Το ιστολόγιο αποσκοπεί στην επικοινωνία με επιστήμονες(λαογράφους, ανθρωπολόγους, εθνολόγους, ιστορικούς, κοινωνιολόγους, φιλόλογους, κ.λπ)αλλά και σε όλους όσους αγαπούν το λαϊκό πολιτισμό, τη λογοτεχνία, ανησυχούν για την εκπαίδευση και την κοινωνία και αναζητούν μέσο έκφρασης. Είναι μια σκηνή για ενημέρωση και ανταλλαγή απόψεων. Ακόμη,το ιστολόγιο περιλαμβάνει στήλη(blogaρίσματα) για τη διατύπωση απόψεων σε τρέχοντα ζητήματα.
Τετάρτη 31 Ιουλίου 2019
ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ, Ευάγγελος Αυδίκος, Οδός Οφθαλμιατρείου, Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ 2019, https://www.culturenow.gr/odos-ofthalmiatreioy-o-krystallis-apokalyptetai-mesa-apo-ton-kryst/
Αρχική Σελίδα » Βιβλίο » Reviews » «Οδός Οφθαλμιατρείου»: Ο Κρυστάλλης αποκαλύπτεται μέσα από τον Κρυστ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ / 17-07-2019 / 14:05
«Οδός Οφθαλμιατρείου»: Ο Κρυστάλλης αποκαλύπτεται μέσα από τον Κρυστ
Κάθε μέρα νέοι διαγωνισμοί στο Culturenow.gr
Δες εδώ! ❯
Το βιβλίο «Οδός Οφθαλμιατρείου» από τις εκδόσεις Εστία αποτελεί ένα συγκινητικό λογοτεχνικό ταξίδι στο έργο και το πρόσωπο του ποιητή Κρυστάλλη.
Διαβάζοντας το συναισθηματικά φορτισμένο βιβλίο του Αυδίκου και ταυτιζόμενος κατά μία έννοια με την αγωνία του ήρωα του Κρυστάλλη ως προς την επιστροφή στη μητέρα πατρίδα θυμήθηκα ένα παλιό τραγούδι και τον παρακάτω στίχο: «Οδός Ελλήνων, οδός του πάθους, οδός του ύψους και του βάθους». Και πράγματι ο Κρυστάλλης, θύμα του χωροχρόνου μιας χώρας με μικρές αντοχές στο διαφορετικό διηγείται μια ζωή όχι σπαρμένη με ροδόνερο, μια ζωή αγκαθωτή σαν του Χριστού το στεφάνι, μια ζωή με ποίηση και πόνο, μια ζωή χαμένη στις μεταφράσεις των ανθρώπων που δεν τον κατανόησαν, που δεν μπόρεσαν να δουν το φως της ψυχής του και να αφουγκραστούν το πάθος του για ζωή και δημιουργία. Ο Αυδίκος, χτίζοντας αυτό το μυθιστόρημα με βλέμμα στον ποιητή μας χαρίζει κάτι από τη μαγεία του, κάτι από τον στοχαστικό του οίστρο, αφιερώνει σελίδες ομορφιάς σε μία μορφή που έφυγε νωρίς.
Ένας άγιος της τέχνης
Ο πρωταγωνιστής Κρυστ που έρχεται σε επαφή με το έργο του Κρυστάλλη είναι αυτός που οδηγεί τον αναγνώστη στις κατακόμβες ενός μοναδικού και σπάνιου έργου, μιας ποίησης και ενός πεζού λόγου που αιμορραγεί από το βάσανο του ψυχισμού του ποιητή και πεζογράφου αλλά την ίδια στιγμή πλημμυρίζει από ομορφιά, από άγρια ομορφιά και από έναν εσωτερικό κόσμο που μυρίζει γιασεμί και λάμπει από φως. «Εκεί που κολυμπούσα στους αριθμούς ο Κρυστάλλης μου έδωσε μια άλλη θάλασσα. Ένα παράθυρο στα Τζουμέρκα που ως τότε τα είχα βγάλει από τη ζωή μου». Ο Κρυστάλλης είναι από τους ποιητές που έφυγε νωρίς από τη ζωή λόγω ασθένειας της εποχής, όμως άφησε πίσω του ένα έργο πλούσιο και εμπνευσμένο από τις επιταγές της ιδιαίτερης φύσης του, αυτής που τον οδηγούσε με κάθε τρόπο στη γραφή.
