακόμη αξιόπιστες πληροφορίες για την πορεία της. Δεν ξέρω πού κινήθηκε, αν παντρεύτηκε, αν άφησε απογόνους. Γύρω μου είναι ακόμη πηχτό το σκοτάδι.». Η τύχη όμως είναι με το μέρος του, όσο κρατάει το πείσμα και η ερευνητική διάθεση. Το μουσείο διαθέτει κι άλλο χειρόγραφο της Μίκας, στο οποίο καταγράφει σημαντικές πληροφορίες για το κίνητρο της μετανάστευσης της ηρωίδας στην Αμερική αλλά και για την κοινωνιολογία της υπερπόντιας μετανάστευσης, στην οποία βρίσκουμε στοιχεία που αναδεικνύει και ο Βούλγαρης στις «Νύφες» του. Ένας «πατρόνος» οργανώνει την προσέλκυση μεταναστών για τον Νέο Κόσμο, με το αζημίωτο φυσικά. Εκμεταλλεύεται την άγνοια και την ανάγκη των μεταναστών. Η Μίκα, η οποία φτάνει αρχικά στην Ελλάδα σαν προσφυγοπούλα από την καιόμενη Σμύρνη του 1922, βρίσκει ως μη χείρον και επομένως βέλτιστον να δεχθεί την προσφορά ενός υπαλλήλου του πατρόνου και να ταξιδέψει στην Αμερική, για να αποφύγει το δράμα των εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων στην Ελλάδα. Όμως εκεί θα έρθει η διάψευση της επαγγελίας, θα πέσει θύμα οικονομικής εκμετάλλευσης, από την οποία όμως θα έχει το θάρρος να δραπετεύσει, για να αναζητήσει το όραμα του Πάτρικ στο Κολόμπους του Οχάιο, στο οποίο εκείνος είχε την πρόθεση να κατευθυνθεί όταν θα τελείωναν οι συνοριακές διατυπώσεις στο μέρος που γνωρίστηκαν οι δυο τους και μετά χάθηκαν.
Ο έρωτας, μακράς ή σύντομης διάρκειας, αποκλειστικός ή παράλληλος, ως εκ του σύνεγγυς βίωμα ή ως μνημονική σχέση ζωής, διαδραματίζει έναν καταλυτικό ρόλο στην αφήγηση. Η εμπλοκή του Κοσμά με τη συνεργάτιδά του Μάργκαρετ θα κινητοποιήσει την τελευταία να τον παραπέμψει στον πρώτο της μεγάλο έρωτα, τον Έλληνα Ηλία Καλοσίμο, ειδικευμένο στην προφορική ιστορία, ιδιαίτερα στους πρόσφυγες και μετανάστες Μικρασιάτες με ελληνική καταγωγή, διευθυντή στο Κέντρο Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Οχάιο. Ο κατάλληλος άνθρωπος λοιπόν. Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη, αρκεί να ξέρει και να θέλει κανείς να περπατάει. Ο Ηλίας έχει όπως κι η Μίκα σμυρναίικη καταγωγή, διαφέρει ως προς αυτή σε γενιά τόσο στη διαμονή στη Σμύρνη (μετά την καταστροφή εκείνος) όσο και στην Αμερική. Η Ηλίας θα κατευθύνει την έρευνα του Κοσμά προς την ιρλανδέζικη παροικία του Οχάιο, καθώς ο αγαπημένος της Μίκας, (ο άλλος, μεγαλύτερος και καταλυτικός αυτός, έρωτας της αφήγησης) ο Πάτρικ, ήταν ιρλανδικής καταγωγής. Με αυτό το εύρημα ο συγγραφέας μας εισάγει σε μια άλλη πτυχή της υπερπόντιας μετανάστευσης, ενδεικτικά την ιρλανδέζικη παροικία, η οποία εξετάζεται ως ένα ακόμη παράδειγμα που κάπως μοιάζει με την ελληνική περίπτωση, αφού προέρχεται από ένα μικρό ευρωπαϊκό εθνοπολιτισμικό χώρο. Έτσι απλώνεται μπροστά μας ένα δείγμα του πολυπολιτισμικού αμαλγάματος των Ηνωμένων Πολιτειών, αμαλγάματος που αν εστιάσουμε προσεκτικά θα διακρίνουμε πολυάριθμες πολιτισμικές μπάμπουσκες σε ένα διαρκή μετασχηματισμό και αμοιβαία όσμωση.
Στην κοινότητα των Ιρλανδών μεταναστών και έχοντας φτάσει στη μέση του βιβλίου, ο αφηγητής θα μας δώσει περισσότερα στοιχεία για τη Μίκα, η οποία σταδιακά από σκιά, σκίτσο, θα μετατραπεί σε προσωπογραφία. Εντοπίζει έναν καθοριστικής σημασίας υπερήλικα μάρτυρα, ο οποίος είχε γνωρίσει τη Μίκα στα παιδικά του χρόνια και είχε αποτελέσει σημείο αναφοράς στη ζωή του, τόσο με την παρουσία της στο πλευρό του αγαπημένου της Πάτρικ, όσο και με τη φυσική της απουσία και το στοίχειωμα της μνήμης του για μια ολόκληρη ζωή, όταν μετά τον θάνατο του συντρόφου της στο μέτωπο της Νορμανδίας εξαφανίστηκε από τον κοινό χώρο αναφοράς. Όμως αν η απόσταση στο χώρο χωρίζει τους ανθρώπους και δεν βλέπονται, ο γόνος του κοινού χρόνου φαίνεται να είναι κτήμα ες αεί, συνδετικός ιστός στη ζωή και στον θάνατο, αφού ένα συνώνυμο της ζωής είναι η μνήμη κι ένα του θανάτου είναι η λήθη. Κι ανάμεσά τους η αλήθεια, η α-λήθεια, αυτή η ιδιαίτερης υφής πραγματικότητα, η οποία συνιστά την πεμπτουσία της μάχης ανάμεσα στη μνήμη και τη λήθη, τη ζωή και το θάνατο, όπως συνετά καταδεικνύει και ο συγγραφέας μας.
