του Βαγγέλη Καραμανωλάκη (*)
Πώς μιλάς για το οικογενειακό παρελθόν; Πώς ξαναγυρίζεις πίσω σε όσα σε σημάδεψαν, ειδικά σε εκείνα που δεν έζησες; Εκείνα που ήλθαν από ένα μακρινό αλλά και τόσο κοντινό χρόνο, εκείνα που άκουσες από τις ψιθυριστές φωνές των δικών σου, τα πρωινά που ξύπναγες και στο διπλανό δωμάτιο συζητούσαν όσα δεν χρειάζονταν να ξέρεις; Πώς αναμετριέσαι με εκείνα που έρχονται ακόμη απρόσκλητα στον ύπνο σου, σκηνές από ένα παρελθόν που δεν έζησες, και γι’ αυτό τόσο αμετάκλητο και καθοριστικό; Πώς ανασυνθέτεις όλον αυτόν τον κόσμο των υλικών κληρονομιών που γέμισαν την παιδική ηλικία, έπιπλα, φωτογραφίες, μικροαντικείμενα μιας καθημερινότητας που ήταν μια φορά;
Το βιβλίο του Αγαθοκλή Αζέλη είναι ένας αποχαιρετισμός σε έναν κόσμο που πια δεν υπάρχει. Σε έναν κόσμο περίεργων ονομάτων και μια άγνωστης γλώσσας που χάθηκε μαζί με τις ορεσίβιες βλάχικες κοινότητες, σε έναν κόσμο που έγινε πια τουριστικό προϊόν, φολκλορικές ενδυμασίες και μαθήματα λαογραφικών συλλόγων. Έναν κόσμο που έσβησε μαζί με τους εκπροσώπους του, τους γονείς και τους παππούδες, κι όλους εκείνους τους συγγενείς που βρεθήκαν μαζί σε ξεχασμένες πια συνάξεις και τραπεζώματα. Βρέθηκαν για να χαθούν έπειτα για πάντα, όταν τα σκοινιά που τους έδεναν μαζί δεν άντεξαν πλέον, όταν ο φάρος της κοινής καταγωγής έσβησε, για να ταξιδέψουν στα σκοτάδια της δικής τους θάλασσας. Ο Αζέλης θέλησε τώρα να ανάψει ξανά αυτό το φως. Είχε την επιθυμία να φωτοδοτήσει αυτό τον φάρο φέρνοντας κοντά του πάλι ξεχασμένες λέξεις και στάσεις, να ξαναδώσει ζωή και χρώμα στα ναυάγια των μικρών πλοίων που κάποτε διέσχιζαν τη θάλασσα των παιδικών ονείρων του, να αναζητήσει τη ρίζα του. Και να μιλήσει για τα καλά αλλά και για τα άσχημα. Γιατί το βιβλίο αυτό, κατά τη δική μου ανάγνωση, μιλάει κυρίως για ένα τραύμα. Για ένα βαθύ διαγενεακό τραύμα, όπως το όρισε η βλαχοφωνία αλλά και η φτώχεια, οι κλειστοί ορίζοντες ενός κόσμου που έζησε και διατηρήθηκε για αιώνες χάρη στη σταθερότητα και την ακινησία του. Κι ο Αζέλης γράφει για όλα αυτά γιατί δεν έχουμε άλλον τρόπο να ξορκίζουμε ό,τι μας τρώει παρά τον λόγο, δεν έχουμε άλλο τρόπο να αντιμετωπίσουμε το τραύμα παρά μόνο μιλώντας το, δίνοντάς του νόημα και υπόσταση.