Ο Αυδίκος μας μεταφέρει μέσω του βιβλίου όλο τον παλμό και την ένταση αυτού του Άγιου της τέχνης που πάσχισε πολύ να βρει τον δρόμο του, λίγες φορές ευχαριστήθηκε το μονοπάτι αυτό και πολλές βίωσε την απόρριψη και την απογοήτευση σε μια χώρα που τον στρίμωχνε και τον έδιωχνε σαν να μην είχε για αυτόν καμία ικμάδα αναγνώρισης και επιβράβευσης. Η σύγχρονη Αθήνα και η οδός Οφθαλμιατρείου είναι το σημείο αναφοράς του ποιητή, είναι μια γωνιά της πόλης όπου κανείς νιώθει να βρίσκει το πνεύμα του ποιητή να κυκλοφορεί πολλά χρόνια αργότερα. Ο ήρωας Κρυστ δεν απέχει πολύ από τον ποιητή, είναι ένας καθρέφτης της αγωνίας ενός ανθρώπου που προσπαθεί να ορθοποδήσει και να δημιουργήσει σε μια πατρίδα που κρατά καλά κλειστές τις πόρτες της στο διαφορετικό, είναι η απόλυτη προσωποποίηση ενός δύσκολου περάσματος που κανείς οφείλει να διαβεί για να μπορέσει να επιβιώσει.
Μια ζωή στην ανηφόρα, μια ζωή που δεν χαρίστηκε
«Η υπερδιέγερση είναι το εισιτήριο για να ανοίξουν οι μπάρες της γραφής. Η νηφαλιότητα είναι για τον καιρό της αγρανάπαυσης. Έχω μια θάλασσα μέσα μου, άλλοτε ήσυχη κι άλλοτε γίνεται θεριό ανήμερο». Ο λόγος του Κρυστάλλη είναι χειμαρρώδης, αφηγείται μια ζωή γεμάτη ανηφόρες, μια ζωή που σίγουρα δεν του χαρίστηκε και πολλές βρέθηκε μόνος και μοναχικός να αναμετράται με τη μοναξιά του, να πνίγεται στη βουβή ανυπαρξία αναζητώντας κάπου κάπου ένα διέξοδο στη θλίψη του μέσω της ανάγκης του να λυτρωθεί με τη γραφή. Και έτσι ξεπηδούν γράμματα, φράσεις, λέξεις και σκέψεις που καθρεφτίζουν τον πυρετό της αγωνίας του ποιητή για την κάθε μέρα που ξημερώνει. Δεν είναι πολλές οι αντοχές του το ομολογεί αλλά παλεύει με το μέσα του και δεν φοβάται τον αγώνα αυτό.
Ο Κρυστ του Αυδίκου είναι ουσιαστικά το καλύτερο όχημα για να μας κάνει κοινωνούς μιας συμπόρευσης, ένα va et vient στη μηχανή του χρόνου. Γιατί μπορεί οι εποχές να αλλάζουν, οι άνθρωποι όμως όχι και αυτό φαίνεται εδώ σε κάθε έκφανση της αφήγησης. Ο αναγνώστης ταξιδεύει με μοναδικό όπλο τον λόγο του ποιητή και μια νοσταλγία για την αθωότητα μιας εποχής που πέρασε ανεπιστρεπτί. Καθόλου τυχαίο πως ο Κρυστ μοιάζει άγνωστος μεταξύ αγνώστων σε μια πόλη για την οποία όλοι του έχουν μιλήσει. Και όμως εκείνος δεν φοβάται να κάνει το επόμενο βήμα, ζει τους έρωτες όπως και ο ποιητής Κρυστάλλης και αν και βγαίνει πονεμένος και ταλαιπωρημένος κατά κάποιο τρόπο απολαμβάνει αυτήν τη διαδρομή με όλο του το είναι. Οι έρωτες και αυτοί είναι μια κάποια λύση…
Ο πρωταγωνιστής συνομιλεί με τον ποιητή μέσα από ένα διάλογο που άλλες φορές αποκαλύπτεται και άλλες φορές αφήνεται να εννοηθεί από τον φιλοσοφικό περίπατο στα όνειρα και τις προσδοκίες και των δύο. Είναι και οι δύο ήρωες του καιρού τους, πρίγκιπες ενός ιδεατού κόσμου που δεν υπάρχει παρά μόνο στη ψυχή τους αλλά μέσα από το συναπάντημα που λαμβάνει χώρα μπορεί ο Κρυστ να αποτελέσει γέφυρα ώστε ο λόγος του ποιητή Κρυστάλλη να μεταλαμπαδευτεί στο σήμερα. «Η ψυχή του διψούσε να τρυγήσει τσαμπιά αγάπης. Βολεύτηκε, όμως, με ρόγες. Κι αυτό δεν του έφτανε, παθιαζόταν με την ομορφιά. Ενθουσιαζόταν με την αγαθότητα. Δεν ήταν το λάλημα του τραγουδιστή αθώο, δεν ήταν της στάνη το τσοπανόπουλο που κρατούσε τη φλογέρα του».
