ΦΟΙΒΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ
Ο Φοίβος Οικονομίδης είδε το μυθιστόρημά του να εκδίδεται από τις εκδόσεις Εστία, στα 23 του
H σαββατιάτικη λαϊκή της Καλλιδρομίου είναι πλέον περισσότερο από ποτέ το πολιτιστικό γεγονός της γειτονιάς εν μέσω καραντίνας. Στο φοιτητικό διαμέρισμα του Φοίβου Οικονομίδη, μια ανάσα από τα κεντρικά της λαϊκής, ένας ολόκληρος τοίχος έχει μετατραπεί σε μαυροπίνακα που γράφει το σύνθημα “Η πόλη δεν μας ανήκει πια”.
Ένα από τα πράγματα που σίγουρα του ανήκουν, πάντως, είναι ο τίτλος του νεότερου συγγραφέα των εκδόσεων Εστία, οίκου συνδεδεμένου μεταξύ άλλων με τα ονόματα του Παλαμά, του Μυριβήλη και του Παπαδιαμάντη.
Ο κορωνοϊός του στέρησε το ιδανικό, ξέφρενο κλείσιμο της φοιτητικής ζωής του με ένα εξάμηνο Erasmus στο Μιλάνο, αλλά του χάρισε (την ίδια κιόλας μέρα!) το τηλεφώνημα που επικύρωνε την έκδοση του μυθιστορήματός του.
Ενός μυθιστορήματος που γράφτηκε, μεταξύ άλλων στο κινητό του, στον Κόκκινο Λωτό (κομβικό στέκι φοιτητικής ζωής στην Αθήνα!) ενώ οι φίλοι του κάπνιζαν και έπιναν λίγο πιο δίπλα. Με το εξαρχειώτικο διαμέρισμα, τoυς καλούς φίλους, τις συναυλίες και τις μπύρες, ο Φοίβος Οικονομίδης είναι ένα παιδί της γενιάς και της εποχής του. Έχει όμως ένα χαρακτηριστικό που ξεχωρίζει -καταφέρνει να ολοκληρώνει κάθε πράγμα με το οποίο καταπιάνεται.
Έτσι, ο Βορράς δεν ήταν καν η πρώτη του απόπειρα στο γράψιμο. Είχαν προηγηθεί δύο σενάρια για ταινίες μικρού μήκους, τις οποίες εμπνεύστηκε, έγραψε και γύρισε τελικά με crowdfunding πετυχαίνοντας μάλιστα η δεύτερη, με τίτλο Camera Obscura να προβληθεί και στο Φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους της Θεσσαλονίκης.
Πώς βρέθηκε, όμως, ένας φοιτητής του Πολυτεχνείου να σκηνοθετεί και να γράφει μυθιστόρημα; «Διάβαζα από μικρός, είχα ερεθίσματα από ταινίες και παραστάσεις όπου έβλεπα με τους γονείς μου. Στο τρίτο έτος της σχολής έγραψα ένα σενάριο. Δεν ήξερα καν πώς πρέπει να είναι η σωστή δομή ενός σεναρίου, οπότε το έψαξα στο Google. Το έδωσα σε ένα φίλο μου σινεφίλ και με έψησε να το γυρίσουμε. Μετά από ένα χρόνο γύρισα και τη δεύτερη ταινία. Όταν άρχισα όμως να γράφω τον Βορρά, κατάλαβα ότι αυτό ήταν κάτι μεγαλύτερο. Και είπα “πάμε”. Συγκεντρώθηκα, διάβασα, και όσα διάβαζα στην πορεία με επηρέασαν -Καμύ, Κούντερα, Ουελμπέκ, Μαρκές».
Η πόρτα της Εστίας άνοιξε μέσω μιας φίλης του Φοίβου και εκείνος το έστειλε διερευνητικά, με την προσδοκία ενός feedback. Όμως το βιβλίο, που αφηγείται την ιστορία του Αλέξανδρου, ενός φοιτητή στην Αθήνα που μαθαίνει ότι σε εννιά μέρες ένας κομήτης θα πέσει στη Γη και τα συναισθήματα των ανθρώπων θα παγώσουν, βρήκε το δρόμο του στο τυπογραφείο του ιστορικού οίκου.
