Το ιστολόγιο αποσκοπεί στην επικοινωνία με επιστήμονες(λαογράφους, ανθρωπολόγους, εθνολόγους, ιστορικούς, κοινωνιολόγους, φιλόλογους, κ.λπ)αλλά και σε όλους όσους αγαπούν το λαϊκό πολιτισμό, τη λογοτεχνία, ανησυχούν για την εκπαίδευση και την κοινωνία και αναζητούν μέσο έκφρασης. Είναι μια σκηνή για ενημέρωση και ανταλλαγή απόψεων. Ακόμη,το ιστολόγιο περιλαμβάνει στήλη(blogaρίσματα) για τη διατύπωση απόψεων σε τρέχοντα ζητήματα.
Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2024
ανάγνωση: Δρολάπι, Ευάγγελος Αυδίκος
Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2024
Ευάγγελος Αυδίκος, 57 φεγγάρια, efsyn, 13 Φεβρουαρίου 2024
Τι σχέση έχει η τέχνη με τη ζωή; Ενα ερώτημα που επιστρέφει
στοχαστικά κάποιες φορές. Αλλοτε με στόμφο. Διαβάζοντας το μυθιστόρημα του εκ
Σρι Λάνκα Σέχαν Καρουνατίλακα με τίτλο «Τα εφτά φεγγάρια του Μάαλι Αλμέιδα»
(Gutenberg), διαπίστωσα, για ακόμη μία φορά, τη δύναμη της πεζογραφίας να
μετασχηματίζει τη ζωή σε τέχνη. Αλλά και να χρησιμοποιείται το λογοτεχνικό έργο
ως μέσο για κατανόηση όσων συμβαίνουν παγκοσμίως.
Ο
Καρουνατίλακα κάνει θέμα του μυθιστορήματός του τη μεταθανάτια προσπάθεια ενός
πολεμικού φωτογράφου, ο οποίος απήχθη στη διάρκεια του πολυετούς εμφυλίου
πολέμου και δολοφονήθηκε. Αμάρτημά του; Φωτογράφιζε σκηνές βίας και αποτύπωνε
πρόσωπα που αιματοκύλησαν τη χώρα. Μέγα αμάρτημα η παρουσία οποιουδήποτε
ντοκουμέντου, που γίνεται ομιλούσα πηγή για τους υπεύθυνους. Η εξαφάνιση των
πειστηρίων είναι προϋπόθεση για να περιέλθει στη χώρα της λήθης το έγκλημα.
Ο
πρωταγωνιστής, ευρισκόμενος στον άλλο κόσμο ή σε κάποιο γραφειοκρατικό γρανάζι,
επιχειρεί να μάθει τον λόγο που δολοφονήθηκε. Αλλά και τα ονόματα όσων
διέπραξαν τον φόνο. Ο χρόνος τρέχει. Μετά τα εφτά φεγγάρια, χρόνος παραμονής
των νεκρών στον ενδιάμεσο χώρο, θα χαθεί το δικαίωμά του να μάθει. Πατέρα,
συγχώρεσέ τους, γιατί εγώ δεν θα τους συγχωρήσω ποτέ. Είναι τα λόγια του
δολοφονημένου που προτάσσει ο συγγραφέας στην αρχή του πεζογραφήματος.
Κάποια
αόρατη δύναμη έκανε, εντός μου, τον αυτόματο συσχετισμό ακούγοντας όσα
σπαρακτικά είπε η μητέρα της Μάρθης. Κάθε λέξη της κι ένα καρφί στην καρδιά και
τη λήθη που τείνει να γίνει κανονικότητα στη ζωή μας. Με τη συνδρομή των
γραφειοκρατικών μηχανισμών, που κινούνται άλλοτε αργά και άλλοτε ανασχετικά
στην προσπάθεια να φωτιστεί τι συνέβη στα Τέμπη. Οπου έχασαν τη ζωή τους 57
νέοι άνθρωποι. Οπου δολοφονήθηκε η αξιοπιστία του κράτους.
Ακουσα
με συγκλονισμό όσα είπε η Μαρία Καρυστιανού, η φωνή όλων των οικογενειών που
θρηνούν τους δικούς τους ανθρώπους. Ακουσα και τους άλλους γονείς στην εκπομπή
της Μαρίας Αναστασοπούλου στον «Αντέννα». Δεν πρόκειται να ησυχάσουν αν δεν
αποδοθεί δικαιοσύνη. Αν δεν καταδικαστούν 57 φορές ισόβια οι υπεύθυνοι. Οσο
ψηλά κι αν βρίσκονται.
Η
δύναμη της ψυχής εντυπωσιάζει. Οι γονείς των θυμάτων, οι στενοί συγγενείς
μοιάζουν να βγαίνουν από το μυθιστόρημα του Καρουνατίλακα... Αγύριστα κεφάλια.
Δικαίωσή τους θα είναι ο εντοπισμός και η τιμωρία όσων φέρουν ευθύνες.