Αποσπάσματα
«Η τέχνη είναι ασκητική. Δεν είναι πανηγύρι. Έχει σωματικό πόνο. Και ψυχικό. Σαν τη γέννα».
«Οι στίχοι γράφονται με ταραχή, δεν είναι παίξε γέλασε η ψυχή. Μια σκέψη για να πιάσεις ή μια λέξη, μπορείς να καρτερείς όσο να φέξει».
Southern Cultures Summer 2019 “Inside/Outside” Issue
Below, please see the Table of Contents for Southern Cultures’s Summer 2019 issue, themed “Inside/Outside” in celebration of the journal’s 25th anniversary. “[T]he study of the South is more expansive than at any time in the region’s history,” writes guest editor William Sturkey. “The old walls separating insider and outsider are crumbling, allowing the long suppressed full talents of this region to flourish in new ways.” The second issue of our 25th anniversary series examines the boundaries—real and imagined—that aim to mark us as insiders and outsiders.
FRONT PORCH: INSIDE/OUTSIDE
by Marcie Cohen Ferris
"The South has much to teach about the dangers and opportunities of belonging and exclusion, of being inside and outside the American experience."
THE FUTURE BELONGS TO US
by William Sturkey
"What will come, I hope, is an honest reckoning that will one day finally set all of us free."
NOTES TOWARD AN ESSAY ON IMAGINING THOMAS JEFFERSON WATCHING A PERFORMANCE OF THE MUSICAL “HAMILTON”
by Randall Kenan
"But he'd have to acknowledge that the soul of his country is southern; the soul of his country is black."
TO SURVIVE ON THIS SHORE
by Jess T. Dugan, Vanessa Fabbre
"I know the next relationship that I go into, that person's going to be damn lucky. Because I've got my shit together. I've got my game on."
POLICING IMMORALITY IN A VIRGINIA GIRLS’ REFORMATORY
by Erin N. Bush
"'Delinquent' girls like McNamar became the victim, the problem, the cause, and the evidence of other urban dilemmas within the reform rhetoric and agenda."
THE SPACES WE INHERIT
by Oliver Clasper
"These landscapes hold the remnants of five thousand distant voices."
GOING UP AND COMING DOWN
by Alex Macaulay
"As the noted Music City chronicler Peter Cooper put it . . . . 'Death, taxes, and backlash are inevitable for those fortunate enough to be successful.' Such was the case with Kristofferson, whose fall paralleled his rise."
THE “BALTIMORE IDEA” AND THE CITIES IT BUILT
by Emily Lieb
"Every 'inside' has an 'outside.' Every boundary has a sentinel. Almost every backyard has a NIMBY."
THE RAREST OF SENSES
by Monique Truong
"We cannot understand the power and the meaning of food until we understand hunger."
MÁS DE UNA HISTORIA
by Joanna Welborn
This article appears in the Inside/Outside Issue (vol. 25, no. 2: Summer 2019) and has been condensed.
THE SOUNDS THAT WAKE ME
by Savannah Sipple
"My mother says she can remember the snap. I wasn't there, / but I can hear it, too . . . "
Southern Cultures Special Issue on “Art, Call for Papers Special issue of Southern Cultures: Art Guest Editor: Teka Selman
Southern Cultures, the award-winning, peer-reviewed quarterly from UNC’s Center for the Study of the American South, encourages submissions from scholars, writers, and artists for this special issue, to be published Summer 2020. We will be accepting submissions for this special issue through September 16, 2019, at https://southerncultures.submittable.com/Submit .
We are seeking words and work that examine artistic expression in and about the South—the mediums, methods, and narratives that inform our perceptions of and desires for the region. What is the role of creativity in picturing the past, present, and future of a multifaceted region that has many times reinvented itself, that is ever-evolving?
The South has played a pivotal role in the making of American culture, whether in the form of blues and jazz and literature and culinary arts, or through the lasting and devastating aftereffects of slavery and segregation. What does it mean to make work in a place that is both reviled and revered? How have artists living in the South taken up the challenges of creating in a region whose visual output rarely receives the same level of attention and acclaim as the Northeast and West Coasts? What do artistic communities in the South look like? Could it be true that there is such a thing as “southern art” and, if not, how do visual artists from or working in the South complicate that notion? Who are the makers pushing forward new narratives and ideas across the region, and what do they have to say?