Σπονδή στη μακρά διάρκεια
Το βιβλίο του είναι μια σπονδή στη μακρά διάρκεια. Στη μακρά διάρκεια όπως την όρισαν το ορεινό τοπίο και η φύση και όπως η ίδια καθόρισε τους τρόπους επιβίωσης και παραγωγής σε ένα κόσμο όπου η φτώχεια ήταν καθεστώς, σε μια περίκλειστη κοινωνία με κανόνες και όρια, θεσμοθετημένες πρακτικές και στάσεις ζωής. Σε μια κοινωνία που ζούσε ακολουθώντας τους κανόνες που η φύση όριζε, συμφιλιωμένη με τη φθορά και τον θάνατο, όπως αποτυπωνόταν, λ.χ., στην παιδική θνησιμότητα ή στα θύματα των πολέμων. Κανόνες και όρια, πρακτικές και στάσεις που σκόρπισε μακριά σαν τραπουλόχαρτα η δημιουργία των εθνικών κρατών και κυρίως ο 20ός αιώνας και οι πολλαπλές διαδρομές του. Ο σταθερός κόσμος των προγόνων του συγγραφέα γκρεμίστηκε μέσα από τη δημιουργία εκείνων των δικτύων που βάθαιναν την ύπαρξη και συνοχή του εθνικού κράτους –εκπαίδευση, θρησκεία, στρατός– ενώ παράλληλα έθετε τους πολίτες του σε μια αέναη κίνηση, πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα, εσωτερικοί και εξωτερικοί μετανάστες στις μεγαλουπόλεις όλης της γης. Η πολεμική δεκαετία και η υποχρεωτική στρατολόγηση, η εγκατάσταση των μικρασιατών προσφύγων, η δικτατορία του Μεταξά και η απαγόρευση της βλαχοφωνίας, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και η Κατοχή, ο Εμφύλιος, η αστυφιλία και η εξωτερική μετανάστευση διέλυσαν σταδιακά αυτό τον κόσμο. Στη δεκαετία του 1960 το τέλος του σημαδεύτηκε από τη μετάβαση σε μια καινούργια περίοδο, την ίδια ώρα που μια νέα γενιά ερχόταν στο φως, μια γενιά μετέωρη ανάμεσα στο παλιό και σε εκείνο που ερχόταν. Γιατί ο Αζελής ανήκει σε μια γενιά που έζησε ίσως τις μεγαλύτερες πολιτισμικές και τεχνολογικές αλλαγές του 20ού αιώνα, που άλλαξε και αλλάζει δραματικά τη ζωή της σε σχέση με τις προηγούμενες. Μια γενιά που σε σχέση με όσες την ακολούθησαν έχει το προνόμιο, αλλά και το μειονέκτημα θα έλεγε κανείς, να θυμάται την προηγούμενη κατάσταση. Μια γενιά που φτάνοντας τώρα πια κοντά στα 60 κάνει τους δικούς της απολογισμούς, αναζητά να μιλήσει για εκείνα που την σημάδεψαν. Κι έτσι, μοιραία, δεν μπορεί παρά να επιστρέφει στα γονικά της. Γιατί όταν μιλάμε γι’ αυτά, μιλάμε στην πραγματικότητα για εμάς. Κι όταν προσπαθούμε να καταλάβουμε τα άγνωστα και τα ανείπωτά τους, και πάλι στα δικά μας αφανέρωτα επιστρέφουμε. Εμείς που πια είμαστε σε μια ηλικία που μπορούμε να γίνουμε πλάστες και γονείς των γονιών μας στις ιστορίες μας. Και που ξέρουμε πως έχουμε το θλιβερό προνόμιο να είμαστε οι τελευταίοι που μπορούμε να μεταφέρουμε ζωντανά την, έστω και μικρή, εμπειρία μας από έναν κόσμο που έσβησε στα παιδιά μας που ακολουθούν.