Αμετακίνητοι. Το ζητάνε 57 φεγγάρια, που βγαίνουν κάθε βράδυ στον ουρανό. Είναι
οι ψυχές των θυμάτων, που γίνονται καρφιά στη λήθη μας. Τα Τέμπη είναι καρφί
στη συνείδηση όλων των Ελλήνων. Ζύγι για τον βαθμό αξιοπιστίας των θεσμών στη
χώρα. Ολοι θα μετρηθούμε και θα κριθούμε. Αν ο μεγαλορρήμων λόγος των
μπαλκονιών και των τηλεοπτικών σταθμών έχει συνέπεια.
Ή
εθνικό είναι το ίδιον συμφέρον;
Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2024
Ευάγγελος Αυδίκος, Λου αβεάμου τρ’ μούλου κου κίπρου..., EFSYN, 6 Φεβρουαρίου 2024
E-m Print
Φίλος φιλοπαίγμων δεν χάνει την ευκαιρία να εξακοντίζει τα βελάκια του κάθε φορά που χρησιμοποιώ βλάχικες λέξεις στα «ΕφΣύνεια» κείμενά μου της Τρίτης. Κάποιοι άλλοι δυσανασχετούν που χρησιμοποιώ, ενίοτε, βλαχολέξεις και βλαχοφράσεις. Τι τα θέλεις αυτά, έχει πεθάνει η γλώσσα. Μια άλλη ομάδα αντιτείνει: Το κάνεις που το κάνεις, βάλ’ τα στο λατινικό αλφάβητο.
Συχνά αναρωτιέμαι αν τα σχόλια αναδεικνύουν την υποδεέστερη θέση κάποιων γλωσσών στον δημόσιο διάλογο. Ο λόγος, στον ραδιοτηλεοπτικό λόγο, ου μην και ο προφορικός, είναι διάστικτος από αγγλικούρες ή γαλλικούρες, ως τεκμηρίωση της ισχύος των λεγομένων, αλλά και της εδραίας θέσης του ομιλούντος/σας στο διεθνές πεδίο. Ηγουν, παίζει τη γλώσσα στα δάχτυλα.
Οι γλώσσες είναι γέφυρες με άλλους πολιτισμούς. Οποιες κι αν είναι αυτές. Γίνονται το αποθετήριο πολύχρονης λαϊκής θυμοσοφίας. Με λιτό και ποιητικό τρόπο σχολιάζουν. Ο λαϊκός λόγος, σε όλο τον πλανήτη, δεν είναι απλοϊκός και αφελής, όπως κάποιες φορές ισχυρίζονται οι εγγράμματοι. Που τους μπόλιασαν με την άποψη πως η γλώσσα των λαϊκών ανθρώπων -στην περίπτωσή μας τα βλάχικα- δεν έχει δύναμη.
Τρανό παράδειγμα η παροιμιακή φράση «Λου αβεάμου τρ’ μούλου κου κίπρου», δηλαδή τον είχαμε για μουλάρι με κυπρί. Και συνεχίζει η παροιμία: «...σ’ ν’ λιτί τ ’ρου κου τσόκανου» (...και μας βγήκε γαϊδούρι με τσοκάνι).
Η κυριολεξία είναι η εικόνα του μουλαριού με κυπρί και του γαϊδάρου με τσοκάνι. Πρόκειται για εικόνες γνωστές, τουλάχιστον στους μεγαλύτερους. Οι άνθρωποι της υπαίθρου παίρνουν εικόνες από τη δική τους ζωή. Ομως, δεν σταματούν εκεί. Δίνουν μεταφορική σημασία σ’ αυτό που περιγράφεται.
Αγόρασαν λοιπόν κάποιοι ένα ζώο που πίστευαν ότι ήταν μουλάρι και θα ήταν γερό, να κάνουν τις σκληρές μεταφορές τα παλιά χρόνια. Θα το στόλιζαν με κυπρί και θα το έβαζαν στην κορφή της μετακίνησης από το βουνό στον κάμπο κι αντίστροφα.
Ομως, έπεσαν έξω. Μάπα το καρπούζι, κατά τη λαϊκή φράση. Αποδείχτηκε κατώτερο των δικών τους προσδοκιών. Τους βγήκε γαϊδούρι. Με τσοκάνι, του οποίου ο ήχος δεν είναι καθαρός σαν του κυπριού. Δεν μπορούσαν να είναι περήφανοι γι’ αυτό. Αυτό λεγόταν γενικά για κάτι που αποδείχτηκε κατώτερο όσων περίμεναν. Το χρησιμοποιούσαν για τους γαμπρούς που τους πήραν για νταμάρι. Για νοικοκύρηδες. Κι αποδείχτηκαν ζούφιοι. Αχαΐρευτοι.
Θα μπορούσε η παροιμία αυτή να γίνει το έμβλημα των απογοητεύσεων στην εποχή μας. Από την τραγική διάψευση όσων καλαφατίζονται από τις διαφημίσεις και τα ΜΜΕ. Μεγάλα λόγια και ύφος παγονιού. Που απευθύνονται στο θυμικό και επιδιώκουν τη χειραγώγηση της βούλησης.