The art we create reveals attitudes about what the South is and means (or what we wish it were and meant). It can likewise act as an agent of understanding and debate, capable of fostering both empathy and chaos. We will explore the many complex ways that the visual arts frame the South; and how attitudes and ideas about the region manifest across a variety of media, styles, and expressions. In gathering and interpreting the art that southerners have created and are creating, this issue seeks to explore visions of the South that begin to imagine its pivotal role in an uncertain future.
Submissions can explore any topic or theme related to visual expression in the South, and we welcome explorations of the region in the forms Southern Cultures publishes: scholarly articles, memoir, interviews, surveys, photo essays, and shorter feature essays. We hope that submitters will interpret the idea of the visual South broadly.
Possible topics and questions to explore might include (but are certainly not limited to):
- The act of envisioning a future through visual art
- Explorations of art and the archive
- The diversity, complexity, and competing perceptions of southern experience
- Art and protest in the South
- The intersection of visual art and spirituality
- Transmutations, or art as an alchemic practice
- Histories of visual representation in and of the South
- Southern constellations: explorations of artistic centers and communities in the South
- Southern artistic influence outside of the region
As we also publish a digital edition, we are able to supplement print materials with video, audio, and interactive visual content. We encourage creativity in coordinating print and digital materials in submissions and ask that authors submit any potential digital materials with their essay or introduction/artist’s statement.
We encourage authors to gain familiarity with the tone, scope, and style of our journal before submitting. Those whose institutions subscribe to Project Muse can read past issues for free viahttp://muse.jhu.edu/journals/southern_cultures/ . To read our current issue, access our submission guidelines, or browse our content, please visit us online at SouthernCultures.org
Τρίτη 30 Ιουλίου 2019
Ευάγγελος Αυδίκος,Λέλε στιάουα, EFSYN, 30 IOYLIOY 2019
Η Πίνδος δικαιώνει όσους την είπαν «ουρανογείτονα». Κάθε επίσκεψη είναι
και μια συνομιλία με έναν άλλο κόσμο. Που για να τον αφουγκραστείς χρειάζεται
να ανοίξεις την ψυχή σου σε γλώσσες αλλιώτικες. Σε αισθήματα που απαιτούν
υπέρβαση. Αν δεν απελευθερώσει ο επισκέπτης την αλυσοδεμένη σκέψη του, θα
νιώσει δυσφορία κι αμηχανία. Μπροστά σε εικόνες που αμφισβητούν τον «καθαρό»
και ορθόφρονα κόσμο του.
Νόμος είναι στην Πίνδο η
συνεχής ανατροπή. Η συνείδηση πως οι άνθρωποι είναι μέρος ενός συμπαντικού
κόσμου, που διαλέγεται με τρόπους πολλούς. Κι ένας από αυτούς είναι η ψυχή. Που
μπορεί να ακούσει τους ψιθύρους που πλανώνται στις φυλλωσιές των δέντρων. Που
σταλίζουν στη ρίζα του πλατάνου, ο οποίος δροσίζεται από το ρυάκι – κι αυτό
ξέρει τον ρόλο του.
Στην Πίνδο όλα μιλάνε με τις
σιωπές τους. Που γίνονται ομιλούσες μετά την ξαφνική βροχή. Ολα τότε γίνονται
πιο εύκολα. Οι ήχοι σαν να καθαρίζουν. Τότε είναι που ακούγεται η φωνή του
υλοτόμου. Του αθεράπευτα ερωτευμένου νέου. Το τραγούδι του κατεβαίνει τις
πλαγιές. Τα φύλλα του έλατου, της οξιάς και του πλάτανου αναμεταδίδουν τα λόγια
του σε φαράγγια και χωριά. Ο πόθος του κοχλάζει, είναι έτοιμος να πουλήσει ό,τι
έχει και δεν έχει για να παντρευτεί την αγαπημένη του. Το αστέρι του.
Λέλε στιάουα νjι. Η φράση
κατέβηκε από την κοιλάδα του Αώου το τριήμερο της Αγίας Παρασκευής. Επιασε
στασίδι στο Κ’νικ, το πλάτωμα του χωριού Περιβόλι των Γρεβενών. Λέξεις και
αισθήματα που σε βρίσκουν στο δόξα πατρί, άμα είσαι άμαθος. Αν όμως έχεις
ανοιχτή την ψυχή σου, μπορεί ο υλοτόμος να έρθει κοντά σου και να μοιραστεί τον
πόνο του μαζί σου. Αρκεί να ψιθυρίσεις τα πονεμένα λόγια του τραγουδιού του.