Ο Βορράς μεταδίδει τους φρενήρεις ρυθμούς της φοιτητικής ζωής, ακόμη και υπό την απειλή ενός κομήτη. Ίσως επειδή η ίδια η διαδικασία της συγγραφής του βουτήχτηκε μέσα σε αυτήν. «Δεν είμαι ο τύπος του μοναχικού συγγραφέα. Έγραφα τη στιγμή που μου ερχόταν η έμπνευση. Ήμουν σε ένα μπαρ με τους φίλους μου και συζητούσαμε για την ευτυχία -άνοιγα εγώ τη συζήτηση για να παρατηρήσω πώς σκέφτονται οι συνομήλικοί μου πάνω στο θέμα και έγραφα τις σκέψεις στο κινητό. Ήμουν σε ένα ρεμπέτικο λάιβ και άκουγα έναν φίλο να μιλά για έναν προβληματισμό του -σημείωνα τις ατάκες και σε δεύτερη φάση έψαχνα ποιος θα ήταν μέσα στο βιβλίο και πώς θα μπορούσα να αποτυπώσω αυτή τη συζήτηση».
Μέσα στο δυστοπικό διάστημα των 9 ημερών, ο ήρωας προσπαθεί με κάθε τρόπο να κερδίσει λίγες στιγμές ζωής και ευτυχίας, να συνδεθεί με τους ανθρώπους του πιο ειλικρινά από ποτέ. Ξενύχτια στην Πάτρα, μεθύσια, τσιγάρα, αυθόρμητη εξόρμηση για κάμπινγκ, η Αθήνα και η αστυνομία της -οικεία σκηνικά της πραγματικής ζωής μεταφέρονται ζεστά στο βιβλίο.«Ήθελα να γράψω την ιστορία ενός φοιτητή που θα την διαβάσουν φοιτητές και θα βρίσκουν τον εαυτό τους ή μεγαλύτεροι και θα θυμούνται τα φοιτητικά τους χρόνια. Το ταξίδι σε μια άλλη πόλη, η μελαγχολία μετά το πάρτυ, ο προβληματισμός και η αναζήτηση για την ευτυχία. Η Αθήνα, που είναι μια άσχημη πόλη αλλά ομορφαίνει από τις εμπειρίες μας, η αστυνομία που είναι πλέον παντού. Γράφοντάς το, νιώθω ότι έδωσα ένα closure στη δική μου φοιτητική ζωή».
Πάντως, ο Φοίβος είναι ένα παιδί της γενιάς του, των millenials δηλαδή, και υπό μία άλλη έννοια. Έγραψε μεν το πρώτο του βιβλίο, αλλά φυσικά έχει μια «κανονική» πρωινή δουλειά σε διαφημιστική εταιρεία -η μοίρα του συντριπτικού ποσοστού των καλλιτεχνών και creatives σήμερα. «Σκέψου ότι όταν κυκλοφόρησε στα βιβλιοπωλεία δούλευα και δεν είχα προλάβει να πάω να το δω. Θυμάμαι να σταματάω σε ένα βιβλιοπωλείο γυρίζοντας στο σπίτι, να κοιτάζω στις νέες κυκλοφορίες και να το βλέπω, και να με βλέπει. Σκέφτηκα “κάποιος μου κάνει πλάκα”».
Το ζήτημα δουλειάς για επιβίωση -δουλειάς για ευχαρίστηση είναι ένα από αυτά που θίγει άλλωστε και στον Βορρά. «Είναι αυτό που εννοώ όταν γράφω για τις “αίθουσες αναμονής”. Το να κάνεις μια άσχετη δουλεια δεν είναι καινούριο σαν ιδέα, αλλά τώρα τα πράγματα είναι χειρότερα. Εγκλωβιζόμαστε από αίθουσα σε αίθουσα, δεν παίρνουμε ανάσα, περιμένοντας να ζήσουμε αυτό που είχαμε φανταστεί. Πώς περιμένουν να πάμε τον κόσμο μπροστά, πώς περιμένουν να είμαστε χαρούμενοι;».
Συζητώντας για την «ρετσινιά» του Νetflix and chill που συνοδεύει τους millenials, φτάνουμε στην τρελιάρικη μπιτ γενιά αλλά και νωρίτερα, στη δεκαετία του ‘20 και στις ξέφρενες ζωές των διανοούμενων και συγγραφέων στο Παρίσι.