Πότε αλήθεια γνωρίζουμε καλύτερα εκείνους που μας έφεραν στον κόσμο; Σκέφτομαι συχνά –και το βιβλίο του Αζέλη μού το επιβεβαιώνει– όταν εκείνοι πεθάνουν, όταν η φυσική τους παρουσία στη ζωή μας παύει να υφίσταται. Και σκέφτομαι αυτό το παράδοξο όχι μόνο γιατί ο θάνατος των γονιών μας γεννά πάντα ένα ενδιαφέρον για τη ζωή τους, γι’ αυτά που δεν ξέρουμε ή δεν θέλησαν ποτέ να μας πουν, ούτε γιατί η απουσία τους μας επιτρέπει να μπορούμε να φανταζόμαστε χωρίς τον φόβο της δικής τους διάψευσης. Αλλά γιατί ο θάνατός τους συνιστά ένα φυσικό όριο, μια τομή που σου επιτρέπει να γυρίσεις πίσω και να αναστοχαστείς τη ζωή τους, μπορώντας πια μέσα από τη δική σου εμπειρία να την καταλάβεις καλύτερα, να συμφιλιωθείς με τα μυστικά και τα ψέματα, αλλά και να αποδεχτείς την ιδέα ότι ποτέ δεν θα τα μάθεις όλα.
Ο κόσμος των δικών μας είναι πάντα μια αφόρμηση αλλά και ένα όριο. Η αφόρμηση να προχωρήσεις μπροστά, να δικαιώσεις τις προσδοκίες τους, αλλά παράλληλα και ένα όριο, το πόσο πραγματικά μπορείς να τους υπερβείς, να γίνεις κάτι άλλο, κάτι διάφορο και εντέλει κάτι ξένο από εκείνους. Πόσο δύσκολο είναι να τους ξεπεράσεις; Σκέφτομαι έναν από τους πρωταγωνιστές του βιβλίου του Αζέλη, εκείνον τον νεαρό εγγονό που βρέθηκε με χίλιους κόπους υποψήφιος διδάκτορας στη Βιέννη, γυρνώντας καλοντυμένος και μιλώντας για ποίηση και ιστορία, την ίδια ώρα που μέσα του προσπαθούσε να τακτοποιήσει μια σειρά από αναμνήσεις από τα φτωχικά χρόνια στο χωριό του και έπειτα στην πόλη, σε μια ζωή προσδιορισμένη από την καταγωγή και την ταξική θέση των δικών του.
Λιτότητα και αξιοπρέπεια
Σήμερα, μέσα από το ανά χείρας βιβλίο, μιλάει για όλα αυτά μέσα από έναν άλλο τρόπο, εκείνο της τέχνης. Με μια συλλογή κειμένων που αποπνέουν δύο χαρακτηριστικά που με συγκινούν βαθύτατα: λιτότητα και αξιοπρέπεια. Στα κείμενά του δεν περισσεύει τίποτα, αρκεί να διώξεις ή να προσθέσεις μια λέξη για να γκρεμιστεί το οικοδόμημα. Το κείμενό του αποπνέει τη λιτότητα του τοπίου αλλά και της ζωής των ανθρώπων που τον ενέπνευσαν. Μια λιτότητα εκφραστικών τρόπων αλλά και συναισθημάτων. Η αφήγησή του περιγράφει τα όσα βίωσαν οι άνθρωποι χωρίς διόλου να θέλει να εκβιάσει το συναίσθημα, αντιθέτως, αντιμετωπίζοντάς το ως μια φυσική συνέχεια, ως τις κινήσεις εκείνες που υπαγόρευσε ο χρόνος και οι κοινωνικές συνθήκες. Μου αρέσει η φράση «ιστορίες μπονζάι», γιατί ακριβώς παραπέμπει στην υλικότητα της γραφής, στην τρυφερότητα, στο χάδι του συγγραφέα στους ήρωές τους. Στις μικρές ιστορίες του βιβλίου άνθρωποι υπακούουν στις δικές τους επιθυμίες, αλλά και όλα όσα ενστάλαξαν μέσα τους νοοτροπίες και αντιλήψεις εκατοντάδων χρόνων.