Που για τρεις μέρες ζυμώνεται με την ψυχή των Περιβολιωτών. Ο πόνος του
υλοτόμου γίνεται πρόσφορο και αντίδωρο της παράδοσής τους. Της ανάγκης να
αφήσουν τον κάμπο. Να ξανασυναντηθούν με την ψυχή των βουνών τους. Με αγαπημένα
τοπωνύμια που τους συντροφεύουν όλο τον χειμώνα στον κάμπο.
Λέλε στιάουα νjι. Λέλε αστέρι
μου, ο πόνος του υλοτόμου γίνεται ο τρόπος να μιλήσουν για τον δικό τους πόνο
οι Περιβολιώτες. Να ανανεώσουν τους όρκους πίστης τους με την πολιτιστική τους
μήτρα. Για τρεις μέρες, πρωί και απόγευμα, χορεύουν τα τραγούδια τους στο
πλάτωμα του Κίνικ, έξω από το χωριό. Και μετά κατεβαίνουν στην πλατεία
τραγουδώντας αντιφωνικά. Ολες οι γενιές μαζί. Μια εντυπωσιακή συνύπαρξη πασών
των γενεών. Οπου οι μικρότεροι μυούνται στον κόσμο της πολιτισμικής τους
κληρονομιάς. Χωρίς διδακτισμούς.
Λέλε στιάουα. Η φράση αντηχεί
σε όλο το χωριό. Είναι ένας όρκος που ανανεώνεται κάθε χρόνο. Για τρεις μέρες.
Δημήτρης Χριστόπουλος,Ευάγγελος Αυδίκος Οδός Οφθαλμιατρείου Μυθιστόρημα εκδ. Εστία, https://dimichri65.blogspot.com/2019/07/blog-post.html?fbclid=IwAR12XbCqptBAUCYPhevpSTV1XJGTCVHvAeoXz81TeaY8u80D530FR7mh1WI
"Ας αφήσουμε τα λόγια. Γνώση του ποταμιού σημαίνει νάσαι μέσα στο ποτάμι" (Τ. Σινόπουλος)
Τρίτη, 30 Ιουλίου 2019
Μνημόσυνη πεζοπορία στις σκιές
Ευάγγελος Αυδίκος
Οδός Οφθαλμιατρείου
εκδ. Εστία
«Σκαλί σκαλί κατεβαίνω στην ψυχή των απόντων, μνημόσυνη πεζοπορία στις σκιές. Στα ρουμάνια και τις βρύσες. Στους θρύλους και τις παραδόσεις, τους ήχους της φύσης και τα κρυφομιλήματα των τόπων. Σε όσα σου εκμυστηρεύτηκαν τα βουνά, οι σπηλιές, τα δέντρα, τα πρόβατα και οι άνθρωποι στις πολύχρονες περιπλανήσεις σου από πέτρα σε πέτρα, από μύλο σε νεροτριβή, από ρυάκια σε ποτάμια, από καλντερίμια σε πλατείες, βρύσες και κατώγια» (σ. 80)
Ο Αυδίκος μάς δίνει ένα μυθιστόρημα όπου ένας συγγραφέας γράφει πώς ο εικοσιπεντάχρονος Κρυστ Σούλτις έγινε συγγραφέας και τελικά ο ίδιος ο συγγραφέας μας κατέληξε να γράψει αυτό το βιβλίο.
Ο Αυδίκος, με εργαλείο την για χρόνια σφυρηλατημένη γραφή του στο αμόνι της παράδοσης, σκάβει βαθιά στο παρελθόν, να βρει πολύτιμα κοιτάσματα, γλωσσικούς θησαυρούς, μαλάματα έκφρασης αλλά και αναγκαίους οδοδείκτες για το παρόν και το μέλλον. «Ήρθε η ώρα να θυμηθώ. Να κερδίσω το μέλλον». Η περιπλάνηση στο λογοτεχνικό μας παρελθόν όχι ως νοσταλγική αναπόληση και μυθοποίηση της ηθογραφίας και φόρος τιμής σε έναν άδικα λησμονημένο ποιητή, αλλά ως αδήριτη αναγκαιότητα να ιχνηλατήσουμε ένα μονοπάτι που θα μας βγάλει σε ένα ξέφωτο. «Έρχονται μέρες που ξανακερδίζω τ’ όνομά μου. Νάρκη ψυχή θα σε πατήσω σαν οχιά».