«Καταλαβαίνω ότι η μπιτ γενιά δεν έχει καμία σχέση με τη δική μας, και την κοιτάζω νοσταλγικά. Μου αρέσει ο Γκίνσμπεργκ, τον διαβάζω διαρκώς. Δεν θεωρώ όμως ότι δεν θα μπορούσαμε να είμαστε και εμείς η μπιτ γενιά -απλώς είναι διαφορετικές οι συνθήκες. Νομίζω ότι η ανάγκη για ελευθερία, για έντονες εμπειρίες, το συναίσθημα ότι θέλεις να βγεις εκεί έξω και να κατακτήσεις τον κόσμο υπάρχει εξίσου και εκφράζεται από τη δική μας γενιά. Μεγαλώσαμε με μία νοοτροπία ότι “το μέλλον μας ανήκει” και ξαφνικά φτάσαμε στα 20 και συνειδητοποιήσαμε ότι τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Τι δουλειά θα κάνεις; Τι μεταπτυχιακό; Το μεταπτυχιακό θα σου εξασφαλίσει δουλειά; Ξαφνικά νιώθεις να συνθλίβεσαι. Νιώθω ότι η γενιά μας θέλει να ξεσπάσει, γιατί αγαπά τόσο πολύ τη ζωή αλλά βρίσκει διαρκώς εμπόδια».
Και τι κατάλαβε με το να καταπιαστεί τόσο νέος με ένα τεράστιο και χαώδες ζήτημα όπως αυτό της ευτυχίας; «Μπαίνεις στο κυνήγι ενός απόλυτου πράγματος, αλλά νιώθεις ότι δεν θα το φτάσεις ποτέ. Το ίδιο παθαίνουν και οι ήρωες. Νομίζω ότι αυτά τα απόλυτα είναι που μας κάνουν δυστυχισμένους. Πρέπει να δεχτούμε ότι η ευτυχία είναι ίσως κάτι φευγαλέο και όλα είναι μέσα στο παιχνίδι, ο έρωτας, η αποτυχία, η μελαγχολία. Είναι και αυτή η τάση της αυτοβελτίωσης που παίζει πολύ σήμερα, το “κατάκτησε την ευτυχία σε 5 βήματα”. Ποιος ξέρει να ζει, για να διδάξει και τους άλλους; Νομίζω ότι αν λέγαμε “ψάχνομαι, είμαι εκεί που είσαι κι εσύ” θα ήταν πιο ειλικρινές».
Τι σε κάνει χαρούμενο; «Πριν την πανδημία έβγαινα πάρα πολύ. Πήγαινα για ποτό, βόλτες, σινεμά, θέατρο, συναυλίες. Με κάνει χαρούμενο το να καταναλώνω τα δημιουργήματα άλλων ανθρώπων, με εμπνέει και νιώθω το ίδιο όταν κάθομαι και γράφω κάτι και αισθάνομαι ότι είναι ειλικρινές. Αλλά αυτό που με γεμίζει πραγματικά είναι το να τα μοιράζομαι. Αυτό δείχνω και στο βιβλίο, ότι το να μοιράζονται οι φίλοι τις χαρές αλλά και τις δυστυχίες, τις αγωνίες, τις ευάλωτες στιγμές τους είναι αυτό που τους σώζει κατά κάποιον τρόπο. Μοιράζονται τον πόνο τους και μετά μπορούν να το πάρουν και λίγο στην πλάκα. Επειδή το έχουν μοιραστεί.
Φεύγοντας, μια κλεφτή ματιά στα βιβλία του αποκαλύπτουν το Για την κυβέρνηση των ζωντανών του Μισέλ Φουκώ, το Ενάμισι δευτερόλεπτο φως του Γιάννη Μακριδάκη και το Όταν Όταν, μια συλλογή φωτογραφιών του Σπύρου Στάβερη και κείμενα του Ευθύμη Φιλίππου. Αν έπρεπε όμως να διαλέξει ένα βιβλίο για να προτείνει σε όλους, αυτό θα ήταν το Εκατό χρόνια μοναξιάς του Μαρκές. «Προσπαθεί να σε κάνει να αισθανθείς την παροδικότητα της ζωής. Και ο μαγικός ρεαλισμός του μπορεί να κάνει και τον πιο κυνικό να πιστέψει ότι υπάρχει ένα δεύτερο επίπεδο στα πράγματα, κάτι μυστηριώδες και μαγικό».
Το πιστεύεις αυτό; «Όχι με την θεολογική έννοια, ίσως, αλλά υπάρχουν στιγμές που βιώνεις κάτι και λες “Αυτό είναι. Τώρα πραγματικά ένιωσα ζωντανός”».
Το μυθιστόρημα Βορράς του Φοίβου Οικονομίδη κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Εστία.