Όλα όσα περιγράφω παραπάνω συνδέονται με μια άλλη λέξη, την αξιοπρέπεια. Ο κόσμος που περιγράφει ο Αζέλης είναι ένας κόσμος της αντοχής. Ένας κόσμος που έμαθε να αντέχει μέσα από τη σιωπή, που είχε τη σοφία να προσαρμοστεί στις καταστάσεις που άλλαξαν χωρίς κραυγές, αλλά με τη στωικότητα που χαρακτηρίζει κάθε έμβιο ον που ξέρει πως για να επιβιώσει θα πρέπει να αποδεχτεί το πεπρωμένο του και να δράσει ανάλογα. Αυτοί οι άνθρωποι που περιγράφει πέρασαν μέσα από τις μυλόπετρες του χρόνου, της ιστορίας θα έλεγα, έζησαν διώξεις και αποκλεισμούς, έζησαν ξεριζωμούς και το σβήσιμο της ίδιας της ταυτότητάς τους, της γλώσσας τους. Και όμως άντεξαν, όπως τα δέντρα μέσα στη βροχή, μετρώντας απώλειες και κέρδη. Άντεξαν όπως το παιδί εκείνο που δεν το έβαλε ποτέ κάτω στις κοροϊδίες των συμμαθητών του.
Γιατί άραγε να μας ενδιαφέρουν, εντέλει, αυτές οι προσωπικές ιστορίες; Γιατί να μας ενδιαφέρουν αυτές οι μικρές ιστορίες του παιδιού που έμαθε να βλέπει τους γονείς του στις γιορτές και στις σχόλες, επιστρέφοντας από τις μεγάλες πόλεις, του κοριτσιού που βρέθηκε υπηρέτρια σε συγγενείς, της γυναίκας που κουβαλούσε νεκρό το παιδί της χωρίς να μπορεί να το πει στον άντρα της, η δυσκολία ενός βλαχόφωνου παιδιού στο σχολείο και στις κοροϊδίες των συμμαθητών του; Γιατί, όπως γίνεται στην αληθινή λογοτεχνία, οι ιστορίες του συνομιλούν με το βαθύτερο έσω χιλιάδων ανθρώπων, καταφέρνουν να επεξεργαστούν μνήμες, βιώματα και διηγήσεις, δίνοντας τους πλέον μια δεύτερη ζωή. Γιατί μπορούν ακριβώς μέσα από την τέχνη να ξεφύγουν από το ατομικό και να αγγίξουν το συλλογικό, να γίνουν όχημα για να εκφραστεί ο άλλος. Και έτσι η τέχνη λειτουργεί παρηγορητικά αλλά και παράλληλα απελευθερωτικά, σου επιτρέπει να πενθήσεις αλλά και να προχωρήσεις.
Επιστρέφω στις μυλόπετρες: Σκέφτομαι τους ήρωες του Αζέλη, τα όσα βίωσαν, τις δύσκολες εμπειρίες. Και ξαναγυρνώ σε μια σκέψη που με απασχολεί πολλά χρόνια τώρα. Πως αυτοί οι άνθρωποι, που πέρασαν του λιναριού τα πάθη, οι άνθρωποι που μας γέννησαν, που κράτησαν ως το μεγαλύτερο επίτευγμα την επιβίωσή τους, που έζησαν πολλές φορές τον φόβο και τον αποκλεισμό, υπερασπιζόμενοι μια σιωπηλή μα τόσο εύγλωττη αξιοπρέπεια, αυτοί οι άνθρωποι που υπήρξαν νικητές και ηττημένοι μαζί, δεν θέλησαν μέσα από τις δικές τους στερήσεις και βάσανα να μας διδάξουν τον θυμό, αλλά μας έδειξαν τη δοτικότητα και την έγνοια για τους άλλους.
(* )Ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης είναι ιστορικός (ΕΚΠΑ – ΑΣΚΙ).