Λένε πως ένα βιβλίο είναι ο καθρέφτης του αναγνώστη του. Πως στις γραμμές του αλλά και πίσω από αυτές και ανάμεσα σε αυτές, εκεί στις πολύτιμες σιωπές και αποσιωπήσεις του, ο αναγνώστης θα δει να αχνοφαίνεται ο ίδιος, οι σκέψεις και οι ανομολόγητες επιθυμίες του. Προσωπικά αυτό που είδα είναι ο αγώνας ενός ανθρώπου αγνού και απροσάρμοστου στο αστικό περιβάλλον της εποχής του να προσπαθεί να μείνει πιστός στην κοινωνική αποστολή της τέχνης του και στις αξίες με τις οποίες είχε μεγαλώσει. Ο Αυδίκος λοιπόν δανείζει τη φωνή των χαρακτήρων του για να μιλήσει ο ίδιος ο ποιητής για τα ανομολόγητα, για να δώσει στις λέξεις του ποιητή μια δεύτερη ζωή.
Λέει στη σ. 136, ένας όμορφα πλασμένος χαρακτήρας του βιβλίου, η Φωτεινή (κι εδώ να πω ότι ο Αυδίκος πλάθει αριστουργηματικά όλα τα γυναικεία πρόσωπα), η οποία νιώθει να επιστρέφει στο μυαλό της ο ποιητής και μέσα σε όνειρο (ή μήπως δεν είναι όνειρο) να της ψιθυρίζει:
«Η τέχνη έχει ανάγκη από λιακωτό. Να βγει από τα υπόγεια της μνήμης, όπου ο σκόρος τρώει τα σωθικά της. Να νιώσει τις ηλιαχτίδες της έγνοιας των νεότερων. Να ’ξερες πόσοι σαν και μένα πεθαίνουν στον κόσμο των σκιών, πεταμένοι σε κάποιο δωμάτιο. Αποσυνάγωγοι. Το χειρότερο στην άλλη όχθη του Αχέροντα είναι η καταχνιά και η μούχλα. Οι νεκροί είναι σαν το έμβρυο μιας παλίνδρομης κύησης. Σουφρώνουν. Συρρικνώνονται. Γίνονται λίπασμα μιας μνήμης που χάνει συνεχώς τη δύναμή της και χρειάζεται καινούρια ξύλα, σαν τη φωτιά που πάει να σβήσει».
Θα ήταν παράτολμο να κατατάξουμε το βιβλίο σε κάποιο λογοτεχνικό είδος. Άλλωστε τα όρια είναι πολλές φορές ρευστά, όταν έχουμε να κάνουμε με ένα έργο πρωτεϊκό, πολυδιάστατο. Θα έλεγα, ωστόσο, πως περισσότερο προσιδιάζει στη μυθιστορηματική βιογραφία, αξιοποιώντας ταυτόχρονα πολλές αφηγηματικές τεχνικές. Παρόλ’ αυτά, ο Αυδίκος δεν έγραψε μια τυπική μυθιστορηματική βιογραφία, όπως οι πλείστες που κάθε χρόνο εκδίδονται.
Πρώτον, πρόκειται για ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα με πολλές αφηγηματικές φωνές και πολλά επίπεδα λόγου. Κι αυτό αναμφίβολα πιστώνεται στον πολύπειρο συγγραφέα. Ενώ στο πρώτο κεφάλαιο έχουμε τριτοπρόσωπη εστιασμένη αφήγηση, στη συνέχεια τη διαδέχεται κατά κύριο λόγο η πρωτοπρόσωπη με τη μορφή συχνά της επιστολικής αφήγησης και των ονειρικών παρεκβάσεων.
Δεύτερον, η πλούσια διακειμενικότητα που είναι διπλή κατεύθυνσης: από τη μία, ο Κρυστάλλης και τα πρόσωπα που έπαιξαν ρόλο στην τέχνη και στη ζωή του, όπως ο Μητσάκης και ο Καβάφης, με τον οποίο ήταν σχεδόν συνομήλικοι. «Είχε μια στωικότητα που σχεδόν με συγκλόνισε. Μ’ άρεσε ο τρόπος του. Ρούφηξε με τον δικό του τρόπο τη ζωή κι αυτό τον έκανε ατάραχο» (σ. 137).