Η βλάχικη παροιμία αναδύεται στον δημόσιο λόγο, μειδιώντας περιπαικτικά με την ευκολία που ξεγελιούνται οι άνθρωποι στην εποχή μας.
Λου αβεάμου τρ’ μούλου κου κίπρου...
Φίλος φιλοπαίγμων δεν χάνει την ευκαιρία να εξακοντίζει τα βελάκια του κάθε φορά που χρησιμοποιώ βλάχικες λέξεις στα «ΕφΣύνεια» κείμενά μου της Τρίτης. Κάποιοι άλλοι δυσανασχετούν που χρησιμοποιώ, ενίοτε, βλαχολέξεις και βλαχοφράσεις. Τι τα θέλεις αυτά, έχει πεθάνει η γλώσσα. Μια άλλη ομάδα αντιτείνει: Το κάνεις που το κάνεις, βάλ’ τα στο λατινικό αλφάβητο.
Συχνά αναρωτιέμαι αν τα σχόλια αναδεικνύουν την υποδεέστερη θέση κάποιων γλωσσών στον δημόσιο διάλογο. Ο λόγος, στον ραδιοτηλεοπτικό λόγο, ου μην και ο προφορικός, είναι διάστικτος από αγγλικούρες ή γαλλικούρες, ως τεκμηρίωση της ισχύος των λεγομένων, αλλά και της εδραίας θέσης του ομιλούντος/σας στο διεθνές πεδίο. Ηγουν, παίζει τη γλώσσα στα δάχτυλα.
Οι γλώσσες είναι γέφυρες με άλλους πολιτισμούς. Οποιες κι αν είναι αυτές. Γίνονται το αποθετήριο πολύχρονης λαϊκής θυμοσοφίας. Με λιτό και ποιητικό τρόπο σχολιάζουν. Ο λαϊκός λόγος, σε όλο τον πλανήτη, δεν είναι απλοϊκός και αφελής, όπως κάποιες φορές ισχυρίζονται οι εγγράμματοι. Που τους μπόλιασαν με την άποψη πως η γλώσσα των λαϊκών ανθρώπων -στην περίπτωσή μας τα βλάχικα- δεν έχει δύναμη.
Τρανό παράδειγμα η παροιμιακή φράση «Λου αβεάμου τρ’ μούλου κου κίπρου», δηλαδή τον είχαμε για μουλάρι με κυπρί. Και συνεχίζει η παροιμία: «...σ’ ν’ λιτί τ ’ρου κου τσόκανου» (...και μας βγήκε γαϊδούρι με τσοκάνι).
Η κυριολεξία είναι η εικόνα του μουλαριού με κυπρί και του γαϊδάρου με τσοκάνι. Πρόκειται για εικόνες γνωστές, τουλάχιστον στους μεγαλύτερους. Οι άνθρωποι της υπαίθρου παίρνουν εικόνες από τη δική τους ζωή. Ομως, δεν σταματούν εκεί. Δίνουν μεταφορική σημασία σ’ αυτό που περιγράφεται.
Αγόρασαν λοιπόν κάποιοι ένα ζώο που πίστευαν ότι ήταν μουλάρι και θα ήταν γερό, να κάνουν τις σκληρές μεταφορές τα παλιά χρόνια. Θα το στόλιζαν με κυπρί και θα το έβαζαν στην κορφή της μετακίνησης από το βουνό στον κάμπο κι αντίστροφα.
Ομως, έπεσαν έξω. Μάπα το καρπούζι, κατά τη λαϊκή φράση. Αποδείχτηκε κατώτερο των δικών τους προσδοκιών. Τους βγήκε γαϊδούρι. Με τσοκάνι, του οποίου ο ήχος δεν είναι καθαρός σαν του κυπριού. Δεν μπορούσαν να είναι περήφανοι γι’ αυτό. Αυτό λεγόταν γενικά για κάτι που αποδείχτηκε κατώτερο όσων περίμεναν. Το χρησιμοποιούσαν για τους γαμπρούς που τους πήραν για νταμάρι. Για νοικοκύρηδες. Κι αποδείχτηκαν ζούφιοι. Αχαΐρευτοι.
Θα μπορούσε η παροιμία αυτή να γίνει το έμβλημα των απογοητεύσεων στην εποχή μας. Από την τραγική διάψευση όσων καλαφατίζονται από τις διαφημίσεις και τα ΜΜΕ. Μεγάλα λόγια και ύφος παγονιού. Που απευθύνονται στο θυμικό και επιδιώκουν τη χειραγώγηση της βούλησης.
Η βλάχικη παροιμία αναδύεται στον δημόσιο λόγο, μειδιώντας περιπαικτικά με την ευκολία που ξεγελιούνται οι άνθρωποι στην εποχή μας.