Η μάχη του αφηγητή κατά της λήθης συνεχίζεται. Η επίμονη έρευνά του φέρνει νέα αποτελέσματα. Αφηγήσεις, φωτογραφικό υλικό και η παρουσία ενός παιδιού μετατρέπουν την έρευνα σε γλύπτη που μορφοποιεί σταδιακά το αδρανές υλικό, το καθιστά όλο και πιο οικείο. Όσο περισσότερο εμβαθύνει στην ιστορία των προσώπων ο Κοσμάς, τόσο περισσότερο εμπλέκεται συναισθηματικά μαζί τους. Η σκιά της Μίκας του γίνεται έμμονη ιδέα, μια χίμαιρα που κυριαρχεί στις ενέργειές του. Θα ήταν άδικο αν συνέχιζα την παρουσίαση αποκαλύπτοντας το υπόλοιπο της πλοκής. Άδικο για τον αναγνώστη, καθώς θα του αφαιρούσα τη γοητεία του απροσδόκητου. Ο αφηγητής φτάνει πολύ κοντά στη λύση, όμως η ζωή δεν βιώνεται ευθύγραμμα βάση προγράμματος. Παλίρροια και άμπωτη θα τον οδηγήσουν κοντά και συνάμα θα τον απομακρύνουν από τη λύση, ενώ ανοίγει πολλά ζητήματα, όπως η υπερπόντια υιοθεσία παιδιών του εμφυλίου, τα οποία έχουν απασχολήσει κάπως την ιστορική έρευνα, ηρεμούν όμως στο πεδίο της συλλογικής λήθης. Το μυθιστόρημα, το οποίο εκδίδεται σε μια κρίσιμη περίοδο της νεότερης ιστορίας μας και ανοίγει ξανά το εκ των πραγμάτων επικαιροποιημένο ζήτημα της μετανάστευσης, θα ολοκληρωθεί με ένα δυνατό κύμα, το οποίο θα κλείσει αναπάντεχα την υπόθεση. Απομένει στον κάθε αναγνώστη να την κρίνει. Προσωπικά, φρονώντας ότι η ζωή μιμείται την τέχνη, θεωρώ την ευρηματική κατακλείδα εντυπωσιακά απροσδόκητη, μυθιστορηματική, επομένως απολύτως μέσα στις πιθανότητες της πραγματικής ζωής. Το μυθιστόρημα, ως τέχνη, είναι μέρος της πραγματικότητας, καταλαμβάνει χώρο σε αυτήν, ανατροφοδοτώντας την συνάμα.
Φτάνοντας πια στο τέλος θα ήθελα να αναφέρω ελάχιστα ακόμη στοιχεία για την αφηγηματική τεχνική που αναφαίνεται στο βιβλίο. Η κύρια αφήγηση διακόπτεται από αναδρομικές αφηγήσεις, την παράθεση εμβόλιμων κειμένων τα οποία λειτουργούν επίσης ως αναδρομές, διανθίζεται από επιβράδυνση και άλλα στοιχεία αφηγηματικής τεχνικής και πλοκής. Τα πρόσωπα συγκροτούνται σταδιακά και αποκτούν υπόσταση ολοκληρωμένων ανθρώπων, αποφεύγοντας την εύκολη λύση της λογοτεχνικής περσόνας. Οι διάλογοι είναι γρήγοροι και πειστικοί, οι περιγραφές δεν έχουν περιττά στοιχεία αλλά υπηρετούν την πλοκή, στο τέλος του έργου νιώθει κανείς πολύ μεγάλη οικειότητα με τα πρόσωπα και το θέμα, είναι ο ίδιος μέρος της πλοκής.
Ο συγγραφέας ελέγχει καλά τα αφηγηματικά εργαλεία, τόσο ώστε η τελευταία παράγραφος να γεννά μελαγχολία. Τη μελαγχολία που προκαλεί το τέλος ενός ωραίου ταξιδιού σε έναν κόσμο πρωτόγνωρο, ο οποίος χτίζεται ενώπιόν μας. Τι άλλο να νιώσει κανείς το απόβραδο της έκτης μέρας της δημιουργίας, όταν καθετί έχει πάρει τη θέση του σε ένα συμπληρωμένο πλέον παζλ; Η δημιουργική ανάγνωση ενός ωραίου μυθιστορήματος έχει αυτό το τίμημα: του τέλους του. Όπως στο ταξίδι προς την Ιθάκη, μετά την άφιξη αναδύεται ο φόβος μπροστά στο αποσυρμένο στην προκυμαία σκαρί, μπροστά στη λευκή σελίδα,.
Να μας παρηγορεί άραγε κάπως η απόπειρα του αναστοχασμού ή η προσδοκία του επόμενου βιβλίου;
Βαγγέλης Αυδίκος, Η σκιά της Μίκας, μυθιστόρημα, εκδ. Ταξιδευτής, Αθήνα 2013.