Από την άλλη, ο συγγραφέας ο οποίος συνομιλεί σε πολλά επίπεδα με ένα πλήθος κειμένων, και τα οποία προς τιμήν του αναφέρει στο τέλος του βιβλίου. Έχοντας αυτό ως οδηγό, κατανοούμε ότι ένα λογοτεχνικό έργο δεν είναι απλώς η δημιουργία ενός λογοτέχνη, αλλά είναι επίσης και το αποτέλεσμα της σχέσης με άλλα κείμενα και με την ίδια τη δομή της γλώσσας. Όπως σημειώνει η JuliaKristeva «Κάθε κείμενο, είναι ένα μωσαϊκό που συγκροτείται από υπομνήσεις. Κάθε κείμενο αφομοιώνει και μεταμορφώνει ένα άλλο». Με την εισαγωγή της διακειμενικότητας το κείμενο παύει να αντιμετωπίζεται ως μια αυθύπαρκτη κλειστή οντότητα, κάτι ερμητικά κλειστό. Αντίθετα, τα κείμενα μεταξύ τους συγκροτούν ένα παλίμψηστο, το οποίο διαρκώς ανανεώνεται με κάθε λέξη, με κάθε κείμενο που προστίθεται και αλληλεπιδρά. «Κάθε κείμενο είναι ένα υφαντό παλαιότερων αναφορών» υποστηρίζει ο Roland Barthes. Η διακειμενικότητα, επομένως είναι ένα πεδίο, τόσο γενικό που η πηγή του είναι αδύνατον να εντοπιστεί. Η λειτουργία της είναι ασυνείδητη».
Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στον ξεχωριστό ποιητή της γενιάς του ’70 Μιχάλη Γκανά. Κι αυτό προφανώς δεν έχει να κάνει με τα ποιητικά σπαράγματα που ενσωματώνονται στο βιβλίο ούτε με τον κοινό γενέθλιο τόπο της Ηπείρου που μοιράζονται ο Κρυστάλλης, ο Γκανάς και ο Αυδίκος. Ο Κρυστάλλης και ο Γκανάς είναι τραγουδιστές-ποιητές, «παλιομοδίτες» για τους πολλούς. Το 2012 όταν κυκλοφόρησε η συλλογή “Άψινθος” σε συνέντευξή του σχετικά με τη συλλογή, τον τρόπο γραφής του και τη μομφή ότι είναι παλιομοδίτης, ο Μιχάλης Γκανάς απαντά:
«Ναι, αν σκεφτείς ότι είμαι επηρεασμένος ακόμα από το δημοτικό τραγούδι. Όλα τα θέματά μου θα μπορούσαν να τα πουν παλιομοδίτικα. Όταν έβγαλα το ’78 το πρώτο μου βιβλίο με θεώρησαν παλιό, ερχόμουν από έναν κόσμο μακρινό. Και σήμερα ακόμα νιώθω ότι συνεχίζω αυτόν τον κόσμο. Αυτοί σταμάτησαν να τραγουδούν, εγώ συνεχίζω. Το δημοτικό τραγούδι ήταν η κιβωτός μου, η σωτηρία μου. Ένας οικείος λόγος που βρίσκεται μέσα στην αναπνοή του Έλληνα. Επίσης, πέρα από το δημοτικό τραγούδι, υπάρχει και η ίδια η γλώσσα η ομιλούμενη, που έχει μουσικότητα και ακρίβεια στην έκφραση, παρρησία και αυτάρκεια. Αν τελικά κατάφερα κάτι, ήταν με τον τρόπο που τα είπα, και αυτό είναι το πιο σημαντικό στη λογοτεχνία».
Θαρρώ πως τώρα καταλαβαίνουμε καλύτερα τι είναι αυτό που συνδέει υπόγεια τους τρεις συντοπίτες δημιουργούς. Όχι, δεν πρόκειται για δεσμούς αίματος που κάποιοι προγονόπληκτοι θα έβλεπαν. Ούτε για κάποια μεταφυσική εθνολογική συγγένεια. Ούτε, πόσω μάλλον, για κάποια τοπικιστική οίηση. Δυσκολεύομαι, είναι αλήθεια, να το προσδιορίσω. Κι όμως διαβάζοντας εκ νέου τον Κρυστάλλη μέσα από τη ματιά του Γκανά και του Αυδίκου, διαπιστώνουμε πως τόσο ο Κρυστάλλης όσο και ο Γκανάς αν και ζουν στην Αθήνα σαν εσωτερικοί μετανάστες, ένα γυαλί τους χωρίζει από αυτή την πόλη. Και οι δύο δεν κατάφεραν να σπουδάσουν, εργάστηκαν σκληρά, ενώ η ποίηση τούς τραβούσε από το μανίκι. Τόσο η ποίηση του Κρυστάλλη όσο και αυτή του Γκανά φέρνει στο μυαλό μας τον Νίκο Γκάτσο. Ευαισθησία και γνήσια λαϊκότητα θα ομολογούσαμε ότι κρύβονται στη δημιουργία τους.
Τελικά, η «Οδός Οφθαλμιατρείου» είναι ένα ηπειρώτικο μοιρολόι που ακούμε σ’ ένα Αυγουστιάτικο πανηγύρι, από και για τονΚρυστάλλη. Ένα μοιρολόι σαν αυτό που έγραψε ένας Αμερικάνος, ο Κρίστοφερ Κινγκ, άλλος ένας Αμερικάνος παρόμοιος με τον Κρυστ, τη λογοτεχνική persona του Αυδίκου, που αφήνει την παγκοσμιοποιημένη αλλά απρόσωπη πραγματικότητα των ΗΠΑ, για να επισκεφθεί τον γενέθλιο τόπο του Αλέξη Ζούμπα, του Κίτσου Χαρισιάδη και του Κων. Κρυστάλλη κι εκεί να βυθιστεί στον Αχέροντα της μνήμης για να συναντήσει ξεχασμένες φωνές. Ανθρώπους που ξέρουν να πενθήσουν και ξέρουν να γλεντήσουν. Άλλωστε αυτό δεν είναι η ελληνική ποίηση, αυτό δεν είναι η τέχνη; Ένας επινοημένος κόσμος πιο αληθινός απ’ αυτόν που ζούμε, που καλείται να περισώσει έναν άλλο πανάρχαιο κόσμο συμβόλων που συγκρότησε τη ζωή στην ελληνική ύπαιθρο. Ένας κόσμος που όπως υποστηρίζει ένας άλλος ποιητής μας, ο Κώστας Κουτσουρέλης, «δεν γνώριζε ακόμη την κοφτή διάκριση μεταξύ συναισθήματος και διανοίας, φύσεως και πολιτισμού, ατόμου και συλλογικότητας, και που γι’ αυτό ήταν απαλλαγμένος και από τα δυο εκείνα άχθη που εφ’ όρου ζωής κουβαλάει στις πλάτες του ο νεωτερικός άνθρωπος».
Η ποίηση του Κρυστάλλη, όπως εξομολογείται ο Ιανός, ο μυθιστορηματικός χαρακτήρας του Αυδίκου, «μου έδωσε τη γλώσσα να εκφράσω τα συναισθήματά μου. Να ωριμάσω. Μ’ έμαθε να κοιταχτώ στον καθρέφτη. Να τον κοιτάω κατάματα. Με συμφιλίωσε με τον εαυτό μου».
Τι κάνει στ’ αλήθεια ο άνθρωπος όταν μια μέρα ξυπνά και συνειδητοποιεί πως ό,τι μέχρι τότε ήταν ξεχωριστό έχει πλέον παραδοθεί στις δυνάμεις του εκμοντερνισμού και στην παγερή πεζότητα της αστικής ζωής που σαρώνουν τα πάντα στο διάβα τους; Την απάντηση την ξέρετε, φαντάζομαι. Επιστροφή στις πηγές της ζωής. Στα στοιχειώδη και στα αυτονόητα. Αυτό που ένιωσε την αδήριτη ανάγκη να πράξει και ο δημιουργός της «Οδού Οφθαλμιατρείου».
Το λέει με τον δικό του τρόπο και ο Γκανάς, Βαγγέλη Αυδίκο που τόσο αγαπάς:
Χάλκινο το τραγούδι μας στο στόμα,
τίποτε δεν το φίμωσε ακόμα.
τίποτε δεν το φίμωσε ακόμα.
Τρελή φυλή που κλαίει και γελάει,
μ’ έναν καημό κοιμάται και ξυπνάει,
να σπείρει τα πελάγη με σιτάρι,
για να θερίσει το μαργαριτάρι.
μ’ έναν καημό κοιμάται και ξυπνάει,
να σπείρει τα πελάγη με σιτάρι,
για να θερίσει το μαργαριτάρι.
Γιάννενα και Τρίπολη και Κρήτη,
ρίζα μου περηφάνεια Ψηλορείτη,
Ζάτουνα και νησιά της αγωνίας,
φλέβα μου μυστική της Ιωνίας.
ρίζα μου περηφάνεια Ψηλορείτη,
Ζάτουνα και νησιά της αγωνίας,
φλέβα μου μυστική της Ιωνίας.
Αναρτήθηκε από Δημήτρης Χριστόπουλος στις 4:10 μ.μ.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)